Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Benoît de Sainte-Maure

Πόλεμος της Τρωάδος

Επιμ. Λίνος Πολίτης

(απόσπασμα)

Ο θρήνος στον νεκρό Έκτορα
(602-713)

Εδά τον θρήνον ας υπάγει ο Δάρειος1 να λέγη,
τον έποικαν οι βασιλείς οι έσωθεν Τρωάδος
διά τον λαμπρόν τον Έκτορα, τον θαυμαστόν εκείνον.
Το κορμίν του ηφέρασιν, εμπάσαν το εις την πόλιν.
Τρέχουσιν πάντες, βασιλείς, άρχοντες, μεγιστάνοι,
αρχόντισσες ευγενικές, βασιλέων θυγατέρες,
μικροί μεγάλοι άπαντες (τίς να τους εγκωμιάση;)
όλοι εκεί συνάγονται τον Έκτορα να κλάψουν.
Κόπτονται πάντες και θρηνούν, την ορφανίαν φωνάζουν.
Αϊλί! ελάλουν θλιβερά, αυθέντα μας κατάρχα2·
όλους γαρ μάς εφύλαγες, όλους μάς εκυβέρνας,
αγάπας μας, ετίμας μας, εδιαφέντευές μας.
Πατήρ γαρ ήσουν ορφανών και των χηρών προστάτης,
φυλάκτορας και κίονας της άτυχης Τρωάδος.
Τίς γαρ να δώση την βουλήν των άτυχων των Τρώων;
τίς να κερδίση τους φρικτούς πολέμους των Ελλήνων;
τίς να εμποδίση την φρικτήν δύναμιν, όπερ έχουν;
Από του νυν οι πόρτες της Τρωάδος να κλεισθούσιν,
αφόν εσένα εχάσαμεν, ποτέ μη ανοιχθώσι!
Εξώπισθέν3 του επήγαιναν ωσάν αποθαμένοι·
Δίκαιον ουκ ένι, ελέγασιν, εξώπισθεν εσένα
τινάς να ζη από του νυν εις τον παρόντα κόσμον.
Εις το παλάτι ακολουθούν μικροί μεγάλοι πάντες·
εκείσε ήλθε ο Πρίαμος δερνόμενος, θρηνώντα·
επάνω εις τον Έκτοραν πίπτει εξαποθαμένος·
πνοή εξ αυτόν ουκ έδειχνεν καν ποσώς να εβγαίνη·
με βίαν τον εσήκωσαν οι βασιλείς απόκει,
στην τσάμπραν4 τον εβάλασιν ωσάν αποθαμένον.
Ο Πάρις ξενοχάραγον5 θρήνον μεγάλον κάμνει·
τα δάκρυά του υπάγαιναν, κράτημαν ουδέν είχαν.
Τον καιρόν αναθεματεί και εκείνην την ημέραν,
οπόταν εξημέρωσεν, ο πόλεμος εγίνη.
Άκουσον τί του έλεγεν του άτυχου Εκτόρου:
Αυθέντη μου ακριβέστατε, ευγενικέ στρατιώτα,
οπού ήσουν άνθος και τιμή όλων των ανδρειωμένων,
τίς να νικήση τους πολλούς πολέμους των Ελλήνων;
τες φοβερές ανδραγαθιές τίς τώρα να τες κάμνη;
Φλάμουλόν6 μου ευγενικόν, οπού σ’ ετρέμαν πάντες,
τείχος και κάστρον φοβερόν και πύργος της Τρωάδος,
αϊλί! κρίμα το εγίνετο απέ τον θάνατόν σου!
Του γένους μας όλη η τιμή ήσουν εσύ και η δόξα.
Αλλά γοργόν ο θάνατος να γένηται εις εκείνον,
οπου σέ εθανάτωσεν, ου μη πολλά αργήση
εμπρός παρά να πληρωθεί το τέλος του πολέμου.
Αν με σκοτώση, τίποτε ουκ έχω το εις τον κόσμον·
μόνον αυτός να απόθανεν, εσύ να εξεδικήθης
και ουκ ημπορεί να έλειψεν, αν ήθελε ποθάνει.
Και τότε εις τον Έκτορα πίπτει εξαποθαμένος.
Ο Τρώιλος ο θαυμαστός, έδε θρήνον τον κάμνει,
οπού ποτέ του άνθρωπος ουκ είδεν εις τον κόσμον,
ως έποικεν ο Τρώιλος· τόσα γαρ τον ηγάπα.
Ήλθεν και η μητέρα του μετά τες αδελφές του,
η Ανδρομαθά η ευγενική και η Κασσάνδρα ομοίως,
Πολύξενη η ερωτική μετά της κυρα-Λένης·
όλοι τας εκρατούσασιν, ουκ ημπορούν να στέκουν,
κλαίουν, φωνάζουν, δέρνονται, κάμνουν μεγάλον θρήνον,
