Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Robert Graves

Ηρακλής, ο συνταξιδιώτης μου

Μετάφραση: Μάριος Βερέττας

(απόσπασμα)


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΒ΄

Η Συνομιλία του Ιάσονα με τη Μήδεια


Οι Αργοναύτες λούστηκαν με άφθονο ζεστό νερό. Τους στέγνωσαν έπειτα καλά, με πετσέτες ζεστές, οι γυναίκες του ανακτόρου, Κιρκαίες σκλάβες στην πλειοψηφία τους, εντυπωσιακά στοργικές. Με τα κεφάλια τους χρισμένα και στεφανωμένα και τα κορμιά τους ντυμένα σε καθαρούς λινούς χιτώνες, ξάπλωσαν σύντομα στα ανάκλιντρα της μεγάλης ανακτορικής αίθουσας και άρχισαν να τρώνε. Εμπρός τους απλώθηκαν πολλές άγνωστες τροφές, που τις δοκίμασαν όλες από ευγένεια, χωρίς να ρωτούν για τα συστατικά τους, παρόλο που κάποιες από αυτές μπορεί να τους ήσαν εθιμικά απαγορευμένες, ικανές να τους προκαλέσουν πόνους στο στομάχι ή και θάνατο. Αποδείχθηκε, όμως, πως δεν τους έβλαψε τίποτα. Μόνον ο Βούτης αναστατώθηκε όταν οι υπηρέτες γέμισαν το πιάτο του με μέλισσες ψητές. Μούγκρισε δυνατά αντικρίζοντας το αποτρόπαιο θέαμα και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Αλλά ο Ίδας περιφρόνησε την αηδία του Βούτη και προκειμένου να ευχαριστήσει τους Κολχούς οικοδεσπότες γέμισε το στόμα του με το παράξενο φαγητό, έντονα αλατισμένο, και ζήτησε να του φέρουν κι άλλο.

Ο Ιάσονας και ο βασιλιάς Αυγείας της Ηλίδας κλήθηκαν να παρακαθίσουν στο τραπέζι του Αιήτη, πάνω σ’ ένα βάθρο, στην ανατολική άκρη της αίθουσας. Εκεί, συστήθηκαν με τέσσερις μελαμψούς, σγουρομάλληδες ευγενείς, τους βασιλικούς συμβούλους. Ο Φρόντης, ο γιος του Φρίξου, έκαμε χρέη διερμηνέα, γιατί κανείς από τους ευγενείς αυτούς δεν γνώριζε ελληνικά, και ο Αιήτης προκειμένου να διασκεδάσει την οποιαδήποτε υποψία των συμβούλων του για την αναπάντεχη επίσκεψη των Αργοναυτών, μίλησε μόνον στη γλώσσα των Κολχών. Η συζήτησε έγινε σε επίσημους τόνους. Ο Ιάσονας και ο Αυγείας αναφέρθηκαν σε μικροεπεισόδια του ταξιδιού τους αποφεύγοντας τα σημαντικά γεγονότα. Ο Αιήτης, που φορούσε ένα χρυσό διάδημα στολισμένο με σμαράγδια και τον επίσημο βασιλικό χιτώνα, παρίστανε πως αδιαφορούσε εντελώς για τις υποθέσεις της Ελλάδας. Έθεσε μόνο μιαν ερώτηση που αφορούσε γενικά τις χώρες του Εύξεινου Πόντου: πώς παραβίασαν τον υποτιθέμενο τρωικό αποκλεισμό του Ελλήσποντου;

Ο Ιάσονας απάντησε αδιάφορα πως σίγουρα οι Τρώες θα είχαν προειδοποιηθεί από την Τριπλή Θεά, οι οποίοι την λατρεύαν με το όνομα της Κυβέλης, πως ένα πλοίο των Μινύων έπρεπε να περάσει τον πορθμό για θεϊκό σκοπό. Και σε κάθε περίπτωση, είπε, άφησαν να περάσει η Αργώ χωρίς την παραμικρή ενόχληση.

Ο Αιήτης δεν έκρυψε τη δυσφορία του για την απάντηση.

Πάντως, όταν ο Αυγείας αναφέρθηκε στους Θεσσαλούς εμπόρους που επιβιβάστηκαν στη Σινώπη, ο Αιήτης, που η συνθήκη του με τους Τρώες τον εμπόδιζε να εμπορεύεται άμεσα με τη Σινώπη, τον άκουσε χωρίς να κρύβει το ενδιαφέρον του. Κάλεσε μάλιστα τον Αυτόλυκο να έρθει και να καθίσει κοντά του, κι όταν εκείνος ήρθε, του πρόσφερε τους εκλεκτότερους μεζέδες από το πιάτο του κι έκανε κάθε τι για να του δείξει την εύνοιά του. Ο Αυτόλυκος απάντησε στις ερωτήσεις του βασιλιά με κάθε ειλικρίνεια (εφόσον τώρα είχε πάψει πλέον να εμπορεύεται) και του ανάφερε μία προς μία, σε χρυσό, όλες τις τιμές των προϊόντων από την τελευταία εμποροπανήγυρη της Σινώπης. Ένιωσε μια χαιρέκακη ευχαρίστηση να παρακολουθεί τις αντιδράσεις στο πρόσωπο του Κολχού βασιλιά εφόσον διαπίστωσε αμέσως πως ο βασιλιάς της Τροίας Λαομέδοντας είχε δώσει μιαν εντελώς παραπλανητική αναφορά στον σύμμαχό του σχετικά με τον όγκο των συναλλαγών στην εμποροπανήγυρη.

