Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Claude Mossé

Έγκλημα στην αρχαία Αγορά

Μετάφραση: Ευδοξία Δελλή

(απόσπασμα)


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ύβρις κατά του Δημοσθένη


Εκείνο τον καιρό, η Αθήνα ήταν ακόμη ισχυρή. Είχαμε, βεβαίως, χάσει ένα μέρος της επικράτειάς μας αφότου ορισμένοι σύμμαχοί μας ξεσηκώθηκαν κατά της πόλεώς μας με τη στήριξη του σατράπη της Καρίας, του ονομαστού Μαυσώλου. Κατείχαμε, ωστόσο, έναν σημαντικό στόλο, ο οποίος όργωνε το Αιγαίο προστατεύοντας τα εμπορικά πλοία που μετέφεραν στον Πειραιά το απαραίτητο στην πόλη μας σιτάρι. Τα μεταλλεία του Λαυρίου λειτουργούσαν πυρετωδώς και το νόμισμά μας με την εγχάρακτη γλαύκα της Αθηνάς ήταν παντού περιζήτητο.

Αν και αναγκαστήκαμε, εξαιτίας των οικονομικών δυσχερειών, να εγκαταλείψουμε τα σχέδιά μας για την κατασκευή νέων δημόσιων έργων, η πόλη εξακολουθούσε να είναι όμορφη χάρη στα επιβλητικά μνημεία της Ακροπόλεως, απ’ τα οποία ιδιαιτέρως ξεχώριζε ο ναός της πολιούχου θεάς, που φιλοξενούσε το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα του γλύπτη Φειδία. Λίγο νωρίτερα, εξάλλου, μερικοί εύποροι συμπολίτες, που έδειχναν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την προσωπική τους άνεση, είχαν χτίσει περίλαμπρα σπίτια σε ορισμένες συνοικίες της περιφέρειας. Στο κέντρο, όμως, της πόλεως, επικρατούσε μονίμως αταξία, εκεί, μέσα στα στενά σοκάκια, γύρω από την Αγορά, απ’ όπου περνούσαν οι πολίτες και συνωστίζονταν προκειμένου να παραβρεθούν στις δραματικές παραστάσεις της τρίτης ημέρας των Μεγάλων Διονυσίων.

Τα Διονύσια είναι μία από τις σπουδαιότερες γιορτές του θρησκευτικού μας εορτολογίου. Τιμούμε τον Διόνυσο, τον θεό της Αμπέλου και της Βλαστήσεως, με θυσίες και λιτανείες. Η τρίτη, όμως, μέρα καθώς και οι επόμενες αφιερώνονται στο θέατρο. Από πρωίας μέχρι νυκτός, οι πολίτες σπεύδουν να θαυμάσουν τους ηθοποιούς που ενσαρκώνουν τους θρυλικούς ήρωες του παρελθόντος και τις φοβερές τους περιπέτειες. Τον καιρό του παππού μου, κάθε χρονιά παρουσιάζονταν καινούρια έργα στους δραματικούς αγώνες. Σήμερα, η ποιητική φλέβα έχει στερέψει και για να μην παρουσιάζουμε μέτρια έργα, επαναλαμβάνουμε τις αριστουργηματικές τραγωδίες του παρελθόντος. Το ίδιο συμβαίνει και με τους κωμικούς συγγραφείς, που συναγωνίζονται την τελευταία μέρα των Διονυσίων: κανείς τους δεν φθάνει τον Αριστοφάνη ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι. Ο παππούς μου τον θαύμαζε, διότι εξέφραζε ευθαρσώς τις ανομολόγητες σκέψεις των περισσοτέρων.

Μόλις μπήκα στο θέατρο μαζί με τους φίλους μου, πληροφορήθηκα ότι ο διάσημος ρήτορας Δημοσθένης είχε αναλάβει μια χορηγία.

«Τον επέλεξε η φυλή του, η φυλή της Πανδιωνίδος, κι εκείνος δέχτηκε αμέσως. Νά τι μας κάνει διαφορετικούς από εκείνους τους πλούσιους που σκέφτονται μόνο πώς θα ξεφύγουν από τις λειτουργίες!»

Αυτός που μιλούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν ο ξάδερφός μου ο Νικόστρατος. Είχαμε περίπου την ίδια ηλικία, αλλά όσο σίγουρος για τον εαυτό του ήταν εκείνος τόσο αβέβαιος ήμουν εγώ.

