Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Heiner Müller

Φιλοκτήτης

Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου

(απόσπασμα)

[…]

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ζωντανό κάτι στο νεκρό γιαλό μου.
Πράγμα που περπατάει όρθιο όπως εγώ κάποτε
Σε κάποιο άλλο έδαφος με δυο υγιή ποδάρια.
Ποιός είσαι, δίποδο; άνθρωπος, ζώο ή Έλληνας;
Κι αν είσαι αυτό, παύεις να είσαι.
Ο Νεοπτόλεμος φεύγει τρέχοντας.
Και χίλια πόδια να ’χες για τη φυγή
Το βέλος μου τρέχει γρηγορότερα.
Ο Νεοπτόλεμος στέκεται.
Πέτα το σίδερο.
Ο Νεοπτόλεμος το πετάει.
Σε τί γλώσσα, σκύλε, έμαθες τα ψέματα
Άνθρωπε, ποιά σκύλα σε πέταξε στον κόσμο
Ποιός καλός ή κακός άνεμος έριξε το καράβι σου
Στον πέτρινο γιαλό μου που τα καράβια αποφεύγουν
Από τότε που για να δω κοντά καράβι τη θάλασσα ξεψαχνίζω
Με μάτια να γερνάνε πάντα χωρίς τύχη
Μοναχός στο βράχο μου επάνω με τα όρνια μου
Σύννεφο φτερωτό ανάμεσα σε μάτι κι ουρανό
Που περιμένει υπομονετικά τη σάρκα μου να φθαρεί
Ή ψάχνει για ό,τι περίσσεψε από καράβι
Επιπλέοντας να κρατηθώ έξω απ’ την κοιλιά
Των ψαριών, εγώ ή ό,τι περίσσεψε από μένα.
Ρούχο Έλληνα φοράς, που εγώ το φόρεσα.
Κάτω απ’ το ρούχο του Έλληνα, Έλληνας θα ’ναι.
Ή μήπως και καθάρισες κάποιον Έλληνα, φίλε;
Γιατί φίλο σε ονομάζω, αν απ’ το χέρι σου
Πέθανε Έλληνας και για το λόγο που ’χες, δεν ρωτάω
Έλληνας ήταν αυτός, λόγος άλλος δε χρειάζεται.
Αν εμένα τον ίδιο με στείλεις να κατοικήσω στις σκιές
Είμαι Έλληνας, δε χρειάζεται άλλος λόγος.
Κι εγώ ο ίδιος θα ’μαι αυτός που θάνατο θα δώσει
Αν είσαι αυτό που δείχνει το ρούχο σου: Έλληνας.
Γιατί Έλληνες με πετάξαν πάνω στην πέτρα, σ’ αλάτι
Εμένα τόσο πληγωμένο στην υπηρεσία τους
Κι όχι πλέον ικανό για υπηρεσία με τέτοια πληγή
Κι αυτοί οι Έλληνες το κοίταζαν κι ούτε που κίνησαν το χέρι.
Νά τί απόμεινε απ’ το ρούχο στο κλίμα της εξορίας
Με τα μάτια σου βλέπεις τί απ’ τον Έλληνα απέμεινε
Ένα πτώμα που τρέφεται από τον τάφο του.
Ο τάφος μου έχει χώρο για παραπάνω από το πτώμα μου
Πριν να σε καταλάβω από τον τελευταίο σου ήχο
Όταν το βέλος μου θα σε ρωτάει, είσαι Έλληνας;
Η σιωπή σου λέει, είσαι και το τόξο τεντώνει.
Πέθανε λοιπόν και τάισε τα όρνια, την τροφή μου,
Μια πρόγευση στα ράμφη από τη σάρκα μου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Με τραχιά γλώσσα μιλάς στον καλεσμένο
Σε τραχύ γεύμα με τεντωμένο τόξο καλείς
Τον πεινασμένο μετά από μακρύ θαλασσινό ταξίδι.
Στενό κρεβάτι για φιλοξενία είν’ η κοιλιά των όρνιων.