Εκείνη τη στιγμή έκανε την εμφάνισή του ο μοναδικός αδελφός της Μήδειας, ο Άψυρτος, ένας νέος άντρας με ελαφρύ βάδισμα γάτας και γεροδεμένα ταύρια χαρακτηριστικά, που μόλις γύρισε από το κυνήγι. Χαιρέτισε σεβάσμια τον πατέρα του και κάθισε αμίλητος στο τραπέζι. Η συμπεριφορά του απέναντι στον Ιάσονα και τους άλλους δυο Έλληνες ήταν απόμακρη και καθόλου φιλική.

Καθώς το γεύμα έφτασε στο τέλος του, ο Ιάσονας έκρινε πως ήρθε η στιγμή να κάνεις τις επίσημες δηλώσεις του σχετικά με τον σκοπό της επίσκεψής του στην Κολχίδα. Σηκώθηκε όρθιος, ύψωσε το δεξί του χέρι, κι απευθυνόμενος πρώτα στον βασιλιά κι έπειτα στους συμβούλους του, είπε:

«Δοξασμένε και μεγαλόψυχε Αιήτη, θα πρέπει ήδη να έφτασε στα αυτιά σου —γιατί οι Τρώες οι οποίοι εμπορεύονται και με σένα και με μας είναι γνωστό πως μεταφέρουν ακατάπαυστα ειδήσεις— ότι κατά τα τελευταία δυο χρόνια, η χώρα μας, η Ελλάδα, σαρώθηκε από τριπλή συμφορά: θύελλες ξερίζωσαν τα καρποφόρα δέντρα μας και πήραν τις σκεπές από τα σπίτια, αρρώστιες χτύπησαν τα κοπάδια μας και αναρίθμητα δηλητηριώδη φίδια γέμισαν τους αγρούς και τα δάση μας. Κρίνοντας πως οι συμφορές αυτές δεν μπορούσαν παρά να προκληθούν από την Άφατη και πως οποιαδήποτε επίκληση σε Ολυμπιακό μαντείο ήταν μάταιη, μια εξουθενωμένη πανελλήνια συνέλευση έγινε στις Μυκήνες και αποφάσισε να συμβουλευτεί την αδελφή σου, την Κίρκη, η οποία απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Θεάς και να τη ρωτήσει τί έπρεπε να γίνει προκειμένου να εξιλεωθεί η Ελλάδα στα μάτια Της. Στάλθηκαν αποσταλμένοι στην ξανθόμαλλη αδελφή σου, στον νησί της Αιαίης. Κι εκείνη, αφού έκανε κάθαρση και έπεσε σε έκσταση, πίνοντας κάποιο μαύρο ποτό, συμβουλεύτηκε τη Θεά, την οποία επικαλέστηκε ως Βριμώ. Και η Βριμώ απάντησε ότι έστειλε αυτέ τις συμφορές σαν καθυστερημένη τιμωρία για τις κτηνωδίες που έκαμαν οι Αχαιοί πριν από χρόνια σε βάρος του Σίσυφου της Ασωπίας. Πρόσταξε, λοιπόν, στο εξής να χτιστεί ένας τάφος για τον Σίσυφο, να τιμάται ο δολοφονημένος ανιψιός σου σαν ήρωας με τελετουργικές θυσίες κάθε μήνα, να διωχθεί ο σφετεριστής Κρέοντας από την Ασωπία και να αποδοθεί η γη του Σίσυφου στους νόμιμους ιδιοκτήτες της, τους κληρονομικούς ιερείς του Ήλιου.

«Εφόσον, Βασιλιά, είσαι αναμφίβολα η κεφαλή του παλαιότερου κλάδου αυτής της ένδοξης φυλής, οι κάτοικοι του διπλού βασίλειου της Κορίνθου με έστειλαν να σου μεταφέρω το νόμιμο και ταπεινό τους αίτημα: σε παρακαλούν να επιστρέψεις να τους κυβερνήσεις — γιατί οι δικές σου ένδοξες κτήσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν και την ίδια την πόλη της Εφύρας, μπορούν (μετά την αποβολή του Κόρινθου, του αντιβασιλέα) να ενωθούν και πάλι κάτω από ένα σκήπτρο με την Ασωπία. Αλλά, λένε, αν έχεις αγαπήσει τόσο την Κολχίδα και η Κολχίδα σε έχει τόσο αγαπήσει ώστε δεν μπορείς να φύγεις από εδώ, τότε σε παρακαλούν να στείλεις αμέσως κάποιο από τα παιδιά σου —μια θυγατέρα ή ένας γιος θα τους ικανοποιούσε εξίσου— για να τους κυβερνήσει στη θέση σου. Μην απορρίψεις το αίτημά τους. Γιατί μόνον έτσι μπορεί το βασίλειο της Εφύρας, και μαζί της όλη η Ελλάδα, να γλιτώσει από την καταστροφή που απειλεί να την σαρώσει.

«Αυτό είναι το πρώτο μου μήνυμα, την ακρίβεια του οποίου μπορεί να επιβεβαιώσει και ο Αυγείας της Ηλίδας, επικεφαλής του νεότερου κλάδου της λαμπρής σου οικογένειας. Και σ’ αυτό προστίθεται και ένα δεύτερο μήνυμα από την Φοραδοκέφαλη Μητέρα του Πήλιου, την οποία διδάχτηκα να τη λατρεύω από παιδί. Γιατί εμένα με μεγάλωσαν οι Κένταυροι. Και το δεύτερο μήνυμα λέει: «Αιήτη της Εφύρας, αν δεν θέλεις να προκαλέσεις τη δυσαρέσκειά μου, οφείλεις να προσφέρεις ανάπαυση στο πνεύμα του υπηρέτη μου, του Φρίξου, του Μινύα, το οποίο περιφέρεται ακόμη απαρηγόρητο ανάμεσα στα οστά του άθαφτου κρανίου του».