«Επιπλέον, δεν λογάριασε διόλου τη δαπάνη. Διάλεξε τους καλύτερους αυλητές και έντυσε τα μέλη του χορού με βαρύτιμες στολές. Ελπίζω να κερδίσει το βραβείο».

«Έχει αξιόλογους αντιπάλους;», ρώτησε ένας από τους φίλους μου.

«Πρώτο και κύριο τον Μειδία».

«Άρα προμηνύεται καταιγίδα!»

Η αυθόρμητη σκέψη του φίλου μας αποδείχτηκε προφητική· η συνέχεια τον δικαίωσε, διότι λίγο αργότερα δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή. Με το πέρας της παραστάσεως ήρθε η στιγμή της απονομής του βραβείου στους καλύτερους χορηγούς. Ο Δημοσθένης στεφανωμένος, όπως απαιτούσε η τελετή, στεκόταν ανάμεσά τους. Τη στιγμή που οι άρχοντες, συνοδευόμενοι από τους κριτές, έπαιρναν θέση για την απονομή, είδα τον Μειδία να σπεύδει βιαστικά στην ορχήστρα και να πολιορκεί τους κριτές που ετοιμάζονταν να δώσουν τον όρκο. Προσπαθούσε να ξεσηκώσει τους άλλους χορηγούς εναντίον του Δημοσθένη φωνάζοντας δυνατά. Δεν άκουγα τι ακριβώς έλεγε, αλλά ξαφνικά πλησίασε τον Δημοσθένη, σήκωσε το χέρι του και τον χαστούκισε με δύναμη. Φωνές αποδοκιμασίας ηχούσαν από παντού και χρειάστηκε να επέμβουν οι αστυνόμοι, με εντολή των αρχόντων, ώστε να αποκατασταθεί η τάξη. Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων έγινε μέσα σε βαρύ κλίμα απειλητικής σιωπής. Ο χορός του Δημοσθένη που ήταν, κατά τη γνώμη μου, ο καλύτερος, δεν πήρε τελικώς το βραβείο.

Το βράδυ, μετά την παράσταση, στα πέριξ της Αγοράς καταστήματα άναψαν ζωηρές συζητήσεις με αφορμή εκείνο το συμβάν. Ο Δημοσθένης, σίγουρα, δεν θα έμενε με σταυρωμένα τα χέρια. Η ανάρμοστη συμπεριφορά του Μειδία κατά τη διάρκεια του θρησκευτικού εορτασμού, ενώπιον του λαού και των ξένων πρεσβευτών —επίτιμων προσκεκλημένων της πόλεως—, δεν έπρεπε να μείνει ατιμώρητη. Ανάμεσα στους σφοδρούς επικριτές του Μειδία ήταν, προφανώς, κι ο Νικόστρατος. Βρεθήκαμε όλοι, με τη συντροφιά μας, στο εργαστήριο του χρυσοχόου, του Παμμένη, ο οποίος είχε ετοιμάσει τα χρυσά στεφάνια που ο Δημοσθένης τού είχε παραγγείλει για τους ηθοποιούς. Ο Παμμένης ήταν φημισμένος για την εντιμότητά του και το εργαστήριό του στην Αγορά ήταν στέκι για όσους αγαπούσαν τις συζητήσεις.

«Είμαι έτοιμος να καταθέσω ως μάρτυρας», έλεγε ο Νικόστρατος. «Η στάση του Μειδία είναι κυριολεκτικά εξοργιστική. Καταδιώκει συνεχώς τον Δημοσθένη». «Παρόμοια φέρθηκε και σε μένα», αναφώνησε ο Παμμένης. «Είχα τελειώσει την παραγγελία του Δημοσθένη όταν εισέβαλε εδώ, μαζί με κάποιους φίλους του. Ξέσκισε τη στολή που επρόκειτο να φορέσει ο Δημοσθένης και χάλασε το στεφάνι. Είδα κι έπαθα να τον βγάλω από το εργαστήριό μου».

Ένας άγνωστος άνδρας, ντυμένος φτωχικά, ο οποίος δεν είχε πει λέξη μέχρι εκείνη τη στιγμή, παρενέβη με τη σειρά του:

«Ξέρω καλά τι είδους άνθρωπος είναι ο Μειδίας. Μου στέρησε τα πολιτικά μου δικαιώματα, καταδικάζοντάς με σε ατιμία, γιατί όταν η πόλη με διόρισε διαιτητή στην αντιδικία του με τον Δημοσθένη, τον καταδίκασα ερήμην του».

