Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Margaret Atwood

Πηνελοπιάδα

Ο μύθος της Πηνελόπης και του Οδυσσέα

Μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς

(αποσπάσματα)


12

Η αναμονή


Τί να σας πω για τα επόμενα δέκα χρόνια; Ο Οδυσσέας σάλπαρε για την Τροία. Εγώ έμεινα στην Ιθάκη. Ο ήλιος ανέτελλε, διέσχιζε τον ουρανό, έδυε. Ελάχιστες φορές μου πέρασε απ’ το μυαλό η ιδέα ότι αυτό που έβλεπα ήταν το πύρινο άρμα του Ήλιου. Το φεγγάρι έκανε το ίδιο, αλλάζοντας φάσεις τη μια μετά την άλλη. Πολύ σπάνια θυμόμουν ότι δεν ήταν παρά το ασημένιο πλοίο της Άρτεμης. Οι τέσσερις εποχές ακολουθούσαν η μια την άλλη, πάντα με την ίδια σειρά: άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας. Συχνά φυσούσε ο άνεμος. Ο Τηλέμαχος μεγάλωνε χρόνο με το χρόνο, τρώγοντας πολύ κρέας, και τον αγαπούσαν όλοι.

Μαθαίναμε νέα για τον πόλεμο στην Τροία: μερικές φορές καλά, μερικές φορές άσχημα. Οι βάρδοι έλεγαν τραγούδια για τους σπουδαίους ήρωες — τον Αχιλλέα, τον Αγαμέμνονα, τον Αίαντα, τον Μενέλαο, τον Έκτορα, τον Αινεία και τους άλλους. Δεν μ’ ένοιαζε καθόλου γι’ αυτούς: αυτό που περίμενα εγώ ήταν νέα του Οδυσσέα. Πότε θα γύριζε για να με λυτρώσει απ’ την ανία; Εμφανίζονταν κι εκείνος στα τραγούδια, και οι στιγμές αυτές ήταν για μένα ξεχωριστές. Πότε έβγαζε κάποιον εμπνευσμένο λόγο, πότε συμφιλίωνε τις αντίπαλες φατρίες, πότε κατάφερνε με το πολυμήχανο μυαλό του να κάνει το άσπρο μαύρο και το μαύρο άσπρο, πότε έδινε σοφές συμβουλές και πότε μασκαρευόταν σαν φευγάτος σκλάβος και κατάφερνε έτσι να μπει στην Τροία και να μιλήσει με την ίδια την Ελένη, η οποία —όπως έλεγε το τραγούδι— τον έλουζε και τον άλειφε μύρο με τα ίδια της τα χέρια.

Αυτό το τελευταίο δεν μου άρεσε καθόλου.

Ώσπου τελικά νά τον πάλι να συλλαμβάνει την ιδέα του ξύλινου αλόγου με τους κρυμμένους στρατιώτες. Και μετά —έφεραν κορφή κορφή το μήνυμα οι πυρές— η Τροία έπεσε. Ακολούθησαν πληροφορίες για μεγάλη σφαγή και λεηλασία στην πόλη. Στους δρόμους το αίμα έτρεχε ποτάμι, ο ουρανός πάνω απ’ το παλάτι είχε γίνει κόκκινος απ’ τις φλόγες· αθώα αγοράκια τα πέταξαν στους γκρεμούς κι όλες οι Τρωαδίτισσες θεωρήθηκαν λεία των κατακτητών, ανάμεσα σ’ αυτές και οι κόρες του Πριάμου. Και τελικά έφτασαν τα πολυπόθητα νέα: τα ελληνικά πλοία είχαν σαλπάρει για την πατρίδα.

Και μετά, τίποτα.


Κάθε μέρα ανέβαινα στον τελευταίο όροφο του παλατιού κι αγνάντευα πέρ’ από το λιμάνι. Οι μέρες περνούσαν αλλά δεν φαινόταν κανένα σημάδι του Οδυσσέα. Μερικές φορές έρχονταν καράβια, αλλά όχι εκείνο που ποθούσα να δω.