Αν ήξερα πως εδώ με τόξα τον καλεσμένο
Περιποιούνται και τα πουλιά με τη σάρκα του
Θα γύριζα απαρατήρητος από έναν τέτοιο ξενοδόχο
Την πλώρη στην αρμυρή θάλασσα, περισσότερο φιλόξενη,
Το νησί σου θα άφηνα σε σένα, εσένα στο νησί σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ήχος, που μου ’ταν αγαπητός. Γλώσσα, πολύ καιρό στερημένη.
Μ’ αυτήν έβγαλα την πρώτη λέξη απ’ το στόμα μου
Μ’ αυτήν τους χίλιους μου κωπηλάτες παρότρυνα
Τα χίλια δόρατα στη μάχη οδηγούσα.
Μισητή τόσο πολύ καιρό όσο και στερημένη. Κι ακόμη πιο πολύ.
Για καιρό την άκουγα μόνο από το στόμα μου
Όταν ο πόνος μού ξερίζωνε μέσ’ απ’ τα δόντια την κραυγή.
Μ’ απάθεια οι βράχοι πίσω τον έστελναν
Με τη φωνή μου πολλαπλή, στ’ αυτί μου.
Τ’ αυτί μου ποθεί μιαν άλλη φωνή.
Ζήσε λοιπόν, γιατί έχεις μια φωνή
Μίλα, Έλληνα. Μίλα για μένα τα χειρότερα, μίλα
Για τους εχθρούς μου καλά. Ό,τι θέλεις.
Πες ψέματα, Έλληνα. Πάρα πολύ καιρό δεν έχω ακούσει ψέμα.
Πού είναι αραγμένο το καράβι σου; Από πού έρχεσαι; Για πού;
Με ποιάν αποστολή; Έχεις αποστολή;
Ξέρεις τί στέκει μπρος σου, ξένο απέναντι στον εαυτό του
Σ’ ένα ποδάρι πάνω, τ’ άλλο ολόκληρο σάπιο κρέας;
Στους εχθρούς μου ανάμεσα, δεν σ’ είδα
Και βέβαια αμούστακος εσύ δεν κουβαλάς τα όπλα
Τόσο καιρό όσο κουβαλάω εγώ το μαύρο πόδι.
Όμως το ξέρω, οι γλώσσες τους είναι επιτήδειες
Τόσο που και τη σκιά της σκιάς μου να μαυρίζουν
Ακόμη κι εκείνη των αγέννητων και των πεθαμένων.
Λέγε, τί ψέματα σου ανέθεσαν
Σε τί έγκλημα το χέρι σου δανείζεις;
Αν οι φονιάδες μου βρίσκουν πάρα πολύ το χρόνο μου
Μήπως εσύ σαν αιμοβόρο σκυλί πίσω από το κόκκινο χνάρι
Έρχεσαι το πολυχτυπημένο αγρίμι να ξεκάνεις
Πριν αυτό να ξεσκίσει το λαρύγγι των σκυλιών τους;
Πνοή για την αλήθεια θέλω να σ’ αφήσω.
Κατά τρεις λέξεις ας μακρύνει η ζωή σου. Πες τες.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ξένος μού είσαι, η δυστυχία σου άγνωστη.
Αθώο στα όρνια θα μ’ έδινε το βέλος σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σώπα, Έλληνα, πριν τη φωνή σου ξεριζώσω.
Μπορεί και να μην ξέρεις πού σε παρέσυρε η τρικυμία.
Γνωρίζοντας το νησί και μένα καλά με γνωρίζεις.
Με μια πνοή τα ονόματά μας μαζί τα λένε
Και κάθε λιθάρι έχει πνοή να τα φωνάξει.
Απόλυτος κυρίαρχός του είμαι και σκλάβος του
Αλυσοδεμένος σ’ αυτό με την άρρηκτη
Αλυσίδα της αλμύρας που γαλάζια μας περιζώνει
Εμένα, τον Φιλοκτήτη και τη Λήμνο, το νησί μου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Για τη Λήμνο έχω ακούσει να λένε, για σένα ποτέ.
Και το ψέμα δεν συνηθίζεται στη Σκύρο.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Όμως μπορεί ένας των κοπαδιών κλέφτης και ψεύτης
Απ’ την Ιθάκη, που του πατέρα σου έκλεψε τα ζωντανά
Αφού τη μάνα σου φίλεψε σε φιλόξενο κρεβάτι
Να πλήρωσε με το σπέρμα του την κλοπή.