Και ο Ιάσονας πρόσθεσε μια παλιά ιερατική φράση: «Δεν μίλησα εγώ, αλλά η Μητέρα».

Έπειτα από μια μεγάλη σιωπή, ο Αιήτης απάντησε: «Όσον αφορά το πρώτο μήνυμα, θα το συζητήσω με τους σοφούς συμβούλους μου και θα σου δώσω την απάντηση σε τρεις ημέρες. Αλλά μην περιμένεις να είναι ευνοϊκή. Γιατί η θυγατέρα μου, η Μήδεια, περιμένει ήδη μια πρόταση γάμου από έναν γειτονικό μονάρχη, ενώ ο γιος μου, ο Άψυρτος, πρέπει να παραμείνει στην Κολχίδα σαν διάδοχος του θρόνου μου, εφόσον λίγα πλέον μου απομένουν χρόνια ζωής. Από την άλλη καταλαβαίνω γιατί οι Κορίνθιοι δεν ζήτησαν κάποιον από τους τέσσερις εγγονούς μου, παρόλο που θα μπορούσα να τους στείλω έναν από αυτούς. Οι Εφύριοι δεν αγαπούν τους Μινύες και οι γιοι του Φρίξου υπολογίζονται ως Μινύες. Κρίμα. Παρόλα αυτά, για τις συμφορές που έπαθε η Ελλάδα μετά την αναχώρησή μου, υπεύθυνοι είναι οι άπιστοι Αχαιοί και όσοι τους ακολούθησαν και όχι εγώ. Οι συμφορές αυτές με αφήνουν αδιάφορο.

«Όσο για το δεύτερο μήνυμα, θα πρέπει να πιστέψω ότι η Άφατη μιλάει αντιφατικά με δυο διαφορετικά στόματα; Ως πτηνοκέφαλη Μητέρα της Κολχίδας έχει επιβάλλει ιερή υποχρέωση στους πιστούς της ότι κανενός άντρα τα οστά δεν πρέπει να ταφούν στην ιερή γη της Κολχίδας. Και ο βασιλιάς της Κολχίδας οφείλει να υπακούσει την Πτηνοκέφαλη Θεά παρά την Φοραδοκέφαλη Μητέρα του Πήλιου. Θα σε παρακαλέσω, λοιπόν, να μην επαναλάβεις το αίτημα αυτό. Γιατί το ζήτημα αν θα πρέπει τα οστά του Φρίξου να θαφτούν ή όχι, υποβλήθηκε από εμέναν τον ίδιο τότε που πέθανε και την ορθή απάντηση την έδωσαν οι ιερείς σύμβουλοί μου: εφόσον ο Φρίξος πέθανε στην Κολχίδα, εμείς οφείλαμε να τον τιμήσουμε σύμφωνα με τον κολχικό τρόπο ταφής».

Οι σγουρομάλληδες σύμβουλοι δείξαν ότι εγκρίνουν τα λόγια του βασιλιά χτυπώντας τις λαβές των μαχαιριών του στο τραπέζι. Ο Ιάσονας σώπασε, νιώθοντας ανακούφιση που ο Αιήτης δεν δέχτηκε για χάρη του Άψυρτου το ψεύτικο αίτημα των πρώην υπηκόων του και ελπίζοντας πως κάποιος τρόπος συμβιβασμού θα βρισκόταν τελικά ως προς το ζήτημα της ταφής των οστών του Φρίξου.

Το ίδιο απόγευμα, ο Φρόντης, ο γιος του Φρίξου, έφερε στον Ιάσονα ένα ιδιωτικό μήνυμα από τον Αιήτη το οποίο έλεγε ότι η Πτηνοκέφαλη Μητέρα δεν είχε απαγορεύσει την απομάκρυνση των οστών του Φρίξου από την Κολχίδα, προκειμένου να ταφούν οπουδήποτε αλλού. Κατά συνέπεια, αν ο Ιάσονας αναλάμβανε να τα πάρει μυστικά και με δική του ευθύνη από την κορυφή της ψηλής λεύκας όπου κρέμονταν, θα έβρισκε την επόμενη νύχτα το νεκροταφείο αφύλαχτο, και μπορούσε να είναι ήσυχος ότι θα τα μετέφερε έξω από τη χώρα για μια ενδεχόμενη ταφή στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο Αιήτης, έλεγε, είχε αγαπήσει τον Φρίξο σαν γιο του και για το λόγο αυτό δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να προκαλέσει την παραμικρή δυσαρέσκεια στο πνεύμα του.

Η απάντηση αυτή δεν ικανοποίησε απόλυτα τον Ιάσονα, γιατί οι προσταγές της Θεάς έλεγαν ότι τα οστά του Φρίξου όφειλαν να ταφούν πριν γίνει οποιαδήποτε απόπειρα για την αρπαγή του Δέρατος. Και εμπιστεύθηκε στον Φρόντη το ζήτημα. Ο Φρόντης του απάντησε: «Άφησέ με να σε οδηγήσω ιδιωτικά στα διαμερίσματα της αδελφής μου της Νέαιρας, που επέστρεψε στο ανάκτορο όταν τρώγαμε. Δεν πρέπει να της εμπιστευθείς τον σκοπό σου να κλέψεις το Δέρας, αλλά πες της πως η Θεά σε πρόσταξε να θάψεις τα οστά του πατέρα μας πριν φύγεις και όχι αφού φύγεις από την Κολχίδα. Είναι πολύ έξυπνη και σίγουρα θα βρει κάποια λύση, που δεν πρόκειται να προσβάλλει κανέναν».

