Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Jean Moréas

Ιφιγένεια εν Αυλίδι

Μετάφραση: Λέαντρος Παλαμάς

(αποσπάσματα)

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΧΟΡΟΣ
Πιο πέρα απ’ την πατρίδα μου Χαλκίδα,
Περνώντας τ’ αφρισμένο το στενό,
Κάποιο καράβι μ’ έφερεν εδώ
Στ’ αμμουδιασμένο τ’ ακρογιάλι κι είδα
Τους ήρωες να ’χουν συντυχιά μεγάλη
Στης Αυλίδας την ακροπελαγιά,
Άλλοι με τα σγουρόμαυρα μαλλιά
Κι άλλοι με τ’ ασπρισμένο το κεφάλι.
Ένας κρατεί τα βέλη του εκεί πέρα,
Τί περικεφαλαίες λαμπρές, και τί
Θύσανοι π’ ανεμίζουν στον αγέρα!
Απ’ τους ήρωες καθένας τους πηγαίνει
—Τα ταίρια μας μάς το ’χουν διηγηθεί—
Να ξαναπάρει στης Ασίας τη γη
Τη Ρήγισσα, την όμορφην Ελένη,
Που το βοσκό τον Πάρην είχε κάμει.
Τις άσβηστες ανάβοντας φωτιές,
Να την κλέψει στις ακροποταμιές
Του Ευρώτα που φουντώνει το καλάμι.

Η καρδιά μου χτυπούσε· τη θωριά μου
Την είχε βάψει κόκκινη η ντροπή,
Στης Αρτέμιδας τ’ άλσος, απ’ εκεί
Σαν έφερνα γοργά τα βήματά μου.
Κι είδα! Των Μυκηνών τον άρχοντα είδα
Με το Μενέλαο τον αδερφό,
Της Ελένης τον πρώτο τον καλό,
Τον Πρωτεσίλαο και το Νέστορα είδα.
Τον Οδυσσέα, τον Ιδομενέα,
Το Μυριόνη, τον Πάτροκλο θωρώ,
Και τον Αία, του Τελαμώνα γιο,
Και τον άλλο, το γιο του Οϊλέα.
Κι ακόμα, στου γιαλιού κατά τα μέρη,
Στ’ άρμα κοντά να στέκει νικητής,
Του Χείρονα του δικαίου μαθητής,
Τον Αχιλλέα, στο δρόμο δίχως ταίρι,
Που την πολεμικήν αρματωσιά του
Πίσω ζωσμένη αν έφερνε κι εμπρός,
Τον κύκλο σα δοκίμαζε γοργός,
Γοργός ξεπέρναγε και τ’ άλογά του!

[…]

ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ

ΧΟΡΟΣ
Κοντά στο γοργοτάξιδο Σιμόεντα
Με τ’ αφριστά νερά,
Μες στα καράβια τους, φορώντας τ’ άρματα
τ’ αστραφτερά,

Οι βασιλιάδες θά ’ρθουνε που ολόκληρος
Δοξάζει ένας λαός,
Ήρωες, θνητός που σμίγει κάποιος μέσα τους
Κι ένας Θεός.

Και θά ’ρθουνε μαζί να ξαναπάρουνε
Την αδερφή μ’ αυτούς
Των Διοσκούρων, που υψώνονται φωτόβολοι
Στους ουρανούς.

Του μεγαλόψυχου Έχτορα ανωφέλευτη
Θα ’ν’ η παλικαριά,
Κι ο Αινείας κι ό,τι κι αν πράξουνε τ’ Αντήνορα
Τ’ άξια παιδιά.

*

Ο Αιακίδης ρίχνεται ανατάραχα
Στη δίνη των μαχών,
Σαν το θεριό που το κοπάδι μάχεται
Των βουβαλιών.

Επιδέξια κι ο Αίας ο πλατύστερνος
Γνωρίζει να χτυπά
Με τα κυματιστά του τα σαϊτέματα·
Με σαϊτιά.