Κι από το σπόρο του ψεύτη φύτρωσε ένας ψεύτης
Ακόμη και στη Σκύρο: εσύ. Κάτω το χέρι από το δόρυ.
Γίνε αυτός που είσαι, ψεύτης, φονιάς, κλέφτης
Έχεις ένα καράβι, τίποτε άλλο δε χρειάζομαι από σένα
Και μια θέση στον πάγκο των κωπηλατών σου
Ή από κάτω. Έχεις ακόμη ένα καράβι;
Πάρε μου την ξένη χώρα από τα πόδια, Έλληνα
Πάρε μου τις σκιές των όρνιων μου από τα μάτια.
Ή μήπως έχει τσακίσει η τρικυμία το καράβι σου
Και πρέπει να μοιράζομαι με σένα τα πετούμενά μου
Και να εξαντλείται για μας το γεύμα
Από διπλή πείνα, πριν έρθει η ώρα του τάφου
Κι άταφοι να σαπίζουμε κάτω από τον ίδιο ήλιο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Του Αχιλλέα ο γιος είμαι, ο Νεοπτόλεμος.
Μ’ αποστολή από τη βαριά προσβεβλημένη τιμή μου
Σπίτι, στη Σκύρο πάω γυρίζοντας την πλάτη στην Τροία.
Φύλαξε το βέλος σου για τον εχθρό μου, ο εχθρός σου είναι
Από την Ιθάκη, όπου τα σκυλιά στέφουνε βασιλιάδες.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Καλωσόρισες στην τρέλα, γιε του Αχιλλέα.
Παρέσχες στους Έλληνες υπηρεσία;
Είναι δίκαιοι, σε τιμωρούν γι’ αυτό.
Τόσο τρελός μπορεί να είναι μόνο ο Έλληνας
Για να δίνει χέρι, Έλληνα ευεργετώντας.
Μίλα μου γι’ άλλα, πες μου πόσος είναι ο χρόνος μου
Πόσο κράτησε ο πόλεμος γύρω απ’ την πόλη του Πριάμου
Ποιόν απ’ τους προσφιλείς ή τους μισητούς σκεπάζει ο σωρός.
Γιατί εγώ έφυγα με τον πρώτο στόλο
Κι ηττήθηκα πριν απ’ την πρώτη μάχη, εκεί
Εκεί όπου κανένα δέντρο δε με βοηθούσε τα χρόνια να μετράω
Όπου ο ήλιος μονάχα τον ίδιο πάντα κύκλο κάνει
Με ίδια πάντα αλλαγή, τον δικό της κύκλο η σελήνη
Ανάμεσα στην τροχιά των απόμακρων άστρων
Αμετακίνητων για το μάτι πάνω στη μαύρη οδό.
Μετά από χίλιες φορές, κουράστηκα να μετράω
Τις ανατολές και τα βασιλέματα. Πες μου, πόσο καιρό
Ήμουνα ο εχθρός του εαυτού μου στον πόλεμό μου.
Στις επιθέσεις εναντίον μου, είχε αυτός όπλα φοβερότερα
Απ’ όσα είχαν για σας της Τροίας οι σιδηρόφρακτοι άνδρες.
Και το φοβερότερο για μένα δεν ήταν ο πόνος
Που έκανε το άρρωστο πόδι να με ρίχνει στη σκόνη.
Ο τρόμος μου ήταν: ο εχθρός μου που δεν έχει πρόσωπο.
Αν μπορούσα με τα μάτια μου να δω τον εαυτό μου
Με βέλη να καρφώσω στον ήλιο τον άνεμο
Που με κύματα μου λεκιάζει τη θάλασσα, τον καθρέφτη.
Μέσα στο μάτι των όρνιων ίσως να με έβλεπα
Όμως κοντά μου αρκετά τα φέρνει μονάχα το βέλος
Που ταυτόχρονα κάνει τυφλό το βλέμμα τους για το δικό μου.