Όμως τα καράβια έφερναν μαζί τους φήμες και διαδόσεις. Ο Οδυσσέας κι οι άντρες του είχαν μεθύσει στο πρώτο λιμάνι που έπιασαν και οι άντρες είχαν στασιάσει, έλεγαν μερικοί· όχι, έλεγαν άλλοι, είχαν φάει ένα μαγικό φυτό που τους είχε κάνει να χάσουν τη μνήμη τους και ο Οδυσσέας τούς είχε σώσει δένοντάς τους και κουβαλώντας τους έναν έναν στα καράβια. Ο Οδυσσέας είχε παλέψει μ’ ένα μονόφθαλμο γίγαντα, τον Κύκλωπα, έλεγαν μερικοί· όχι, αυτό ο μονόφθαλμος ήταν ένας ταβερνιάρης, έλεγαν κάποιοι άλλοι, κι ο καβγάς ήταν για το λογαριασμό. Κάποιοι απ’ τους άντρες είχανε φαγωθεί από κανίβαλους, έλεγαν μερικοί· όχι, ήταν ένας συνηθισμένος καβγάς, έλεγαν άλλοι, με δαγκώματα αυτιών, ματωμένες μύτες, μαχαιρώματα και ξεκοιλιάσματα. Ο Οδυσσέας είχε βρει καταφύγιο στην κατοικία μιας θεάς σ’ ένα μαγεμένο νησί, έλεγαν κάποιοι· εκείνη είχε μεταμορφώσει τους άντρες του σε γουρούνια —καθόλου δύσκολη δουλειά, κατά την άποψή μου— αλλά τους ξανάκανε ανθρώπους, γιατί τον είχε ερωτευτεί και τον φίλευε ανήκουστες λιχουδιές φτιαγμένες από τα ίδια της τ’ αθάνατα χέρια, και οι δυο τους έβγαζαν τα μάτια τους παθιασμένα κάθε βράδυ· όχι, έλεγαν κάποιοι άλλοι, είχε σπιτωθεί σ’ ένα πορνείο κι έπαιρνε μίζα απ’ τη μαντάμ.

Περιττό να πω βέβαια ότι οι βάρδοι αυτοσχεδίαζαν πάνω στα θέματα αυτά και τα στόλιζαν δεόντως. Έλεγαν πάντα την πιο εξευγενισμένη εκδοχή όταν ήμουν παρούσα — την εκδοχή στην οποία ο Οδυσσέας ήταν έξυπνος, γενναίος και εφευρετικός, πάλευε με υπερφυσικά τέρατα και τον αγαπούσαν οι θεές. Ο μόνος λόγος που δεν είχε γυρίσει ήταν γιατί ένας θεός —ο θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας, κατά μερικούς— τον κατάτρεχε, γιατί ο Οδυσσέας είχε τυφλώσει τον Κύκλωπα, που ήταν γιος του. Ή τον κατάτρεχαν διάφοροι άλλοι θεοί. Ή οι Μοίρες. Ή κάτι άλλο. Γιατί σίγουρα —υπονοούσαν οι βάρδοι θέλοντας να με κολακέψουν— μόνο μια ισχυρή θεϊκή δύναμη θα μπορούσε να εμποδίσει τον άντρα μου να γυρίσει τρέχοντας στην ερωτική μας φωλιά και στα συζυγικά μου κάλλη.

Όσο περισσότερο φόρτωναν τα στιχάκια τους, τόσο ακριβότερα δώρα περίμεναν από μένα. Κι εγώ ποτέ δεν τους χάλαγα χατίρι. Ακόμα κι ένα ολοφάνερα κατασκευασμένο παραμύθι είναι κάποια ανακούφιση όταν δεν έχεις καμιά άλλη.


Η πεθερά μου πέθανε, σταφιδιασμένη σαν ξερή λάσπη κι αρρωστημένη απ’ την ατέλειωτη αναμονή, σίγουρη πια ότι ο Οδυσσέας δεν θα γύριζε ποτέ. Στο μυαλό της το σφάλμα ήταν δικό μου κι όχι της Ελένης: δεν έπρεπε να πάρω μαζί μου το παιδί στο χωράφι που όργωνε ο Οδυσσέας! Η γριά Ευρύκλεια γέρασε ακόμα περισσότερο. Το ίδιο κι ο πεθερός μου, ο Λαέρτης. Έχασε κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή του παλατιού κι έφυγε στην εξοχή για ν’ ασχοληθεί με τα χωράφια του, όπου τον έβλεπαν να περιφέρεται φορώντας τριμμένα ρούχα και μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο γι’ αχλαδιές. Είχα την υποψία πως είχε αρχίσει να τα χάνει τελείως.