Ξέρει κι ο Τεύκρος ν’ αψηφά πολύτροπη
Των πύργων τα ύψη, εκεί
Που ο Φοίβος την Κασσάντρα αναταράζοντας
Τη μαντική,

Δέρνετ’ αυτή και σκούζει και ξεσκίζοντας
Τα ρούχα τα λευκά,
Σαλεύει των μαλλιών της τα δαφνόκλαδα
Τρικυμιστά!

[…]

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΧΟΡΟΣ
Αλίμονο! Ιφιγένεια, και τώρα για μιαν άλλη
Γιορτή τα δάκρυα τα πικρά
Θα τρέξουν και τ’ ολόξανθο θα πλέξεις το κεφάλι
Με τ’ ανθισμένα τα κλαριά.

Έτσι και το λευκόμαυρο το μυριοστολισμένο
Το νέο δαμάλι προχωρεί.
Στο βωμό απάνω ν’ ανεβεί, σφαχτό στεφανωμένο,
Για να ημερέψουν οι ουρανοί.

Σεμνή παιδούλα Αργίτισσα, στο πράσινο χορτάρι,
Κοντά στους γάργαρους αφρούς,
Δεν έζησες με το βοσκό το νιον αγελαδάρη
Σε μια φλογέρας τους αχούς.

Σεμνή κι ωραία μεγάλωνες· κι η ευγενικιά μητέρα
Με τα καμάρια όλα του νου
Σ’ ανάθρεφε και πρόσμενε για να σε ιδεί μια μέρα
Στο σπίτι μέσα του καλού.

Όμως γιατί το πονηρό στον κόσμο εδώ να πιάνει!
Μ’ ένα μαχαίρι κοφτερό
Βάρβαρο χέρι από τ’ αβρά τα στήθη σου θα κάνει
Αίμα να τρέξει ανθρωπινό.

Τα χρόνια σου τα ολόχαρα κι η ντροπαλή θωριά σου,
Κι αυτό σου το παρθενικό
Τ’ ανάστημά σου, τίποτα δε θα μπορεί —στοχάσου—
Να διώξει τέτοιο ένα κακό,

Αφού το ψέμα το άνομο κι ο πλανεμός περίσσος
Κρατεί το γένος των θνητών
Ανυπεράσπιστο, χωρίς κανείς από το μίσος
Να το γλιτώνει των Θεών.

[…]

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Πατέρα μου, πώς ήθελα την ώρα τούτη να ’χα
Τη γόησσα του τραγουδιστή φωνή
Που έσερνε κάθε τι. Μα, ωιμέ, για τέχνη μου μονάχα
Κρατώ των δυο ματιών μου την πηγή.

Άθελα νιώθω μέσα μου να τρέμει κάποιος πόνος·
Στα γόνατά σου τώρα πέφτω εμπρός
Καθώς ο ικετευτικός στο βωμό απάνω κλώνος·
Ωϊμένα! Τί γλυκό που είναι το φως!

Πρώτη φορά σου εμένανε το παιδικό το στόμα
Τ’ όνομα σὄδωσε το πιο γλυκό.
Τότε, πατέρα, μ’ έσφιγγες στην αγκαλιά κι ακόμα
Της Τροίας δε στοχαζόσουνα το ριζικό.

Κι έλεγες: θυγατέρα μου πότε θα σ’ αντικρίσω
Στο σπίτι μέσα του δικού σου αντρός,
Μέσα σ’ αντάξιο σπιτικό και σ’ ένα γένος ίσο
Να λάμπεις στη ματιά του καθενός.

Κι αποκρινόμουν: άμποτε κάποιος Θεός να δώσει
Στο σπιτικιό μου να δεχτώ ποτέ
Το γέρο τον πατέρα μου κι όση φροντίδα, τόση
Να δώσω πὄδωσε κι αυτός για με.