Πριν από το θάνατο δεν θα μπορούσα να δω το πρόσωπό μου
Κι όχι περισσότερο απ’ όσο κρατάει ένα βλέφαρο.
Για τη στιγμή αυτή ευχαρίστως θα πέθαινα
Ευχαρίστως, για να βλέπω αργά τον εαυτό μου, τον αργό θάνατο.
Θα ήμουνα ο τελευταίος που με είδε
Πριν εξαφανιστώ μέσα στην πείνα των καλεσμένων μου.
Τ’ απομεινάρι, κόκαλα χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις
Στο ευμετάβλητο κλίμα γίνεται ελαφρότερο, σκόνη.
Ελαφριά πολύ, ο άνεμος γύρω τη σκορπάει, και τίποτε δε μένει.
Έχεις δυο μάτια, δείξε μου το πρόσωπό μου.
Μου παίρνεις το πρόσωπό μου με τα μάτια σου.
Πάρε μακριά τα μάτια σου, ψέματα λένε, Έλληνα.
Πάρε μακριά τα μάτια σου, πριν την εικόνα μου
Σου ξεσκάψω από τα μάτια σου με τα νύχια μου.
Ή μήπως το βλέμμα μου ψεύδεται κι ο ίδιος δεν είμαι
Παρά μόνο μνήμη δική μου μ’ εμένα παρελθόντα.
Κρατάς την αναπνοή σου όταν με πλησιάζεις.
Γι’ αυτό και το ξέρω: η βρόμα μου είναι πραγματική.
Πες μου τους νεκρούς και πες μου πόσος ο καιρός
Από τότε που, μέσα στον πυρετό από την πληγή,
Έβλεπα τον στόλο να χάνεται ασυγκράτητος,
Με βουητό που όλο και απομακρυνόταν,
Ο ίδιος εγώ όχι πια ορατός με κραυγή κιόλας μη ακουστή
Στ’ αυτί κιόλας το άλλο βουητό, πέρασμα
Από διπλές φτερούγες, που οργώνουν τον άνεμο,
Με αυλακιές αόρατες το αδιάλειπτο γαλάζιο.
Μη βιάζεσαι ν’ απαντήσεις. Και δέκα, κι εκατό
Να ’ναι τα χρόνια, κανείς θεός δεν τα μετακινάει,
Κανένα δάκρυ δεν κάνει τη σκόνη πάλι σάρκα.
Έτσι κι αλλιώς σάρκα καμιά δεν μου είναι τόσο αγαπητή.
Το μάτι μου έχει νερό μόνο για ένα πτώμα
Μια σάρκα ζει με τρία κεφάλια κι έξι γλώσσες
Νεκρή δε θα μ’ ευχαριστούσε να τη βλέπω, ακόμη λιγότερο
αν το σίδερο ήτανε τυχαίο, γιατί νεκρή δεν μπορώ
ο ίδιος εγώ για μια φορά ακόμη να τη σκοτώσω
κι ούτε για δυο φορές κι ούτε χίλιες κι ούτε
όσο κρατάει η ζωή της κι όσο η ζωή μου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Η πόλη δεν έχει αλωθεί, δέκα χρόνια κρατάει ο πόλεμος
Οι στρατηγοί ζουν, ο μισητός σε σένα και μένα,
Ο εχθρός μου και δικός σου, ο Ιθακήσιος, ζει
Νεκρός είν’ ο Αχιλλέας απ’ του Πάρη το βέλος, νεκρός
Αυτός που τον νεκρό μετέφερε έξω από τη μάχη, ο Αίας
Από τα ίδια του τα χέρια αυτός, με το δικό του το σπαθί.
Οι στρατηγοί όρισαν ένα έπαθλο για όποιον θα διέσωζε τον πεσόντα: την πανοπλία του
Ασπίδα, σπαθί και δόρυ, την περιουσία μου και κληρονομιά
Με την ελπίδα ότι ο πόλεμος που απέμεινε θ’ άνοιγε
Στο τείχος την τρύπα που καιρό είχαν προσπαθήσει
Κι έτσι ο νεκρός ακόμη θα τους βοηθούσε να νικήσουν.