Έτσι βρέθηκα να χειρίζομαι την τεράστια περιουσία του Οδυσσέα ολομόναχη. Με κανέναν τρόπο δεν είχα προετοιμαστεί για ένα τέτοιο γιγάντιο έργο όσο ζούσα στη Σπάρτη. Ήμουν πριγκίπισσα, στο κάτω κάτω, κι αυτοί που δούλευαν ήταν πάντα οι άλλοι. Η μητέρα μου, αν και ήταν βασίλισσα, δεν είχε αποτελέσει καλό παράδειγμα. Δεν της άρεσαν καθόλου τα φαγητά που έτρωγαν οι άλλοι στο μεγάλο παλάτι, όπου βασικό συστατικό ήταν το κρέας· προτιμούσε —το πολύ πολύ— κάνα δυο μικρά ψαράκια με λίγα φύκια για γαρνιτούρα. Είχε έναν τρόπο να τρώει το ψάρι ωμό, αρχίζοντας απ’ το κεφάλι, κι εγώ καθόμουν κάθε φορά και την παρακολουθούσα κατάπληκτη, μην μπορώντας να συνηθίσω την ιδέα. Ξέχασα μάλλον να σας πω ότι είχε μικρά και μυτερά δοντάκια.

Δεν της άρεσε καθόλου να διατάζει τους υπηρέτες και να τους τιμωρεί, αν και μπορούσε ξαφνικά να σκοτώσει κάποιον που την ενοχλούσε —δεν εννοούσε με τίποτα να καταλάβει πως οι υπηρέτες αποτελούσαν περιουσιακά στοιχεία—, και την άφηναν παντελώς αδιάφορη το γνέσιμο και η υφαντική. «Ένα σωρό κόμποι. Δουλειά γι’ αράχνες. Ας την κάνουν λοιπόν αυτές», έλεγε. Όσο για το καθήκον της επίβλεψης των αποθεμάτων σε τροφές, σε κρασί και σ’ αυτό που αποκαλούσε «χρυσά παιχνιδάκια των θνητών ανθρώπων» που φυλάσσονταν στις αποθήκες του παλατιού, γελούσε και μόνο με τη σκέψη. «Οι Ναϊάδες ξέρουν να μετράνε μέχρι το τρία», έλεγε. «Τα ψάρια κολυμπάνε σε κοπάδια, όχι σε καταλόγους. Ένα ψάρι, δύο ψάρια, τρία ψάρια, κι άλλο ψάρι, κι άλλο ψάρι, κι άλλο ψάρι! Έτσι τα μετράμε!» Γελούσε με το κελαρυστό της γέλιο. «Εμείς οι αθάνατοι δεν είμαστε σφιχτοχέρηδες — δεν αποθησαυρίζουμε τίποτα! Αυτά τα πράγματα είναι ανόητα». Κι αμέσως ξεγλιστρούσε για να κάνει μια βουτιά στο σιντριβάνι του παλατιού ή εξαφανιζόταν επί μέρες ολόκληρες για ν’ ανταλλάξει αστεία με τα δελφίνια και να κάνει φάρσες στα μύδια.

Έτσι στο παλάτι της Ιθάκης αναγκάστηκα να τα μάθω όλα απ’ την αρχή. Στην αρχή μ’ εμπόδισε η Ευρύκλεια, η οποία ήθελε να κάνει κουμάντο στα πάντα, αλλά τελικά συνειδητοποίησε ότι αυτά που έπρεπε να γίνουν ήταν υπερβολικά πολλά, ακόμα και για έναν παθιασμένο κι εργασιομανή άνθρωπο σαν εκείνη. Καθώς περνούσαν τα χρόνια ανακάλυψα την ανάγκη των απογραφών και των καταλόγων —όπου υπάρχουν δούλοι, υπάρχουν και κλοπές, αν δεν έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα— κι ασχολήθηκα με το σχεδιασμό του μενού και της γκαρνταρόμπας του παλατιού. Αν και τα ρούχα των δούλων ήταν χοντροφτιαγμένα, χαλούσαν πολύ γρήγορα κι έτσι αναγκαζόμασταν να τα αντικαθιστούμε πολύ συχνά, οπότε χρειάστηκε να δώσω προσωπικά οδηγίες στις γνέστρες και στις υφάντρες για το πώς ακριβώς έπρεπε να τα φτιάχνουν. Οι αλεστές του καλαμποκιού ήταν στον πάτο της ιεραρχίας των δούλων και τους είχαμε κλειδωμένους σ’ ένα παράσπιτο — συνήθως τους βάζαμε εκεί λόγω κακής διαγωγής και μερικές φορές ξεσπούσαν καβγάδες ανάμεσά τους, γι’ αυτό έπρεπε να παρακολουθώ τις οποιεσδήποτε αντιζηλίες και βεντέτες.