Οι στοχασμοί, τα λόγια αυτά τα πολυαγαπημένα
Δε μου ’φυγαν απ’ το μνημονικό
Κι ακόμα τα κρατώ· μα εσύ τα ξέχασες, κι ωιμένα,
Γυρεύεις να με κάνεις να χαθώ.

Στο κύμα ταξιδεύοντας γιατί το πλοίο του Πάρη
Ν’ αράξει στους δικούς μας τους γιαλούς,
Και στην Ελένη ρίχνοντας μια καταλύτρα χάρη
Τους νέους γιατί να φέρεις τους καημούς;

Ρίξε σ’ εμέ τα μάτια σου και για τη θυγατέρα
Δώσε το φίλημα το πατρικό,
Και ότε, τότ’ ας κατεβώ στον τάφο μου, πατέρα,
Στερνά μαζί μ’ αυτό να κοιμηθώ.

Και συ, αδερφέ μου ανήξερον αγόρι, που θ’ αργήσουν
Να σε περικυκλώσουν οι καημοί
Κλάψε μ’ εμένα, θρήνησε και γύρεψε ν’ αφήσουν
Την αδελφούλα σου να ζει κι αυτή.

ΧΟΡΟΣ
Τον άντρα με το ταίρι του σταίνει εδώ πέρ’ αντίμαχους
Τ’ αμάρτημά σου Ελένη,
Πατέρα με παιδιά, και σπα τον κρίκο που ακριβότερος
Στον κόσμον απομένει.

[…]

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ωιμέ! Βαριά χτυπήματα του μαύρου πεπρωμένου·
Το φέγγος του ήλιου σβήνεται για με του αγαπημένου
Και της αυγής το φως,
Μαζί μ’ εμένα χάνεσαι κι εσύ, κι εσύ, μητέρα·
Τώρα για μοιρολόγι μας ας απλωθεί εδώ πέρα
Σκοπός θρηνητικός.

Κορφές της Ίδης, ω σπηλιές κι ολόχιονα λαγγάδια.
Βουνοπλαγιές, βουνοκορφές, νεροσυρμές, λιβάδια,
Φαράγγια, ποταμοί,
Αυτού που ο Παν δεν έπαψε να τριγυρνά, — μακάρι
Ποτέ μου να μην τ’ άκουγα για το βοσκό τον Πάρη
Πώς είχε ζήσει εκεί.

Ωιμέ! Η γυναίκα του Διός κι η Αθηνά η παρθένα,
Και η λευκή Κύπρις που κρατεί στον κόσμο ανταμωμένα
Τα ταίρια εκστατικά,
Γιατί, στα διάφανα νερά, στις νυμφικές τις κρήνες,
Το ρόδο, τον υάκινθο να ’χουνε κόψει εκείνες
Τα χρόνια τα παλιά;

Ω Μοίρες, κι άκαρδοι Θεοί κι αγάπες τρισμεγάλες!…
Κι ω διάλεγμα, που διάλεξε την πιο όμορφη απ’ τις άλλες
Της Τροίας ο νιος βοσκός,
Για το χαμό μου, αλίμονο, γητεύτηκεν η Ελένη·
Και πάω, κι αφήνω τη ζωή, πολυβασανισμένη,
Και το γλυκό το φως…

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΑΞΗ
ΣΚΗΝΗ ΙΙΙ

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ω μητέρα μου, γιατί μια τέτοια σιωπή και τόσα δάκρυα;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μην τάχατες όσα θα χύσω είν’ αρκετά για να θρηνήσω τις συφορές μου;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Πνίξε κάθε καημό μέσα στη δυνατή σου καρδιά· και μη κάνεις πάλι να με πάρει το παράπονο. Άκουσέ με κάλλιο και κάνε ό,τι σου πω.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μίλησε· φοβάσαι τάχατες κάτι κακό από μένα;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Δε θέλω να κόψεις τα σγουρά μαλλιά της κεφαλής σου κι ούτε να βγάλεις από το κορμί σου ολόγυρα τα γιορτινά φορέματα.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ωιμένα! Κι αφού σε χάνω;…