Εκείνος με τις γυναίκες γύρω που χήρεψαν απ’ το σπαθί του,
Να κρώζουν πεσμένες πάνω του, στ’ ακρότατο βάθρο
Του τείχους, στόχος για πέτρα και σάλιο, κείτεται.
Ο Αίας τον σήκωσε, με πληγές το έπαθλο πλήρωσε
Όμως ο Οδυσσέας, ο Ιθακήσιος, έδρεψε
Με άβλαφτο χέρι τον καρπό από τις ξένες πληγές
Οι στρατηγοί τού άφησαν κάτι όχι δικό τους
Ούτε και δικό του, για τα βυζιά μιας σκλάβας.
Όταν ο εξαπατημένος την απάτη ξεφώνισε
Τα χέρια, ακόμη άδεια, και το κόκκινο τίμημα
Μπροστά στις σκηνές των απατεώνων εξέθεσε,
Το χλευασμό έφερε πίσω στη σκηνή του, ο ληστής
Με γλώσσα ροδάνι το δίκιο του καταχράστηκε.
Ο Αίας, θέλοντας την οργή του να σβήσει, ήπιε κρασί
Και στα κοπάδια ρίχτηκε, απ’ το κρασί τυφλωμένος
Νύχτα χτυπούσε, έκοβε κεφάλια, τα ζώα έσφαζε από το πλιάτσικο.
Στη φαντασία μέσα, έσφαζε εκείνον και τους ηγεμόνες.
Το πρωί είδε τον εαυτό του με τα μάτια τους
Φτιασιδωμένον με το αίμα των ζώων, στα χέρια κρέατα
Και τη δίψα ακόμη άσβεστη για το άλλο αίμα.
Βάδισε κατά τη θάλασσα, μόνος με σπαθί κόκκινο
Γύρω του χάχανα δυνατά από τα δυο στρατεύματα
Βάδισε, ξεπλύθηκε στ’ αφρισμένα ρηχά της ξένης, ξέπλυνε
Και το σπαθί του, με τη λαβή, το βοηθό του, το φύτεψε
Βαθιά στα ξενικά χώματα, πορεύτηκε τότε
Την ακτή ποτίζοντας με το ίδιο του το αίμα,
Πάνω απ’ το σπαθί του, τον μακρύ δρόμο προς το μαύρο.
Αυτά όλα συνέβησαν και πολλά, που δεν αξίζει να μάθεις
Όταν ακόμη στη Σκύρο εξασκόμουνα στ’ άλογα.
Εκεί, οι στρατηγοί, για να καλύψουν με μένα
Την τρύπα στο μέτωπο του πολέμου, τον Ιθακήσιο έστειλαν.
Με παρακάλια και λόγια γλυκά με τύλιξε αυτός
Κρύβοντας του νεκρού πατέρα ασπίδα, σπαθί και δόρυ,
Την κληρονομιά μου, από τον ληστεμένο εμένα, τη λεία του
Ώσπου στο δίχτυ του μέσα βρέθηκα, η Τροία στα μάτια μου
Ανέπαφη και χωρίς άκρη πίσω μου το πέλαγος
Και μ’ επίγνωση, κάτι που αυτοί υπολόγιζαν: πως αν με σπαθί αντιμετώπιζα
Την υπόθεσή μου, πριν το βήμα μας την εχθρική πέτρα κάνει κονιορτό
Η Τροία θα ’μενε όρθια και θα γκρέμιζε τις πόλεις μας.
Να βάλω σε τάξη την καρδιά μου ήταν αρκετά δύσκολο
Το μέτωπο παράτησα γιατί δεν ανεχόμουν άλλο
Στη μάχη να προχωρώ ώμο με ώμο μ’ εκείνον
Που από τη νεκρή γροθιά απέσπασε το δόρυ
Το σπαθί από την πλάτη, που την ασπίδα τράβηξε απ’ το στήθος
Από τη σκόνη εκείνου που με γέννησε όταν ήταν σάρκα
Κι ελπίζω όπως εσύ, ο εχθρός ν’ αφήσει σε μένα τον εχθρό.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Το μίσος σου ισχύει για τον εχθρό μου, το δικό μου για τον δικό σου
Κι αυτό που ακριβό ήταν και στους δυο μας, η σκόνη το σκεπάζει.