Αναγνώρισα, τότε, τον Στράτωνα, τον δημόσιο διαιτητή που ο Μειδίας είχε καταφέρει να καταδικάσει άδικα. Ετοιμαζόμουν να παρέμβω στην κουβέντα όταν ο Νικόστρατος πήρε τον λόγο με τη χαρακτηριστική του σφοδρότητα:

«Για δέστε αυτούς τους πλούσιους που πιστεύουν ότι όλα τους επιτρέπονται θεωρώντας ότι οι νόμοι δεν φτιάχτηκαν γι’ αυτούς, ότι μπορούν να τους αψηφούν ατιμωρητί! Είδατε το σπίτι που έκτισε στην Ελευσίνα; Αληθινό παλάτι! Και το άρμα με τα λευκά άλογα από τη Σικυώνα! Έχετε δει τη γυναίκα του πώς καμαρώνει μέσα στο αμάξι όταν πηγαίνει στη γιορτή των Ελευσινίων! Κι ας μη μιλήσουμε για τους αμφορείς και τα αγγεία που στοιβάζονται στο σπίτι του!»

Κρυφοδιασκέδαζα ακούγοντας τον ξάδερφό μου να λοιδορεί τους πλούσιους. Είχε κι ο ίδιος κληρονομήσει από τον πατέρα του και θείο μου μεγάλη περιουσία. Η οικογένειά μας δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από αυτήν του Μειδία. Είμαι όμως γεγονός ότι ο πατέρας μου, ο Αριστοκράτης, κι ο θείος μου, ο Ανθεμίων, διαχειρίστηκαν τα αγαθά τους με σύνεση αποφεύγοντας τις περιττές δαπάνες στις οποίες επιδίδονται οι νεόπλουτοι θέλοντας να δείξουν ότι είναι υπεράνω κάθε κοινού θνητού. Μόνον ο άλλος θείος μου, ο Διόγνητος, διαχειρίστηκε ασυλλόγιστα την περιουσία που κληρονόμησε από τον παππού. Στην οικογένεια συζητείτο κατά καιρούς ότι από τότε που έμεινε χήρος, σπαταλούσε την περιουσία του τριγυρνώντας με εταίρες κι ασχολούμενος με λίγο πολύ βρόμικες υποθέσεις.

Ήταν ο μοναδικός από τους τρεις γιους του παππού που ζούσε ακόμη. Ήταν τόσο κακεντρεχής και ζηλόφθονος, ώστε ο αδερφός μου κι εγώ αποφεύγαμε να τον συναντούμε.

Καθώς η σκέψη μου περιπλανιόταν, ο διάλογος συνεχιζόταν με την ίδια ένταση στο εργαστήριο του χρυσοχόου. Από την περιουσία του Μειδία και τις προκλητικές σπατάλες του, η συζήτηση πέρασε στην πολιτική του δύναμη.

«Είναι φίλος του Εύβουλου, ξέρει ότι μπορεί να υπολογίζει στη βοήθειά του», βεβαίωνε ένας άνδρας κάποιας ηλικίας, ο οποίος δεν είχε ξαναπάρει τον λόγο. «Εάν ο Δημοσθένης καταγγείλει τον Μειδία, όλοι οι φίλοι του Εύβουλου —ο Πολύευκτος, ο Τιμοκράτης, ο Ευκτήμων— θα τρέξουν να τον υποστηρίξουν. Θα υπερτονίσουν τις δαπάνες που έκανε για τον λαό και θα του πλέξουν το εγκώμιο για την τριήρη που χάρισε στην πόλη. Δεν θα διστάσει να φέρει στο δικαστήριο όλο του το σόι, μέχρι και τα παιδιά του, για να προκαλέσει τον οίκτο των δικαστών. Ο άνθρωπος είναι επιτήδειος και ξέρει να ξεγλιστράει».