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Δε με χάνεις εμένα. Εσύ δοξάζεσαι, κι εγώ ξεφεύγω από το χαμό. Γιατί χαμός δε θα ’ναι σαν τρέξει το αίμα μου κάτω από το μαχαίρι, για ν’ αναβρύσει πλούσιον ύστερ’ από τη γης, αφανίζοντας τους εχτρούς. Κι ούτε δε θ’ αναπαύομαι μέσα στον τάφο κοινού θνητού, σα θα κείτεται η στάχτη μου σε τέτοιο ένα καβούρι, στο ιερό χέρσο, στο βωμό της Αρτέμιδας της κυνηγήτρας Θεάς, τιμή της Ορτυγίας.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ω ασύγκριτη αρετή! Ω λόγια αναπάντεχα στους τόσους μου θρήνους και στο σκληρό μου τον παιδεμό!… Τί να πω στις αδερφές σου;…

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ευτυχισμένες να ’ναι. Και στον Ορέστη μας, π’ αγόρι τώρα μικρό στέκετ’ εδώ, άντρας να γίνει ελεύτερος και να κλείσει στο νου του έγνοιες ευγενικές, έτσι, που να μπορέσει μια μέρα να κρατήσει τιμημένα τ’ άρματα.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Σφίξ’ τονε στην αγκαλιά σου· δε θα ξαναϊδωθείτε.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Αδερφέ μου…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ω μάταια δάκρυα, χυθείτε, δάκρυα!… Έχεις άλλη καμιά παραγγελλιά για τις Μυκήνες;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Αντάμωσε τον άντρα σου δίχως θυμό και κακία.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τ’ είπες; Τον άντρα τον άπιστο, τον άκαρδο πατέρα;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Γλιτώνει την πατρίδα του κι υπακούει στους Θεούς. Ξέρω πως πολέμησε του κάκου να με σώσει. Μα εμένα ο πόθος μου είν’ ιερός και δε σβήνει. Πάντα με περσότερην ορμή τον αντικρίζω. Κι ας έρθει τώρα ο γερο-δούλος μας δίχως άργητα κι ας μ’ οδηγήσει στο βωμό, εκεί που με προσμένει κι ο θάνατος κι η ζωή.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Παιδί μου, φεύγεις;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Μητέρα μου, για πάντα!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και μ’ αφήνεις, αλίμονο!

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Εσένα κι ό,τι άλλο π’ αγαπούσα.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μη φύγεις, μείνε!…

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Φυλάξου μην τύχει και με τ’ άδοξα δάκρυά σου σκοτεινιάσεις τη θύμηση του ωραίου σκοπού μου.
(Παίρνουν την Κλυταιμνήστρα.)

ΣΚΗΝΗ IV

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ (προς το χορό.)
Κι εσείς γυναίκες, πάψετε τη μάταιη τη βαρυθυμιά
Και τα τραγούδια η καθεμιά πρεπούμενα ας ταιριάξει
Για τη σαϊτεύτρα Αρτέμισα με τη μεγάλη την καρδιά
Που την πολύκαρπη γυρνά την Κλάρο μες στ’ αμάξι.

Και φέρτε, φέρτε τις χρυσίες υδρίες και χύστε τις χοές
Κι ας κάψει η φλόγα στο βωμό τ’ αμέτρητα τα δώρα
Ω Αρτέμιδα, βασίλισσα στις πιο υψηλές βουνοκορφές
Τ’ ό,τι ζητούσες δίνω σου χωρίς να τρέμω τώρα.

Νά τα μαλλιά, τ’ απάρθενο το μέτωπό μου, νά, κι αυτό,
Κι ελάτε, στεφανώστε με με φύλλα και ανθοκλάδια,
Το ίδιο κρατήστε του χορού, ω κορασιές, και το χαμό
Γιορτάστε μου, σαν τα λαμπρά μοιρόγραφτα σημάδια.