Προς την ακτή να κινηθούμε, εσύ έχεις ένα καράβι.
Στη Μήλο πήγαινέ με. Ας περιμένουμε, εσύ
Στην αμμουδιά σου, στη δικιά μου εγώ, ρωτώντας
Τη θάλασσα με δροσισμένα τα μάτια κάθε μέρα,
Για τον εχθρό μας. Ατάραχο να ’ναι γι’ αυτόν το ρεύμα,
Ευτυχισμένο το ταξίδι προς τον διπλό μας εναγκαλισμό.
Μουγκρίζει.
Έχεις ένα σπαθί, κόψε μου το πόδι, παιδί.
Ξανά έρχεται ο πόνος μου, το πουλί με τα μεγάλα νύχια
Τους κύκλους του κόβει ξανά μέσα στη σάρκα μου
Ο καλεσμένος μου με τον λίγο ύπνο, σηκώνεται
Να διασκεδάσει τον ξενοδόχο με την ίδια του την κραυγή.
Το πόδι κόψε μου, άνθρωπε, έχεις ένα σπαθί.
Ποιός έβαλε την πέτρα στο στήθος σου.
Δώσ’ μου το σπαθί σου, όσο το πόδι μού αφήνει
Ένα χέρι για να μπορώ να το κόψω με σπαθί.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Στον ώμο μου στηρίξου, δώσ’ μου το τόξο,
Ώσπου το σάπιο πόδι ξανά να σε κρατήσει.
Και τα βέλη, για να μη σε πληγώσουν
Όταν ο πόνος σου σε κάνει να σκύβεις πάνωθέ σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κάτω τα χέρια σου απ’ το τόξο μου, Έλληνα.
Ώσπου το πόδι να με ξανακρατήσει, μίλα μου για τη Μήλο
Όμορφη ανάμεσα στα νησιά για μένα όσο κανένα άλλο.
Πόσο καιρό δεν είδα το πράσινο
Όπου τα μελανά καράβια μας σκαλίζαμε.
Πόσο καιρό καταριόμουν εκείνον που το σκάλισμα άρχισε
Και το πρώτο βήμα έκανε, με καράβια ποδεμένο
Της εξορίας μου ο εφευρέτης, στου γυρισμού το δρόμο
Θα πρέπει τώρα να παινεθεί γι’ αυτό, και με το παραπάνω.
Πόσο καιρό ήμουνα σε μένα τον ίδιο και άντρας και γυναίκα
Σ’ ασυμφωνία με το φύλο, την άλλη πληγή
Και διέξοδος καμιά από τα δεσμά του κορμιού μου
Όταν ζευγάρωναν τα πουλιά στον αφρό
Του αλμυρού νερού που με κύματα αλλιώτικα πάντα
Αγκαλιάζει την κόκκινη πέτρα, το μπρούτο κρεβάτι μου.
Στη Μήλο πήγαινέ με, βόηθα το πόδι να πάω
Που δε θέλει να με πάει στον φίλτατο δρόμο.
Το χέρι σου δάνεισέ μου και για το τόξο μου, ώσπου
Για το χέρι μου σταθερό ξανά να γίνει το σταθερό.
Αυτό που μου δάνειζε φτερά στην πείνα, πιο γρήγορο
Από τα φτερά, που στα δόντια μου παρέδιδε τον ουρανό
Για βοσκή, τα σύννεφα στο άδραγμά μου,
Πριν από σένα δεν το ’δωσε σε κανέναν το χέρι μου
Από τότε που ο Ηρακλής στο χέρι μου το εναπόθεσε
Ανταμοιβή για την τελευταία υπηρεσία που αρνήθηκε ο γιος
Σ’ αυτόν που καιγόταν μες στο από τσουκνίδες πουκάμισο της γυναίκας:
Στον δικό του σωρό από ξύλα εγώ ήμουν που πέταξα το δαυλό
Όσα εκείνος δεν ήθελε πια να βλέπει, γη κι ουρανό,
Γυναίκα, παιδιά και τη φλεγόμενη δική του σάρκα
Από τα μάτια του τα πήρε, με μια ατέλειωτη φωτιά.