Ο Ιάσονας ικανοποιήθηκε με την πρόταση που τον έφερνε σε άμεση και ιδιαίτερη επαφή με την νεαρή Νέαιρα. Ο Φρόντης τον οδήγησε από πλάγιους διαδρόμους στα διαμερίσματα της αδελφής του, και εκεί δεν άργησε να πληροφορηθεί με πόση αποστροφή έβλεπε η Μήδεια το ενδεχόμενο του γάμου της με τον γέρο Αλβανό βασιλιά. Γιατί παρόλο που ο Αιήτης, μετά την επιστροφή του στο ανάκτορο, είχε απαγορέψει στη Μήδεια να μιλήσει σε οποιονδήποτε σχετικά με το γάμο, εκείνη είχε ήδη εξομολογηθεί τον πόνο της σε μια γριά τροφό, από την οποία μετά από λίγο η Νέαιρα πληροφορήθηκε τα πάντα. Η μαυρομάτα Νέαιρα ήταν αταίριαστη με θλίψεις και στεναχώριες. Είπε στον Ιάσονα: «Ιάσονα, μακρινέ μου συγγενή, οι ειδήσεις αυτές μου φαίνονται τόσο φριχτές ώστε δεν μπορώ να τις αντέξω. Φοβάμαι ότι θα τρελαθώ αν δεν γίνει κάτι να αλλάξει την απόφαση του βασιλιά. Ένας γάμος ανάμεσα στην ένδοξη Μήδειά μου, και τον φύλαρχο των ψειροφάγων Αλβανών, θα είναι σαν γάμος ανάμεσα σε ένα λευκό τριαντάφυλλο κι έναν γυμνοσάλιαγκα. Δεν μπορείς εσύ και οι σύντροφοί σου να κάμετε κάτι να τη σώσετε; Δεν μπορείς να την πάρεις μαζί σου στην Ελλάδα, άρχοντά μου Ιάσονα, και να την παντρευτείς εσύ και να την βάλεις πάνω στον θρόνο της Κορίνθου, ικανοποιώντας το πρόσταγμα του άγιου μαντείου της Βριμώς;»

Ο Ιάσονας απάντησε: «Πρόσεχε τα λόγια σου, βασιλοκόρη. Πώς σου πέρασε από το μυαλό ότι θα διακινδυνέψω τη ζωή μου κλέβοντας την μόνη θυγατέρα που απόμεινε στον βασιλιά, και πώς θα τολμούσα εγώ να της προτείνω να δραπετεύσει μαζί μου στην Ελλάδα; Ομολογώ, βέβαια, ότι η σύντομη ματιά της σήμερα το πρωί, καθώς έγερνε πίσω από την αχλαδιά, στάθηκε αρκετή για να την ερωτευτώ κεραυνοβόλα, αλλά θα ήμουν τρελός να πιστέψω ότι φλέγεται κι εκείνη με το ίδιο πάθος. Γι’ αυτό θα προσπαθήσω να λησμονήσω τα παράξενά σου λόγια, αν και σε ευχαριστώ που τα είπες από τα βάθη της καρδιάς σου. Ωστόσο, αγαπημένη μου εξαδέλφη, δείξε μου την ευγένειά σου, και συμβούλεψέ με σχετικά με το ζήτημα των οστών του ένδοξου πατέρα σου. Γιατί η Λευκή Θεά του Πήλιου με πρόσταξε να τα θάψω πριν φύγω και όχι αφού φύγω από την Κολχίδα».

Η Νέαιρα απάντησε: «Μόνον η Μήδεια μπορεί να τακτοποιήσει το ζήτημα αυτό. Αλλά πες μου πρώτα: μου δίνεις την άδεια να μεταφέρω στην Μήδεια όσα μου αποκάλυψες προηγουμένως σχετικά με τα αισθήματά σου για το πρόσωπό της;»

Ο Ιάσονας προσποιήθηκε ότι δίσταζε από ντροπή. Κι έπειτα αποκρίθηκε: «Αν ορκιστείς στο στεφάνι σου ότι θα μεταφέρεις με ακρίβεια τα λόγια μου και εντελώς μυστικά, έτσι ώστε να μην τα ακούσει άλλος εκτός από την Μήδεια, τότε σου δίνω την άδεια».

Η Νέαιρα του το ορκίστηκε και ξεκίνησε να φύγει. Την τελευταία στιγμή ο Ιάσονας τη ρώτησε: «Και ο Άψυρτος; Ευνοεί αυτό το γάμο;»

Η Νέαιρα απάντησε: «Μισεί την αδελφή του και ικανοποιείται από οτιδήποτε προκαλεί την δυσαρέσκειά της. Είναι εχθρός μου και να τον θεωρείς κι εσύ εχθρό σου».

Σε λίγο ήρθε ο Φρόντης και τον πληροφόρησε πως η Μήδεια θα ερχόταν να τον βρει στο διαμέρισμά του, το ίδιο βράδυ, με το σούρουπο, αν μπορούσε εκείνος να απουσιάσει από το δείπνο χωρίς να προκαλέσει υποψίες. Ο Ιάσονας ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει από χαρά. Μέσα σε λίγες ώρες είχε κιόλας καταφέρει όσα υπολόγιζε να του πάρουν μέρες ή και μήνες. Αλλά δεν είπε τίποτα στους συντρόφους του και το ίδιο απόγευμα πήγε μαζί τους σε φιλικούς αθλητικούς αγώνες με τους Κολχούς ευγενείς. Το στάδιο ήταν περικυκλωμένο με κτίρια από τις τρεις πλευρές. Από την πτέρυγα της φρουράς κι από τους Στάβλους του Ήλιου, όπου απολάμβαναν αφάνταστες τιμές και φροντίδες τα δώδεκα λευκά άτια του Θεού Ήλιου (που κανένας θνητός δεν είχε το δικαίωμα να ανέβει στη ράχη τους) και η μία μοιραία μαύρη φοράδα.