Οι άντρες δούλοι δεν έπρεπε να κοιμούνται με τις γυναίκες, τουλάχιστον όχι χωρίς άδεια. Αυτό το θέμα ήταν πολύ λεπτό. Πολλές φορές ερωτεύονταν μεταξύ τους και ζήλευαν, όπως ακριβώς και οι ανώτεροί τους, κι αυτό δημιουργούσε πολλούς μπελάδες. Αν τα πράγματα ξέφευγαν απ’ τον έλεγχο, τότε φυσικά αναγκαζόμουν να τους πουλήσω. Αν όμως απ’ αυτά τα ζευγαρώματα γεννιόταν κάποιο όμορφο παιδί, συχνά το κρατούσα και το μεγάλωνα η ίδια, μαθαίνοντάς το τους τρόπους ενός εξευγενισμένου κι ευχάριστου υπηρέτη. Ίσως κάποια απ’ αυτά τα παιδιά να τα παραχάιδεψα. Η Ευρύκλεια συχνά μου το ’λεγε αυτό.

Η Ροδομάγουλη Μελανθώ ήταν ένα απ’ αυτά τα παιδιά.

Μέσω του θαλαμηπόλου μου έκανα παζάρια για τις προμήθειες και σύντομα έβγαλα όνομα πανέξυπνης διαπραγματεύτριας. Μέσω του επιστάτη μου επέβλεπα τους αγρούς και τα κοπάδια και φρόντισα να μάθω λεπτομέρειες για την αναπαραγωγή των προβάτων και των αγελάδων και για τον τρόπο με τον οποίο εμπόδιζαν τις γουρούνες να φάνε τα γουρουνάκια τους. Καθώς αποκτούσα πείρα, άρχισα σιγά σιγά ν’ απολαμβάνω τις συζητήσεις για τέτοιου είδους χωριάτικες και βρόμικες υποθέσεις. Ήταν πηγή μεγάλης περηφάνιας για μένα όταν ο χοιροβοσκός μου ερχόταν να μου ζητήσει συμβουλές.

Σκοπός μου ήταν ν’ αβγατίσει η περιουσία του Οδυσσέα, έτσι ώστε όταν θα γύριζε πίσω να ήταν ακόμη πιο πλούσιος από τότε που έφυγε — να είχε πιο πολλά πρόβατα, πιο πολλές αγελάδες, πιο πολλά γουρούνια, πιο πολλά σταροχώραφα, πιο πολλούς δούλους. Είχα πεντακάθαρη την εικόνα στο μυαλό μου: ο Οδυσσέας γυρνούσε, κι εγώ, με γυναικεία ταπεινοφροσύνη, του αποκάλυπτα πόσο καλά τα είχα πάει σε κάτι που παραδοσιακά θεωρούνταν αντρική δουλειά. Για λογαριασμό του, φυσικά. Πάντα γι’ αυτόν. Πώς θα έλαμπε το πρόσωπό του απ’ τη χαρά! Πόσο ευχαριστημένος θα ήταν μαζί μου! «Αξίζεις χίλιες φορές παραπάνω απ’ την Ελένη», θα ’λεγε. Και θα μ’ έκλεινε τρυφερά στην αγκαλιά του.