Τόξο που επαρκούσε, το θάνατό μου να παρατείνει
Ώσπου εσύ από θάνατο μακροχρόνιο με σήκωσες
Για τη ζωή, που θάνατο δε γνωρίζει πριν να ρθει το τέλος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
(παίρνει το τόξο)
Ω να μην είχα δει τη Λήμνο, μήτε την Τροία
Ω να μη είχα κάνει ούτ’ ένα βήμα στο δρόμο
Που απ’ τον εαυτό μου με χωρίζει, στα δυο
Με σχίζει σα σίδερο και με σχισιματιά κι από το σίδερο
Πιο φοβερή που χρόνος κανένας δε θεραπεύει.
Για πολύ δεν θα σου είναι ο δρόμος μου, ο πιο ακριβός.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Με πολλές λέξεις, μου λες μια λέξη.
Για δεύτερη φορά στα όρνια να με δώσεις θέλεις
Γιατί σου προκαλεί φρίκη η βρόμα της πληγής
Αυτή που στα όρνια την πρώτη φορά με παρέδωσε.
Το τόξο μου δώσ’ μου απ’ το χέρι και φύγε.
Κάνε οικονομία στο καράβι σου το άβολο φορτίο
Στ’ αυτιά σου τον κακόηχο των πόνων μου.
Θέλω να ξεχάσω ότι σε είδα.
Ο ίσκιος μιας σκιάς πέρασε
Μια εικόνα αέρα που κλώσησε ο ήλιος
Ακόλαστος πάνω στην πέτρα το μεσημέρι.
Ή ο παφλασμός των κυμάτων μού μίλησε
Με φωνή ανθρώπινη, ή ένα όρνιο
Που μπροστά στην Τροία είχε φάει έναν Έλληνα,
Ξέρασε τη φωνή του κι αυτή φλυαρούσε ακόμη.
Το τόξο, φωνή, πριν σε προφτάσει ο χρόνος.
Δέκα χρόνια μακριά σας, στη δική σας σχολή
Μαθήτευσα. Παραήταν σύντομη η διδασκαλία.
Άφησέ με μονάχο πάλι, στα όρνια μου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Για πολλή ώρα ακόμη ψέματα δε θα λέω. Άκου την αλήθεια.
Χωρίς τους δικούς σου άνδρες δεν πέφτει στα χέρια μας η πόλη,
Η Τροία, κι ο λόγος σου είναι το μόνο που τους άνδρες σου
Κρατάει στον πόλεμό μας. Για να σε οδηγήσω στην Τροία
Από μιαν αθλιότητα μακρόχρονη σε μια δόξα μακραίωνη,
τη θάλασσα έχω οργώσει, παρά τη θέλησή μου εξαπάτησα εκείνον
Που εξαπατούσαν καιρό, πολύ εξαπατημένος κι εγώ
Όμως άλλος δρόμος δεν υπήρχε, καθήκον το ψέμα.
Άκου τώρα, παρά τη θέλησή σου, όλη την αλήθεια, της Λήμνου
Εσύ ο άνδρας, κι εγώ παρά τη θέλησή μου στη γλώσσα την κρατούσα:
Ο Οδυσσέας περιμένει στην αμμουδιά, ο εχθρός σου και δικός μου.
Γιατί εδώ είπα ψέματα: μόλις η Τροία πέσει, αυτός
Θα πεθάνει από το χέρι μου, από τα χέρια μας, αν θέλεις.
Βοηθάς να τελειώνουμε πιο γρήγορα με τον πόλεμο και μ’ αυτόν
Ακολουθώντας μας στη μάχη που το μπράτσο σου χρειάζεται
Και τη φωνή σου, χίλια μπράτσα ισχυρή.
Το άρρωστο πόδι στην Τροία ο Ασκληπιός θα το γιατρέψει.
Έλα λοιπόν, καίει μέσα στο χέρι μου το τόξο σου
Που από την αδυναμία σου κερδήθηκε με τόση πονηριά.

[…]

Heiner Müller. 2008. Φιλοκτήτης. Μετ. Ελένης Βαροπούλου. Αθήνα: Άγρα. Τίτλος πρωτοτύπου: "Philoktet". Sinn und Form (1965).