Οι Αργοναύτες συμφώνησαν μεταξύ τους να φέρονται, δημόσια τουλάχιστον, με μεγάλο σεβασμό και αγάπη προς τον Ιάσονα, προκειμένου να προβάλλουν ακόμη περισσότερο το γόητρό του στα μάτια της Μήδειας, η οποία θα παρακολουθούσε τους αγώνες από έναν εξώστη του ανάκτορου. Συμφώνησαν επίσης να τους εκπροσωπήσει στη δισκοβολία, στην τοξοβολία και το άλμα, και οι επιδόσεις του, παρόλο που δεν θα τις πρόσεχε κανείς σε οποιαδήποτε ελληνική πόλη, προκάλεσαν τον θαυμασμό των Κολχών. Γιατί οι Κολχοί αν και θαρραλέοι, είναι άνθρωποι νωθροί που δεν αθλούνται, και σαν τους Αιγύπτιους εξαδέλφους τους, εκπληκτικά άστοχοι στο τόξο. Ο ίδιος ο Αιήτης δεν ήρθε να παρακολουθήσει το θέαμα: δήλωσε πως αντιπαθούσε κάθε τι που του θύμιζε τα νιάτα του στην Ελλάδα, αλλά ίσως ο πραγματικός λόγος της απουσίας του να ήταν ότι πρόβλεψε πως οι Κολχοί υπήκοοί του δεν επρόκειτο να κερδίσουν και πολλά έπαθλα.

Τελικά οι Αργοναύτες νικήσαν σε όλα τα αθλήματα εκτός από τα κότσια, που τα θεωρούσαν παιδιάστικο παιχνίδι αλλά εκεί οι Κολχοί ήσαν πολύ επιτήδειοι. Ο Άψυρτος, ο υποτιθέμενος Κολχός πρωταθλητής πάλης, απέδειξε πως αγνοούσε και τις απλούστερες αρχές του αθλήματος. Όταν αναμετρήθηκε με τον Κάστορα, πήδηξε με την πρώτη εμπρός να του αρπάξει το γόνατο. Αλλά ο Κάστορας ήταν πολύ γρήγορος για τον Άψυρτο. Άρπαξε την αριστερή γροθιά του με το δεξί, τον αριστερό του αγκώνα με το αριστερό, έκανε μια στροφή, τράβηξε όλο το χέρι πάνω από τον αριστερό του ώμο και τίναξε τον Άψυρτο πάνω από το κεφάλι του. Στον δεύτερο γύρο ο Κάστορας, παρακάμπτοντας εύκολα την προσπάθεια του Άψυρτου να πιάσει και να σπάσει ένα από τα δάχτυλά του, τον βούτησε ολόκληρον από τη μέση και τον πέταξε στο έδαφος ανάσκελα.

Ο Ιάσονας δεν πήγε στην μεγάλη αίθουσα του ανάκτορου για δείπνο, με το πρόσχημα ότι η αθλητική καταπόνηση τού έφερε πυρετό. Δήλωσε, λοιπόν, ότι θα παραμείνει κάτω από τα σκεπάσματα μέχρι να ιδρώσει και να γιατρευτεί. Κανείς δεν υποψιάστηκε την απάτη του, γιατί οι πυρετοί του είδους είναι πολύ συνηθισμένοι στην Κολχίδα.

Μόλις σκοτείνιασε τον επισκέφτηκε η Μήδεια. Ήρθε μεταμφιεσμένη με καλύπτρα στο κεφάλι σαν σκυφτή, ρυτιδωμένη, γριά υπηρέτρια, που του έφερε σκεπάσματα για την αρρώστια του. Δεν την πρόσεξε ώσπου του μίλησε με τρεμάμενη φωνή γριάς, λέγοντας: «Άρχοντά μου, είμαι η Μήδεια». Κι αμέσως γέλασε, σκούπισε τις ψεύτικες ρυτίδες από το πρόσωπό της, πέταξε την καλύπτρα αποκαλύπτοντας τις υπέροχες ξανθές κοτσίδες της, κλότσησε πέρα τα παλιοπάπουτσα και το λινό δουλικό χιτώνα και στάθηκε εμπρός του, πεντάμορφη, με το υπέροχο λευκό της φόρεμα, παράξενα χρυσοκεντημένο με κισσόφυλλα και κουκουνάρια έλατου.

Ο Ιάσονας πέταξε τα σκεπάσματα, χτένισε βιαστικά τα μαλλιά του με μια χτένα από ελεφαντόδοντο και στάθηκε μπροστά της, ψηλός και όμορφος, ντυμένος με ένα πορφυρό χιτώνιο, με χρυσοκέντητο περίγυρο στολισμένο στον λαιμό και τους ώμους με κρεμαστές χάντρες ήλεκτρου. Το ρούχο αυτό ήταν λάφυρο από την εισβολή στο ανάκτορο του βασιλιά Άμυκου, του Βέβρυκα.

Μείναν κι οι δυο σιωπηλοί για λίγο, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, εξίσου θαμπωμένοι από το θέαμα της ομορφιάς τους, το οποίο από κοντά αποδείχθηκε καλύτερο απ’ όσο μακριά. Η Μήδεια νόμισε πως ήσαν δυο δέντρα: Εκείνη ένα ολόλευκο κυπαρίσσι, κι εκείνος μια ολόχρυση δρυς, με μεγαλύτερο ύψος. Οι ρίζες τους μπλέκονταν κάτω από τη γη και τα κλαδιά τους σείονταν παράλληλα από την ίδια νότια αύρα. Ο πρώτος τους χαιρετισμός δεν ήταν κάποια λέξη ή ένα σφίξιμο χεριών αλλά ένα τρεμάμενο φιλί. Και παρά το φιλί ένα αίσθημα ντροπής διατήρησε την ευπρέπεια της περίστασης και ο Ιάσονας απόφυγε να εκμεταλλευτεί την προσφορά και να απλώσει τα χέρια του στο κορμί της όπως έκανε με την βασίλισσα Υψιπύλη στην πρώτη τους συνάντηση.