Νικώ την Τροία και καταγής γκρεμίζω και ποδοπατώ
Το δυνατό το κάστρο της και τα παλιά τα τείχη
Και σβήνω με το αίμα μου το μαντικό χρησμό
Κι ορίζω του πολέμου εγώ και των μαχών την τύχη.

Ω της Αυλίδας μοναξιές, κρυψώνες, κόλποι, ακρογιαλιές,
Όλη τη δόξα μου χρωστώ σε σας· Άργος, πατρίδα.
Για τέτοια κάποια ριζικά, χάρες θεόσταλτες τρανές,
Στ’ Άργος γεννήθηκα κι αυτού το φως το πρώτο μου είδα!

ΧΟΡΟΣ
Ω εσένα, εσέ, παρθένα αγέρωχη,
Τα βάσανα τα τρομερά
Πάνω στης δόξας τα φτερά
Πιο πέρα απ’ τον καιρό θα ζήσουνε.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ω Δία! λαμπάδα της αυγής, συνηθισμένο θάμπος!
Η μοίρα μου μ’ αναζητεί· χαίρε, τ’ ωραίο το φως μου…
(Βγαίνει οδηγημένη από το γέροντα.)

ΣΚΗΝΗ V
(Μένει μόνον ο χορός)

ΜΙΑ ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Στους βασιλιάδες τους βουβούς μπροστά και στου λαού
Τα μάτια εμπρός τα εκστατικά, στο ιερό λιβάδι
Προβαίνει ανθοστεφάνωτη και με ιλαρό το νου
Αυτή που για τον τόπο της θα κατεβεί στον Άδη.

ΑΛΛΗ
Για να στολίσει τη σεμνή παρθενική θωριά
Αυτή που για τον τόπο της τα χρόνια της προσφέρει,
Μπουμπούκια της επλέξανε τριγύρω απ’ τα μαλλιά
Κι έχυσε το ιερό νερό το πατρικό το χέρι.

ΑΛΛΗ
Δόξα σ’ εσέ, που ατρόμητα παρθένα περπατάς!
Οι ανέμοι θα φυσήξουνε κι έχετε γεια οι Αυλίδες,
Τώρα, μπροστά στο λειτουργό που εσύ θα σπαρταράς
Και του κορμιού σου θα χυθούν οι αιμοδροσοσταλίδες.

ΑΛΛΗ
Ω εσέ, τα νιάτα σου τ’ αβρά που δίχως να θρηνείς
Τα βήματά σου ακλόνιστα προς το βωμό σε πάνε,
Οι αιμάτινες σταγόνες σου στο πάρσιμο της γης
Της Τρωικής, πιο δυνατές κι από κοντάρια θα ’ναι!

ΑΛΛΗ
Δόξα σ’ εσέ, δόξα σ’ εσέ των Ατρειδών παρθένα!

ΑΛΛΗ
Αθάνατο σου τ’ όνομα πάντα θα μένει εσένα!

ΧΟΡΟΣ
Θεά πολυσέβαστη, ω κόρη
Που φεύγεις μέσα στη νυχτιά,
Κι απάνω στα ψηλότερα όρη
Πάντα ζητάς τα φονικά,
Θεϊκιά παντοκρατόρισσα
Στ’ απόκοσμο ακρογιάλι αυτό,
Άρτεμις, Άρτεμις, βασίλισσα,
Σε χαιρετώ! Σε χαιρετώ!

Με πολεμόχαρα τα στήθη,
Του Απόλλωνα Θεού αδερφή,
Κάτου απ’ τον ίσκιο που εγεννήθη
Μιας φοινικιάς, σ’ ένα νησί,
Σε κράζω όσο κι αν δύναμαι
Κι εσένα μόνο αποζητώ,
Άρτεμις! Άρτεμις! Και πάντοτε
Σε χαιρετώ! Σε χαιρετώ!