Παρά τις ασχολίες και τις ευθύνες, ένιωθα πιο μόνη από κάθε άλλη φορά. Πού ήταν οι σοφοί σύμβουλοί μου; Σε ποιόν μπορούσα να βασιστώ εκτός απ’ τον εαυτό μου; Πολλές νύχτες έκλαιγα μέχρι που μ’ έπαιρνε ο ύπνος ή προσευχόμουν στους θεούς να μου φέρουν είτε τον αγαπημένο μου άντρα είτε ένα γρήγορο θάνατο. Η Ευρύκλεια μού ετοίμαζε χαλαρωτικά μπάνια και μου έφερνε γλυκόπιοτα ποτά τα βράδια, αν και όχι χωρίς αντίτιμο. Είχε την ενοχλητική συνήθεια ν’ αραδιάζει λαϊκές παροιμίες, με σκοπό, υποτίθεται, ν’ ατσαλώσει την αποφασιστικότητά μου και να μ’ ενθαρρύνει στην αποτελεσματική διεκπεραίωση των δύσκολων καθηκόντων μου:


Σαν κλαις με ήλιο λαμπερό στον ουρανό,

αφήνεις άντρα και παιδάκι νηστικό.

ή

Όποια ξοδεύεται στους θρήνους,

διώχνει μακριά ακόμα και τους φίλους.

ή

Σαν τεμπελιάζει όλη μέρα η κυρά,

οι δούλοι πιάνουν το δικό τους το χαβά,

κι αν δεν τους καταχεριάσεις,

τ’ αυγά και τα καλάθια θε να χάσεις.


και άλλα παρόμοια. Αν ήταν μικρότερη σε ηλικία, θα την πλάκωνα στα χαστούκια, μά τους θεούς.

Όμως οι παροτρύνσεις της πρέπει να είχαν και κάποιο αποτέλεσμα, γιατί την ημέρα κατάφερνα να δείχνω προς τα έξω χαρούμενη και γεμάτη ελπίδα, αν όχι για τον εαυτό μου, τουλάχιστον για τον Τηλέμαχο. Του έλεγα ιστορίες για τον Οδυσσέα — τί φοβερός πολεμιστής που ήταν, πόσο έξυπνος, πόσο ανδροπρεπής, και τί ωραία που θα ήταν όλα όταν θα ξαναγύριζε σπίτι.

Υπήρχε μια γενική περιέργεια στον κόσμο σχετικά μ’ εμένα, φυσικό πράγμα άλλωστε για τη σύζυγο —ή μήπως χήρα;— ενός τόσο διάσημου άντρα· ξένα πλοία έρχονταν να μας επισκεφτούν με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα, φέρνοντάς μας καινούριες φήμες. Κάποια απ’ αυτά βολιδοσκοπούσαν την κατάσταση: αν αποδεικνύονταν ότι ο Οδυσσέας ήταν νεκρός, θεός φυλάξοι δηλαδή, ήμουν διατεθειμένη να δεχτώ γαμήλιες προσφορές; Εγώ και οι θησαυροί μου. Αγνοούσα αυτούς τους υπαινιγμούς, καθώς συνέχιζαν να φτάνουν νέα απ’ τον άντρα μου — αμφίβολα νέα, αλλά πάντως νέα.

Ο Οδυσσέας είχε πάει στον Κάτω Κόσμο για να συμβουλευτεί τους νεκρούς, έλεγαν κάποιοι. Όχι, είχε περάσει τη νύχτα του σε μια υγρή σπηλιά γεμάτη νυχτερίδες, έλεγαν οι αμφισβητίες. Έβαλε τους άντρες του να κλείσουν με κερί τ’ αυτιά τους, είπε ένας, καθώς περνούσαν στ’ ανοιχτά του νησιού των Σειρήνων —αυτές οι Σειρήνες ήταν μισές πουλιά και μισές γυναίκες και έπειθαν με το τραγούδι τους τούς ταξιδιώτες ν’ αποβιβαστούν στο νησί τους για να τους φάνε—, ενώ ο ίδιος είχε βάλει να τον δέσουν στο κατάρτι για να μπορέσει ν’ ακούσει το ακαταμάχητο τραγούδι τους χωρίς να πέσει στο νερό. Όχι, είπε κάποιος άλλος, ήταν ένα πορνείο πολυτελείας στη Σικελία και οι παλλακίδες εκεί ήταν γνωστές για το μουσικό τους ταλέντο και για τα πλουμιστά τους ενδύματα.

Δεν ήξερα τί να πιστέψω. Μερικές φορές μου φαινόταν πως οι άνθρωποι έβγαζαν απ’ το μυαλό τους αυτές τις ιστορίες για να με αναστατώσουν και για να δουν τα μάτια μου να βουρκώνουν. Έχει τη χάρη του να βασανίζεις τους ευάλωτους.