Πρώτος μίλησε, τελικά, ο Ιάσονας: «Αξιολάτρευτη αρχόντισσα, οι άγιες δυνάμεις σου αγνοούν την υπερβολή. Υπάρχουν ιέρειες της Μητέρας οι οποίες διαθέτουν τον διπλό οφθαλμό και τον χρησιμοποιούν για να καταστρέφουν, ενώ εσύ χρησιμοποιείς τον απλό οφθαλμό για να θεραπεύεις και να ολοκληρώνεις».

Η Μήδεια απάντησε με θαυμασμό: «Είσαι ο πρώτος άντρας που με φίλησε ή τον φίλησα, από τότε που ήμουν παιδί και καβαλούσα το γόνατο του πατέρα μου».

Ο Ιάσονας είπε: «Επίτρεψέ μου να ελπίζω ότι μόνον εγώ θα έχω και πάλι τούτο το προνόμιο — μέχρι τη μέρα, ίσως, που ένας γιος θα σ’ αγκαλιάσει από τον λαιμό, θα σε φιλήσει και θα σε πει Μητέρα».

Εκείνη είπε: «Και πώς θα γίνει αυτό, αγαπημένε; Δεν γνωρίζεις ότι με ζήτησε σε γάμο ο γερο-Στύρος, ο Αλβανός ψειροφάγος, και πως για το καλό του βασιλείου του πατέρα μου, δεν μπορώ να αρνηθώ αλλά οφείλω να του χαμογελώ καθώς θα με οδηγεί στο θλιβερό του ορεινό φρούριο πέρα στην Κασπία; Αχ, δεν μπορώ να πω περισσότερα, δεν είναι εύκολο να σου εξηγήσω τη φρίκη την οποία νιώθω απέναντι στην προοπτική αυτού του γάμου — γιατί ο πατέρας μου, μου απαγόρευσε ρητά να εκφράσω οποιοδήποτε παράπονο».

«Ίσως», είπε ο Ιάσονας, «η Μητέρα της Κολχίδας να ξαπλώσει νεκρό τον γέρο μνηστήρα σου στις πύλες του ανάκτορου, αν της το ζητήσεις με θέρμη στην προσευχή σου. Γιατί άκουσα πως στην χώρα των Αλβανών, ο Θεός Ήλιος προβάλλει τον εαυτό του με αυθάδεια σαν ισότιμο προς τη Μητέρα του, τη Σελήνη. Αλλά θα ήταν ατιμωτικό για μένα να σου προτείνω, όπως έκανε η αληθινή σου φίλη, η Νέαιρα, ότι θα πρέπει να λησμονήσεις το καθήκον σου απέναντι στον πατέρα σου και να δραπετεύσεις μαζί μου, πριν φτάσει εδώ τούτος ο άθλιος. Γιατί αν είσαι τόσο ακριβοδίκαιη ώστε να υπακούς στον πατέρα σου στο ασήμαντο θέμα της απαγόρευσης να εκφράσεις το παράπονό σου ενάντια σ’ αυτό τον βέβηλο γάμο, ο οποίος ισοδυναμεί με σκλαβιά, πώς θα μπορούσες να τον παρακούσεις σε ένα σημαντικότερο θέμα;»

Η Μήδεια δεν απάντησε σ’ αυτό το ερώτημα, αλλά ύψωσε το βλέμμα της στα μάτια του και είπε: «Ο Φρόντης με πληροφόρησε ήδη για τον ερωτικό δεσμό σου με την βασίλισσα Υψιπύλη της Λήμνου. Άκουσε την όλη ιστορία από το στόμα του συντρόφου σου, του Εύφημου. Ο Εύφημος, βέβαια, δεν απόδωσε κανένα σφάλμα ή κτηνωδία σε σένα, αλλά δεν είναι αλήθεια ότι εγκατάλειψες τη βασίλισσα μέσα σε δυο μέρες και δεν ανέλαβες καν την υποχρέωση να ξαναγυρίσεις κοντά της;»