Ξαφνικά έπεσε σιωπή. Αναγνώρισα στο πρόσωπο που μόλις έμπαινε στο εργαστήριο τον Δημοσθένη. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω του ανυπόμονοι να μάθουν τι θα έλεγε. Γνώριζα λίγο την ιστορία του. Είχε χάσει τον πατέρα του όταν ήταν ακριβώς επτά χρόνων. Ο πατέρας του λεγόταν κι αυτός Δημοσθένης. Ήταν πλούσιος. Είχε δύο εργαστήρια με δούλους, το ένα κατασκεύαζε κρεβάτια και το άλλο μαχαίρια. Είχε φροντίσει, πριν πεθάνει, να εξασφαλίσει τη γυναίκα του —ορίζοντας ως σύζυγό της τον ανιψιό του, τον Άφοβο— και προνόησε για τον γάμο της κόρης του, που ήταν τότε μόλις πέντε χρόνων. Έδωσε και στις δύο μεγάλες προίκες. Όμως η επιλογή των κηδεμόνων της γυναίκας του και των παιδιών του αποδείχτηκε καταστροφική διότι εκείνοι, κυρίως ο Άφοβος, βιάστηκαν να καταχραστούν την περιουσία την οποία όφειλαν να διαχειρίζονται μέχρι την ενηλικίωση του αγοριού. Ευτυχώς για τη νεαρή χήρα, την περιμάζεψε ο αδερφός της. Ο Δημοσθένης, όμως, δεν μπόρεσε να μορφωθεί, όπως η περιουσία του λογικά θα το επέτρεπε, παρακολουθώντας τα πανάκριβα μαθήματα ενός ρήτορα, σαν τον Ισοκράτη, όπως έκαναν όλοι όσοι ονειρεύονταν να σταδιοδρομήσουν στην πολιτική. Λέγεται ότι ο Δημοσθένης ήταν συνεσταλμένος κι αδέξιος, και ότι, για να εξασκηθεί για τις δημόσιες αγορεύσεις του ενώπιον του λαού, έτρεχε κατά μήκος της φαληρικής ακτής με χαλίκια στο στόμα. Πρέπει να ήταν τότε γύρω στα σαράντα. Είχε καθιερωθεί από καιρό ως ένας από τους λαοφιλέστερους ρήτορες. Μνημόνευσα ήδη τις προηγούμενες διενέξεις του με τον Μειδία. Το γεγονός ότι ο Δημοσθένης ήταν φίλος του Εύβουλου, δεν είχε αμβλύνει τις αντιθέσεις τους. Ο Δημοσθένης, πράγματι, ενώ στην αρχή της σταδιοδρομίας του συμμεριζόταν τις απόψεις του πανίσχυρου Εύβουλου, απομακρύνθηκε από αυτόν όταν έκρινε ότι η ειρηνόφιλη πολιτική του θα αποδυνάμωνε την πόλη μπροστά στις φιλοδοξίες του μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου. Συνεπώς, η υπόθεση μπορούσε να πάρει πολιτική τροπή.

Ενώ εγώ θυμόμουν τα περασμένα, ο Δημοσθένης εξηγούσε την πρόθεσή του να μηνύσει τον Μειδία.

«Φοβάμαι μόνο πως, ακόμη κι αν η μήνυση γίνει δεκτή και η υπόθεση φθάσει στο ακροατήριο, ο Μειδίας θα προσπαθήσει να πιέσει τους δικαστές, χρησιμοποιώντας όλη την εφεδρεία γνωστών και φίλων για να καταθέσουν υπέρ του. Είναι αλήθεια ότι οι πλούσιοι πιστεύουν πως μπορούν να εξαγοράσουν τον κόσμο όλο με τα χρήματά τους. Κι έπειτα, ο Μειδίας γνωρίζει καλά ότι μπορεί να βασίζεται στη στήριξη του Εύβουλου. Βέβαια ο Εύβουλος είναι έντιμος· το απέδειξε πολλάκις. Ξέρω όμως ότι δεν εγκρίνει τις θέσεις μου εναντίον του Φιλίππου».

«Υποψιάζεσαι ότι είναι πράκτορας του Φιλίππου;», ρώτησε ένας από τους παρισταμένους.

«Όχι φυσικά. Αντιλαμβάνεται, όμως, ότι η πολιτική που υπερασπίζομαι απαιτεί να μην ξοδεύονται όλα τα χρήματα της πόλεως για το ταμείο θεωρικών —το οποίο ο ίδιος διαχειρίζεται— αλλά, τουναντίον, να δοθεί το πλεόνασμα του προϋπολογισμού στο πολεμικό ταμείο ώστε τα στρατηγεία μας να είναι σε θέση να πληρώνουν τους στρατιώτες τους. Κι αυτό ο Εύβουλος δεν το θέλει. Κάτι γνωρίζει σχετικά ο δύστυχος Απολλόδωρος!»

Θυμόμουν εκείνη την πρόσφατη υπόθεση. Ο Δημοσθένης δεν είχε προτείνει ο ίδιος να αποδοθούν οι πόροι του ταμείου των θεωρικών στο στρατιωτικό ταμείο, αλλά ανέθεσε το εγχείρημα στον φίλο του Απολλόδωρο, τον γιο του τραπεζίτη Πασίωνα.