Η οποιαδήποτε φήμη ωστόσο ήταν καλύτερη απ’ το τίποτα, γι’ αυτό τις άκουγα όλες με λαχτάρα. Όμως μετά από κάμποσα χρόνια οι φήμες έπαψαν να έρχονται εντελώς: ο Οδυσσέας έμοιαζε να ’χει εξαφανιστεί από προσώπου γης.


26

Χορικό:

Η δίκη του Οδυσσέα βιντεοσκοπημένη από τις θεραπαινίδες


ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ

Εξοχάτατε, επιτρέψτε μου να υποστηρίξω την αθωότητα του πελάτη μου, του Οδυσσέα, ενός μυθικού ήρωα μεγάλης φήμης, ο οποίος βρίσκεται ενώπιόν σας κατηγορούμενος για πολλαπλούς φόνους. Ήταν ή δεν ήταν δικαιολογημένοι οι φόνοι, διά της εξακοντίσεως βελών και δοράτων —δεν αμφισβητούμε τους ίδιους τους φόνους ή τα χρησιμοποιηθέντα όπλα—, άνω των εκατόν είκοσι αριστοκρατών νεαρής ηλικίας, οι οποίοι, επιτρέψτε μου να τονίσω, κατανάλωναν δικά του φαγητά χωρίς την άδειά του, ενοχλώντας τη σύζυγό του και συνωμοτώντας να δολοφονήσουν το γιο του και να υπεξαιρέσουν το θρόνο του; Υποστηρίζει ο αξιότιμος συνάδελφος της πολιτικής αγωγής ότι ο Οδυσσέας δεν είχε αυτό το δικαίωμα καθότι ο φόνος αυτών των νεαρών δεν ήταν παρά μια ακραία αντίδραση στο γεγονός ότι έτρωγαν κι έπιναν λίγο παραπάνω από το κανονικό στο παλάτι του.

Αναφέρθηκε επίσης ως επιχείρημα ότι ο Οδυσσέας και/ή οι κληρονόμοι του ή οι πληρεξούσιοί του έλαβαν υλική αποζημίωση για τα φαγώσιμα τα οποία έλειπαν και θα έπρεπε να έχουν δεχτεί αυτή την αποζημίωση χωρίς περαιτέρω αντιδράσεις. Όμως αυτή η αποζημίωση είχε προσφερθεί από τους ίδιους εκείνους νεαρούς οι οποίοι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις μας, δεν είχαν κάνει απολύτως τίποτα για να περιορίσουν τις ακόρεστες ορέξεις τους, να υπερασπιστούν τον Οδυσσέα και να προστατέψουν την οικογένειά του. Δεν είχαν δείξει καμιά αφοσίωση στο πρόσωπό του κατά τη διάρκεια της απουσίας του· το αντίθετο μάλιστα. Άρα, πόσο μπορούσε να βασίζεται κανείς στο λόγο τους; Θα μπορούσε οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος να πιστέψει ότι θα πλήρωναν έστω και για ένα μόνο βόδι απ’ όσα είχαν υποσχεθεί;

Θα πρέπει επίσης να εξετάσουμε τη διαφορά δυναμικότητας ανάμεσα στις δυο πλευρές. Εκατόν είκοσι καταχραστές, δέκα πάνω δέκα κάτω δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, απέναντι σε έναν ή —στην καλύτερη περίπτωση— τέσσερις, δεδομένου ότι ο Οδυσσέας είχε όντως συνεργούς, όπως τους ονόμασε ο συνάδελφός μου· δηλαδή, είχε έναν άγουρο νεαρό συγγενή εξ αίματος και δύο υπηρέτες χωρίς καμία πείρα μάχης — τί θα εμπόδιζε λοιπόν αυτούς τους νεαρούς να προσποιηθούν ότι θα έκλειναν κάποια συμφωνία με τον Οδυσσέα, και τη νύχτα, όταν δεν θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, να πέσουν επάνω του και να τον κομματιάσουν; Ισχυριζόμαστε λοιπόν ότι αδράχνοντας τη μοναδική ευκαιρία που ήταν διατεθειμένη να του δώσει η Μοίρα, ο αξιότιμος πελάτης μου Οδυσσέας έκανε ό,τι έκανε ευρισκόμενος σε αυτοάμυνα. Ζητούμε λοιπόν από την εξοχότητά σας ν’ απορρίψετε την υπόθεση.