«Δεν ήταν δυο αλλά τρεις μέρες», απάντησε ο Ιάσονας κοκκινίζοντας, «κι ήταν μια εντελώς διαφορετική υπόθεση. Ο Φρόντης δεν φέρθηκε καθόλου συντροφικά μεταβιβάζοντας στα αυτιά σου μια παλιά ιστορία, γνωρίζοντας πόσο εύκολα θα με παρεξηγούσες και θα με έκρινες άδικα. Θα σου πω, λοιπόν, αφού θέλεις να ξέρεις, γι’ αυτήν την υπόθεση με λίγα λόγια. Η βασίλισσα Υψιπύλη με κάλεσε να μοιραστώ το κρεβάτι της κυρίως για το συμφέρον του βασιλείου της: χρειαζόταν έναν αρσενικό διάδοχο για τον θρόνο της και ήθελε να του εξασφαλίσει έναν εξέχοντα πατέρα. Στη διάρκεια της επίσκεψής μας, πρόσφερε σε μένα και στο πλήρωμά μου, μιαν υπέροχη φιλοξενία και θα ήμουν ένας αγροίκος άνθρωπος αν δεν το ομολογούσα αυτό. Έτσι, ανάμεσα σε μας και στον λαό της συνέβησαν πολλές ερωτικές προσεγγίσεις, αδιαχώριστες από της πράξη της αναπαραγωγής, και δεν αρνούμαι ότι κι εγώ ο ίδιος την προσέλκυσα πολύ. Παρόλα αυτά δεν την ερωτεύτηκα από την πρώτη ματιά, όπως συνέβη όταν πρωτοαντίκρισα εσένα, ούτε καν με τη δεύτερη. Και απόδειξη για τα αισθήματά μου είναι η έντιμη άρνησή μου να δεχθώ το θρόνο της Λήμνου. Πόσους άντρες γνωρίζεις, Αγαπημένη, που θα αρνιόντουσαν με τη θέλησή τους ένα πλούσιο βασίλειο, ακόμη κι αν το χάρισμα αυτό θα ήταν συνδεδεμένο με τα φιλιά μιας άσχημης γριάς; Και η Υψιπύλη ήταν νέα και κατά γενική ομολογία όμορφη, αν και ψηλότερη από εσένα (υπερβολικά ψηλή για τις προτιμήσεις μου). Είχε μαύρα μαλλιά κι όχι ολόχρυσα σαν τα δικά σου, και ίσια μύτη, όχι λίγο γυρτή σαν του γερακιού, και τα χλωμά της χείλη δεν με προκαλούσαν να τα φιλήσω όπως τα δικά σου, τα κατακόκκινα. Ξέχασα εύκολα την Υψιπύλη αλλά δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω εσένα, ακόμη κι αν αναγεννηθώ σαν τον Φοίνικα της Αιγύπτου. Από την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα η καρδιά μου άρχισε έναν χρυσό χορό. Ξέρεις πώς πάλλεται μια ακτίδα του Ήλιου πάνω στο λευκοβαμμένο ταβάνι ενός υπερώου, όταν αντανακλάται από την επιφάνεια μιας μεγάλης χύτρας γεμάτης με νερό αγιασμένο στην αυλή, την επιφάνεια του οποίου ρυτιδώνει η αύρα του ανέμου; Έτσι χόρεψε κι έτσι χορεύει και τώρα η καρδιά μου».

«Ωστόσο», είπε η Μήδεια, προσπαθώντας να ηρεμήσει τη γοητεία που ασκούσε στην καρδιά της αυτός ο άντρας με λόγια επιφυλακτικά, «ωστόσο, αν ποτέ συμβεί, είτε από τον έγκαιρο θάνατο του Στύρου, είτε από άλλο λόγο, να είμαι ελεύθερη να σου προσφέρω θερμότερα φιλιά από αυτό που απολαύσαμε πριν από λίγο σαν κλέφτες, θα απαιτούσα εκ μέρους σου έναν όρκο ότι θα με παντρευτείς προηγουμένως με όλες τις τιμές και στη συνέχεια θα μοιραστείς μαζί μου τον θρόνο της Κορίνθου. Γιατί ο αδελφός μου, ο Άψυρτος, με μια συμφωνία μυστική μαζί μου, έχει ήδη παραιτηθεί από τα δικαιώματά του εκεί. Και θα απαιτούσα από σένα να με οδηγήσεις πρώτα στην Ίστρια πόλη της Αιαίης, την οποία κυβερνά η Κίρκη, η αδελφή του πατέρα μου, γιατί με κάλεσε κοντά της σ’ ένα όνειρο».

Ο Ιάσονας κατάλαβε αμέσως πως η Μήδεια βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση κι έτσι μπορούσε να κάνει εμπιστευτικές αποκαλύψεις. Είπε: «Είμαι πρόθυμος να πάρω τούτο τον όρκο που ζητάς αμέσως τώρα αν εσύ ταυτόχρονα μου ορκιστείς πως θα με βοηθήσεις να εκπληρώσω τους δυο σκοπούς για τους οποίους ήρθα σε τούτη τη χώρα».

«Ποιοι είναι αυτοί;» τον ρώτησε. «Απ’ όσα μου είπαν, η Φοραδοκέφαλη Θεά του Πήλιου σε πρόσταξε να θάψεις τα οστά του Φρίξου κατά τις ελληνικές συνήθειες, και μάλιστα πριν φύγεις από την Κολχίδα. Πρόθυμα θα σε βοηθήσω σ’ αυτό τον σκοπό και ήδη γνωρίζω τον τρόπο. Ο Ιδήεσας, ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά των Μόσχων, θα έρθει αύριο με τον ετήσιο φόρο. Όπως συνήθως, θα συμβουλευτεί το μαντείο του Προμηθέα, το οποίο οι Μόσχοι έχουν σε μεγάλη υπόληψη, γιατί οι αποκρίσεις που έχουν λάβει μέχρι σήμερα από τον Προμηθέα με το στόμα μου, αποδείχθηκαν πάντοτε αληθινές. Ανάμεσα στα άλλα που θα ειπωθούν στον Ιδήεσα, θα είναι πως ο Προμηθέας αγαπάει τους Μόσχους τόσο ώστε θα τους παραχωρήσει με μεγάλη ευχαρίστηση και ένα δικό τους μαντείο, το οποίο μπορούν να συμβουλεύονται κάθε φορά που ένα ασυνήθιστο γεγονός ταράζει το νου και την ψυχή τους. Οφείλουν κατά συνέπεια να χτίσουν έναν τάφο από πέτρα γυαλιστερή, όμοια με το ιερό του Προμηθέα, κι εκεί να θάψουν με τις καθιερωμένες τελετές, τα ηρωικά οστά τα οποία θα βρει ο Ιδήεσας επιστρέφοντας στο διαμέρισμά του, επάνω στο κρεβάτι του. Το μαντείο θα τον προειδοποιήσει ότι οφείλει να κρύψει αυτά τα οστά από οποιοδήποτε ανθρώπινο μάτι μέχρι να τα αποθέσει στον νέο τάφο. Έπειτα οφείλει να κρατήσει την προέλευσή τους μυστική για πάντα, εκτός κι αν πάψουν να προφητεύουν σωστά, κι ακόμη τον ήρωα να τον αναφέρουν πάντα ως Ευεργέτη. Και η όψη της Θεάς, χάρη στην οποία ο ήρωας αυτός θα προφητεύει, θα είναι η Λευκή Θεά, η Ινώ του Πήλιου. Δεν πρόκειται να αποκαλύψω στον Ιφήεσα, ότι με το όνομα αυτό οι Εφύριοι λατρέψαν την Ινώ, χάρη στην οποία στάλθηκε ο Φρίξος στην Κολχίδα, κι ότι μετά τον φόνο του γιου της και την αυτοκτονία της ταυτίστηκε με την Μητέρα με τα πολλά Ονόματα».