ΜΙΑ ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Βλέπω να λάμπουν άρματα στο μέγα φως του αιθέρα.

ΑΛΛΗ
Βλέπω κλωνάρια να θροούν στο φύσημα του αγέρα.

ΑΛΛΗ
Στη θάλασσα και στη στεριά τί εκστατική γαλήνη!

ΑΛΛΗ
Η πλάση στα βαριά κακά χαμογελά κι εκείνη.

ΑΛΛΗ
Τριγύρω απ’ το βωμό, βαθιά του τρόμου η βουβαμάρα…

ΑΛΛΗ
Γρίκησε τώρα την πλατιά κραυγή και την αντάρα!

ΑΛΛΗ
Έγινε!

ΑΛΛΗ
Ω μοίρα ολέθρια και ω δοξασμένη μέρα!

ΑΛΛΗ
Χρησμός αλύπητος.

ΑΛΛΗ
Κι εσύ, φρενιασμένε πατέρα.

ΑΛΛΗ
Απάνω τώρα στο βωμό ψυχομαχά η παρθένα.

ΑΛΛΗ
Απ’ τα βαριά σου βάσανα δε μένει πια κανένα.

ΧΟΡΟΣ
Τη μανία παράτησε·
Της θυσίας το αίμα
Την καρδιά σου αναγάλλιασε.
Κατευοδότρα γίνε.

Ω επίφοβη Θέαινα!
Τη σκεπή σου άπλωσέ μας,
Φυλαχτόρισα γίνε μας
Αργυροσαϊτεύτρα.

Τους αγέρηδες άφησε
Τα ιλαρά τα πανιά μας
Να φουσκώσουν, να φτάσουμε
Στα τρωικά λιμάνια.

Ω εσύ, Άρτεμις, Άρτεμις!
Χάρισέ μας τη νίκη,
Στους πολέμαρχους χάρισε
Παντοτινή μια δόξα!

ΣΚΗΝΗ VI
(Έρχεται ο Γέροντας.)

ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Δέσποινα πολυαγαπημένη, ω κόρη του Τυνδάρεω, έλα, έλα να γρικήσεις ό,τι έχω να σου ιστορήσω.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ (βγαίνει από το παλάτι.)
Τρέχω· κι από τον τρόμο μου τρέμω σύγκορμη γιατί φοβάμαι μη γρικήσουν τ’ αυτιά μου καμιά νέα συφορά!

ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Διώξε τον τρόμο σου· γιατί πάντα με χαρά θ’ ακούσεις ό,τι έρχομαι να σου μάθω.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μίλησε και πες ό,τι έχεις να μου πεις γοργά.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Αν ο αδύνατος νους μου, Βασίλισσα, που εδώ και λίγο ακόμη θάμπωσαν τα έργα των ουρανών, κρατήσει στα λόγια μου μια σειρά και δεν τα ταράξει, πιστά θα σου ιστορήσω από την αρχή ίσαμε το τέλος κάτι που και σένα την ίδια θα παραξενέψει. Λοιπόν, σα φτάσαμε η κόρη σου κι ο οδηγός της εγώ στα καλοΐσκιωτα μέσα τα δάση και στα λιβάδια απάνω τ’ ανθισμένα, εκεί που λατρεύεται η θεά η αγέρωχη, καθώς μας αντικρίζει ο Αγαμέμνονας —για να κρατήσει τα δάκρυά του— ολολύζοντας γυρνά το κεφάλι του. Όμως η κόρη προχωρεί προς αυτόν κι έτσι του μιλεί: «Νά ’μαι, είμ’ έτοιμη πατέρα· τ’ αποφάσισα πια· δίχως θλίψη, δίχως καημό κανένα, τις μέρες μου θα τις χαρίσω για την Ελλάδα και για σένα. Στέγνωσε, στέγνωσε τα δάκρυά στα μάτια σου, ω πατέρα! Πήγαινε τώρα να σκεπάσεις με δάφνη το μακαρισμένο σου κοντάρι, κι ύστερα ξαναγύρισε στους γιαλούς εδώ που γεννήθηκαν οι πατέρες σου. Χωρίς κανείς με βία να μ’ αναγκάζει, αμίλητη και με στέρεα καρδιά, κάτου απ’ το σίδερον απλώνω θεληματικά το λαιμό μου.» Τότε, στα λόγια αυτά, όλους τους θάμπωσεν η αρετή της θυγατέρας σου κι όλοι, Βασίλισσα, για το δικό σου τον καημό θρηνήσαμε. Ο μάντης ο Κάλχας, με τη σκυθρωπήν όψη του, ξεχώριζε μέσα στη σύναξη· στοχαστικός ήταν κι είχε παραδοθεί στην προσευχή. Κι ύστερα βάζει το κοφτερό σπαθί μες στο χρυσό πανέρι, στους ιερούς ανάμεσα τους σπόρους, και στεφανώνει το μέτωπο της κόρης που έμεν’ ασάλευτη. Ο κριτής των μαχών ο μεγαλόψυχος Αχιλλέας, που παράτησε τους τολμηρούς σκοπούς του μπροστά στην ακατανίκητη θέληση της κόρης, φέρνει στο βωμό και χύνει το αγίασμα ανακράζοντας έτσι: «Ω Θεά, κόρη του Διός, ξακουσμένη κυνηγήτρα που με το φτερωτό σου σαΐτεμα περνάς τ’ αγρίμι που ψυχορραγά, που κυλάς μέσα στη νύχτα τ’ αχτοδοβόλο μεσοφέγγαρο, Άρτεμις επίφοβη, ευνοϊκά δέξου τ’ αγνό το αίμα και γίνου βοηθός μας.» Είπε· κι ολόγυρά του, βουβοί κι αραδιασμένοι ολόπυκνα, οι πολέμαρχοι κι οι στρατιώτες κρατούνε τα μάτια χαμηλωμένα. Τώρα ο λειτουργός ετοιμάζεται ν’ αδράξει το μαχαίρι από το χερούλι· και, νά, που υψώνει το χέρι του για βέβαιο κάποιο χτύπημα. Ω καρτέρι απάνθρωπο! Καθένας άθελα σταματούσε το υψωμένο χέρι κι όλοι νιώθανε την ίδια φρίκη! Κι άξαφνα αντήχησε στ’ αυτιά μας το χτύπημα του μαχαιριού… Μα, ω θάμα, θάμα πρωταγρίκητο κι απίστευτο! Πώς και πού ν’ αποτραβήχτηκε τάχατες τ’ ωραίο παρθενικό κορμί που όλοι μας είχαμε θρηνήσει; Στο βωμό απάνω είδαμε να κείτεται μια μεγαλόσωμη ελαφίνα, που φάνταζε καλή στα μάτια μας, και που τα μέλη της ακόμα σπαρταρούσαν κι από τα πλευρά της ακράτητο κυλούσε το αίμα. Τότε το πλήθος άφησε τρανή κραυγή· ολόρθος όμως ο μάντης τους πρόσταξε να σωπάσουν. «Σύμμαχοι πολέμαρχοι, —έκραξε— στρατιώτες και ναύτες, που σαν κρατούσε εδώ της Αρτέμιδας η αθάνατη οργή, η Θεά χωρίς να ζητά τίποτα περισσότερο και χωρίς μάταια να λερωθεί με το αίμα το μεγαλόψυχο, στο βωμό της απάνω θυσίασε τ’ άγριο το ελάφι τούτο. Στα καράβια σας τρέξτε κι αδράχτε τα κουπιά· οι ουρανοί παραδέχτηκαν στα στερνά το χαμό της Περγάμου. Πολύν καιρό δεμένοι στο λιμάνι μέσα της Αυλίδας, σήμερα πια θα σκίσουμε τα πλατιά τ’ αφρισμένα κύματα.» Έτσι μίλησε ο Κάλχας. Με το καλότυχο αυτό θάμα οι Θεοί εξιλέωσαν το μισητό χρησμό. Έφυγα, κι άφησα τον Αγαμέμνονα, Βασίλισσα, κι ήρθα εδώ για να σου μάθω το μελλόμενο μισεμό του και για να σου διαλαλήσω πως η θυγατέρα σου κέρδισε κάποιο ασύγκριτο ριζικό, και μαζί τη φήμη την αιώνια. Τα λόγια μου είναι αληθινά κι έβαλα κάθε φροντίδα για να σου φέρω πιστά μηνύματα. Η κόρη σου δίχως άλλο ανάμεσα στους Θεούς θα ζει. Ω Βασίλισσα συμπάθησε τον άντρα σου κι αλάφρωσε τον καημό σου.
(Η Κλυταιμνήστρα απομένει γεμάτη αγωνία.)