πίπτουν και αποθνήσκουσιν απάνω του καθ’ ώραν.
Τίς να τες είδεν, μη θλιβή και από καρδίας μη κλαύση;
Εδά, Κασσάνδρα φρόνιμη, έρχονται όσα είπες,
αν είχαν κάμει τό ’λεγες, τούτο να μη εγίνη.
Η Έκουβα η μητέρα του ταύτα τον συντυχαίνει:
Υιέ μου, λέγει, κάλλιστε, υιέ μου φουμισμένε,
εσύ ’σουν η αγάπη μου, εσύ ’σουν η ψυχή μου·
εσύ το παρηγόρημα και η απαντοχή μου.
Εβλέποντα το αίμα σου πώς την γην φοινικίζει,
αρχίσασιν οι θλίψες μου, ποτέ ου μη να λείψουν
ως ότε να έλθω και εγώ να σε ιδώ εις τον Άδην.
Ας έλθι τώρα ο θάνατος· ου χρήζω πλέον να ζήσω.
Τον χωρισμόν σου ουκ ημπορώ, υιέ μου, να υπομείνω.
Άνοιξε, υιέ, τα ομμάτια σου, σύντυχε της μητρός σου,
μη με σιγών, γλυκύτατε, παρέλθης εις τον Άδην. —
Και ταύτα ειπών απάνω του πίπτει εξαποθαμένη,
η Ελένη και οι έτερες αρχόντισσες μετ’ αύτην.
Η Ανδομαθά τόσα έκλαυσεν, η γυνή του Εκτόρου,
ότι έχασε την λαλιάν, ουκ ημπορεί συντύχει,
ουδέ πνοή εξήρχετον εξ αύτην το παράπαν.
Ως νεκρήν την εσήκωσαν, επήραν την εκείθεν,
εις κλινάριν ολόχρυσον ήραν εκοίμισάν την.
Η Ελένη όμοιον έποικεν ξενοχάραγον θρήνον.
Της Πολυξένης της λαμπράς τον θρήνον τίς να γράψη;
Εύκαιρα7 να κοπίαζεν, απέ τα δέκα ένα
ου μη εδυνήθη νά ’γραψε τον θρήνον τον εποίκαν.
Βασιλεύς τόσο ευγενικός ουκ ήταν ουδέ δούκας,
να μη έκαμεν τα μάτια του δάκρυα να υπάγουν.
Εις το παλάτιν το χρυσόν τα περιμουσειωμένον8,
όπου οι λίθοι αστράπτουσι την νύκτα ως ημέραν,
εκεί ηφέραν το θαυμαστόν κορμίτσιν του Εκτόρου·
πρώτον εξαρματώσαν τον, απαύτου τον επλύναν
μετά οίνου μυρεψικού λευκότερον ως ήτον,
με σπίθες, με μυριστικά είδη καλά βρασμένα·
τα σωθικά εξηβάλασιν και αρώματα τον βάνουν
και βαλσαμόλαιον άπληστον εχρίσαν το κορμίν του,
απέσωθεν και έξωθεν μετά των αρωμάτων·
από πανίν ευγενικόν, ολόχρυσον καθόλου,
γαρνισμένον9, πανέμνοστον, μετά λιθομαργάρων,
εκόψαν το κι εράψαν τον, τον Έκτορα ενδύσαν,
ενδύσαν, υποδήσαν τον, φέρνουν τον και καπάσι10
οίον ο κόσμος πούπετε καλλιότερον ουκ είδεν·
θρονίν ηφέρασιν χρυσόν, απάνω τον καθίζουν·
εφαίνετόν σου ζωντανός είναι, αποκοιμισμένος·
απαύτου τον εποίκασιν ευγενικόν κρεβάτιν,
όσον ου δύναμαι να ειπώ τί έχρηζεν το κρεβάτιν·
και θυμιατήρια ολόχρυσα, λαμπάδες χρυσωμένες.
Οι ψάλτες του της πίστεως, επίσκοποι όσοι αν ήταν,
όλοι γοργόν συνάγονται, οληνυκτίς εψάλλαν.
Εφαίνετόν σε επαίρνετον η πόλις εκ τον θρήνον.

Λίνος Πολίτης. 1967. "Πόλεμος της Τρωάδος" (απόσπασμα). Ποιητική Ανθολογία. Βιβλίο πρώτο: Πριν από την άλωση. Αθήνα: Γαλαξίας.



1. Δάρειος: ο Δάρης από τη Φρυγία.


2. κατάρχα: άρχοντα.


3. εξώπισθεν: ύστερ’ από σένα.


4. τσάμπρα: (chambre) κάμαρα.


5. ξενοχάραγον: αλλόκοτον, παράξενον.


6. φλάμουλον: σημαία.


7. εύκαιρα: θα κοπίαζε μάταια.


8. περιμουσειωμένον: στολισμένο με ψηφιδωτά.


9. γαρνισμένον: κοσμημένο, στολισμένο.


10. καπάσι: κάλυμμα του κεφαλιού, περικεφαλαία.