«Αυτό είναι ένα θαυμάσιο εύρημα», είπε ο Ιάσονας, «αλλά ποιός θα κλέψει τα οστά του Φρίξου και θα τα αποθέσει στο κρεβάτι του Ιδήεσα;»

Εκείνη του αποκρίθηκε: «Ποιός άλλος από τον Αυτόλυκο, τον έμπορα της Σινώπης, τον ικανότερο κλέφτη του κόσμου; Ο Φρόντης θα του δείξει τί πρέπει να κάνει. Μίλησέ μου, όμως, τώρα, για τον δεύτερο σκοπό. Ποιά είναι η δεύτερη θεϊκή εντολή που είσαι υποχρεωμένος να εκτελέσεις;»

Ο Ιάσονας είπε: «Θα ορκιστείς πρώτα στο στεφάνι σου ότι ποτέ, ούτε με λόγια, ούτε με νοήματα ούτε με κάποια πράξη, δεν θα αποκαλύψεις αυτό τον σκοπό σε οποιονδήποτε θνητό μέχρι να φτάσουμε σώοι στην Ελλάδα».

Η Μήδεια ορκίστηκε.

Και τότε ο Ιάσονας της είπε: «Πρέπει να πάρω το Χρυσόμαλλο Δέρας από το ιερό του Προμηθέα και να το επιστρέψω στο δρύινο είδωλο του Θεού Κριού στο Λαφύστιο όρος».

Τα μάτια της μεγάλωσαν και τα χείλη της άνοιξαν από τη φρίκη. Τελικά ψιθύρισε: «Τολμάς να ζητάς αυτό το πράγμα από εμένα, την θυγατέρα του Αιήτη και την ιέρεια του ιερού του Προμηθέα;»

«Ναι», της απάντησε, «και με την έγκριση της ίδιας της Μητέρας».

«Λες ψέματα», του φώναξε άγρια. «Λες ψέματα!» Γύρισε και έτρεξε κλαίγοντας έξω από το δώμα, αμεταμφίεστη όπως ήταν.

Εκείνος αιφνιδιάστηκε και δεν μπορούσε τίποτα να πει.

Ευτυχώς οι ανακτορικοί διάδρομοι ήσαν έρημοι εξαιτίας του δείπνου. Η Μήδεια επέστρεψε στα διαμερίσματά της απαρατήρητη. Σε λίγο, ο Ιάσονας, μόνος του άπλωσε τα χέρια και μονολόγησε: «Ήταν σοφό εκ μέρους μου, να μην κάνω το παραμικρό για να την εμποδίσω να φύγει τρέχοντας; Ένας άντρας δεν πρέπει ποτέ να τρέχει πίσω από μια γυναίκα που τον αγαπά. Ένας ψαράς θα βούταγε ποτέ στο νερό να κυνηγήσει ένα ψάρι που έχει ήδη αγκιστρωθεί; Τούτο το λαμπερό μου ψαράκι δεν μπορεί να κολυμπήσει μακρύτερα απ’ όσο του επιτρέπει η πετονιά μου, και η οποία δεν πρόκειται να σπάσει».

Αργότερα την είδε από το παράθυρό του, όρθια πάνω στο άρμα της με τους ημίονους, να διασχίσει τους δρόμους της Αίας προς την ανατολική πύλη και να πηγαίνει στο ναό της Υποχθόνιας Βριμώς. Είχε δεμένα τα ηνία γύρω από τη μέση της και στριφογυρνούσε επιδέξια ένα βαρύ μαστίγιο στο δεξί της χέρι. Δεξιά κι αριστερά της κάθονταν δυο νεαρές ιέρειες, και πίσω από το άρμα ακολουθούσαν τρέχοντας άλλες τέσσερις, με κοντά έως το γόνατο χιτώνια, που κρατιόντουσαν από το κάγκελο του άρματος. Με λυσσαλέες φωνές πίεσε τα ζώα να κάνουν γρήγορα ενώ οι διαβάτες τής άνοιγαν δρόμο να περάσει, τρομαγμένοι από το φοβερό της βλέμμα. Και καθώς ο Ιάσονας την κοιτούσε με απορία, ένας κόρακας του έκραξε από μια λεύκα, φυτρωμένη δίπλα στο παράθυρό του. Ρώτησε, τότε, τον Μόψο, που τον συνόδευε, τί σήμαιναν τα λόγια του πουλιού.

Κι ο Μόψος αποκρίθηκε: «Οι κόρακες μιλούν μονάχα για δυο πράγματα — για τον καιρό και τον έρωτα. Τούτος ο κόρακας σού μίλησε για τον έρωτα, και σε διαβεβαίωσε πως όλα θα πάνε καλά».

[...]


Robert Graves. 1995. Ηρακλής, ο συνταξιδιώτης μου. Μετ. Μάριος Βερέττας. Αθήνα: Alien. Τίτλος πρωτοτύπου: Hercules, my Shipmate (1945).