ΧΟΡΟΣ
Το μέτωπό σου, αλίμονο, σκυφτό κρατάς, βασίλισσα.
Και στην ψυχή σου που απ’ τον πόνο
Μαράζωσε κι αρρώστησε, μέσα της κάτι απόμεινε
Σα φλόγα και σα στάχτη μόνο.

Τάχατες τ’ ό,τι αγρίκησες να ’ναι καλό ακατάλυτο;
Ίσκιος μην είναι καθώς άλλοι
Στο νέο το ριζικό χαρά θα νιώσεις; Το παράπονο
Μην τύχει και σε πάρει πάλι;

Τ’ αποδιωγμένο ας απλωθεί στην όψη σου χαμόγελο,
Ω εσύ, καρδιά βασανισμένη,
Γιατί —κι ας μην το βάζει ο νους— εδώ στη γη ανεξήγητο
Πάντα για μας κάτι θα μένει.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τώρα με ποιό να σε κράξω από τα ονόματα, κόρη μου; Για ν’ αρχίσεις μια νέα ζωή κάποιος Θεός λοιπόν σ’ άρπαξε; Ή μήπως θέλησαν να ξεγελάσουνε το μεγάλο μου καημό με λόγια ανύπαρχτα και με μια ψεύτρα χαρά;

ΓΕΡΟΝΤΑΣ
Νά, έρχεται ο βασιλιάς· αυτός ας μαρτυρήσει αν μίλησα αληθινά ή ψεύτικα.

ΣΚΗΝΗ VII
(Έρχεται ο Αγαμέμνονας)

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Ας πούμε το ευχαριστώ στους Θεούς, ω γυναίκα, που μας φάνηκαν βοηθοί ανάμεσα σ’ αναρίθμητα εμπόδια. Η Ιφιγένεια τώρα μαζί με τους αθάνατους ζει. Ας τραβηχτεί για πάντα ο φόβος από τις καρδιές μας! Συντροφεμένη από τη συνοδεία σου, με τ’ αγοράκι σου μαζί, παράτησε τους γιαλούς της Αυλίδας και ξαναγύρισε στο σπιτικό σου. Οι στρατοί μας έτοιμοι στέκουν για ν’ αρμενίσουν κατά την Τροία, κι οι ουρανοί —ευνοϊκότεροι τώρα— μας ανοίγουνε το δρόμο. Μακρύς θα ’ναι ο καιρός του γυρισμού· κι άμποτε, καλόγνωμη μια μοίρα να μας ανταμώσει!

Jean Moréas. 1912. "Ιφιγένεια εν Αυλίδι". Μετ. Λέαντρος Παλαμάς. Νέα Ζωή. Τομ. 7, αρ. 12: 493-507. Τίτλος πρωτοτύπου: Iphigénie: Tragédie en cinq actes (1903).