Όλοι όσοι περιέβαλαν τον Δημοσθένη, του ορκίζονταν πως μπορούσε να βασιστεί σ’ αυτούς και στις μαρτυρίες τους. Δεν έπρεπε, έλεγαν, να αφήσουμε τον Μειδία και τους ομοίους του να δρουν ατιμώρητα, και να παραβιάζουν τους νόμους της πόλεως. Φυσικά, ο Νικόστρατος ήταν ο πιο θυελλώδης. Τον θαύμαζα για το πάθος του. Ομολογώ, από τη μεριά μου, ότι αν και συμμετείχα κανονικά στην εκκλησία του δήμου, αρκούμην συνήθως στην ακρόαση των ρητόρων. Όχι ότι δεν με ενδιέφερε η τύχη της πόλεως, αλλά δεν είχα πολιτικές φιλοδοξίες. Μοναδικός μου σκοπός ήταν η επωφελής εκμετάλλευση της κτηματικής περιουσίας που είχα κληρονομήσει από τον πατέρα μου —μαζί με τον αδερφό μου— και η ήσυχη ζωή δίπλα στην ξαδέρφη μου που σύντομα θα παντρευόμουν. Οι πατέρες μας είχαν προνοήσει γι’ αυτόν τον γάμο που ενίσχυε την ενότητα της οικογένειας. Όταν ο Νικόστρατος έγινε κηδεμόνας της αδερφής του, μετά τον θάνατο του πατέρα του, μας αρραβώνιασε δίνοντας στην αδερφή του προίκα οχτώ χιλιάδων δραχμών. Ήθελα να ήταν κι ο πατέρας μου στον γάμο. Δυστυχώς, πέθανε λίγους μήνες νωρίτερα, με αποτέλεσμα να αλλάξει το ύφος της τελετής. Καθώς η περίοδος του πένθους είχε περάσει, ατένιζα το μέλλον με αισιοδοξία. Έτσι, αν και συμμεριζόμουν τον θαυμασμό του Νικόστρατου για τον Δημοσθένη, δεν ήμουν εντούτοις διατεθειμένος να στρατευθώ στο πλευρό του. Για να λέμε την αλήθεια, δεν επιθυμούσα όπως πολλοί νέοι της ηλικίας μου, να περάσω τη ζωή μου μαχόμενος στις θάλασσες με το πρόσχημα να ξαναδώσω στην πόλη το περασμένο της μεγαλείο.

Αν και είχε μπει η άνοιξη, έκανε ακόμη ψύχρα σαν έπεφτε το σκοτάδι. Άφησα τον Νικόστρατο και τους φίλους μου και επέστρεψα στο σπίτι μου στη Μελίτη. Η ηλικιωμένη παραμάνα μου —η οποία μου δόθηκε κατά τη διανομή της πατρικής περιουσίας ανάμεσα σε εμένα και τον αδερφό μου— με περίμενε στο κεφαλόσκαλο. Αν και της είχα χαρίσει την ελευθερία της, εκείνη δεν θέλησε να με εγκαταλείψει. Φρόντιζε, με ζήλο, να ξεκουράζομαι προσφέροντάς μου τις υπηρεσίες της. Ανυπομονούσε να υποδεχτεί στο σπίτι μας την ξαδέρφη μου και μελλοντική σύζυγό μου, ενώ ήδη ονειρευόταν τις φροντίδες που θα πρόσφερε αφειδώς στα παιδιά μας.

Μετά από ένα σύντομο και λιτό γεύμα, έπεσα στο κρεβάτι και λησμόνησα αμέσως την υπόθεση του Μειδία. Ένας φίλος, που παρακολουθούσε τα μαθήματα του Πλάτωνα στην Ακαδημία, μου είχε δανείσει τις σημειώσεις που κρατούσε ακούγοντάς τον. Αποκοιμήθηκα ονειρευόμενος την ιδανική πολιτεία όπου θα βασίλευε η δικαιοσύνη, αδιαφορώντας για τις φωνές των μεθυσμένων που διέσχιζαν τους δρόμους της πόλης γιορτάζοντας πανηγυρικά τον Διόνυσο, όπως του άρμοζε.

[...]


Claude Mossé. 1997. Έγκλημα στην αρχαία αγορά. Μετ. Ευδοξία Δελλή. Αθήνα: Θεμέλιο. Τίτλος πρωτοτύπου: Meurtres sur l’agora (Paris: Éditions Calmann-Lévy, 1995).