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Η επιχειρηματολογία σας με βρίσκει μάλλον σύμφωνο.


ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ

Σας ευχαριστώ, εξοχότατε.


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Τί είναι αυτή η φασαρία εκεί πίσω; Ησυχία! Κυρίες μου, πάψτε να γίνεστε θέαμα! Ευπρεπιστείτε! Και βγάλτε αυτά τα σκοινιά απ’ το λαιμό σας! Καθίστε κάτω!


ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΕΣ

Εμάς μας ξεχάσατε! Τί θα γίνει με τη δική μας υπόθεση; Δεν μπορείτε να τον αφήσετε να φύγει! Μας κρέμασε εν ψυχρώ! Δώδεκα γυναίκες! Δώδεκα νεαρά κορίτσια! Χωρίς κανένα λόγο!


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

(Προς το συνήγορο της υπεράσπισης.)

Αυτή είναι καινούρια κατηγορία. Κανονικά θα πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί σε διαφορετική δίκη· αλλά καθώς τα δυο ζητήματα φαίνεται να σχετίζονται άμεσα, είμαι διατεθειμένος ν’ ακούσω τα επιχειρήματά σας τώρα. Τί έχετε να πείτε εκ μέρους του πελάτη σας;


ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ

Ενεργούσε μέσα στα όρια των νομίμων δικαιωμάτων του, εξοχότατε. Αυτές οι γυναίκες ήταν δούλες του.


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Ωστόσο όμως θα πρέπει να είχε κάποιο λόγο. Ακόμα και οι δούλοι δεν επιτρέπεται να σκοτώνονται χωρίς λόγο. Τί είχαν κάνει αυτά τα κορίτσια ώστε ν’ αξίζουν την τιμωρία που τους επεβλήθη;


ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ

Έκαναν έρωτα χωρίς άδεια.


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Χμμμ. Μάλιστα. Με ποιόν έκαναν έρωτα;


ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ

Με τους εχθρούς του πελάτη μου, εξοχότατε. Εκείνους που θα εποφθαλμιούσαν τη γυναίκα του, για να μη μιλήσουμε για τη ζωή του. (Γελάει αυτάρεσκα με την εξυπνάδα του.)


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Βλέπω εδώ ότι αυτές οι δώδεκα ήταν οι πιο μικρές από τις θεραπαινίδες.


ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ

Ναι, φυσικά. Ήταν οι πιο όμορφες και οι πιο ερωτεύσιμες, ασφαλώς. Οι περισσότερες τουλάχιστον.


(Οι θεραπαινίδες γελούν πικρά.)


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

(Ξεφυλλίζοντας την Οδύσσεια.)

Γράφει εδώ, σ’ αυτό το βιβλίο —ένα βιβλίο που θα πρέπει να το συμβουλευτούμε, καθώς είναι η πιο αξιόπιστη πηγή μας για το θέμα, αν και έχει εμφανείς ανήθικες τάσεις και περιέχει υπερβολικά μεγάλες ποσότητες σεξ και βίας, κατά τη γνώμη μου—, λέει εδώ —μια στιγμή— στη ραψωδία χ, ότι οι θεραπαινίδες βιάστηκαν. Τις βίασαν οι Μνηστήρες. Κανείς δεν τους απέτρεψε. Επίσης λέει εδώ πως τις θεραπαινίδες χρησιμοποιούσαν οι Μνηστήρες κατά βούληση για τους επονείδιστους και/ή αηδιαστικούς σκοπούς τους. Ο πελάτης σας τα ήξερε όλ’ αυτά — το έχει πει ο ίδιος, έτσι τουλάχιστον λέει το βιβλίο. Άρα οι θεραπαινίδες ήταν ανήμπορες ν’ αντιδράσουν και ήταν κι εντελώς απροστάτευτες. Σωστά;


ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ

Δεν ήμουν εκεί, εξοχότατε. Και όλ’ αυτά συνέβησαν τρεις με τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν απ’ την εποχή μου.


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Αυτό μπορεί να είναι ένα πρόβλημα. Καλέστε τη μάρτυρα Πηνελόπη.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Εγώ κοιμόμουν, εξοχότατε. Κοιμόμουν συχνά. Μπορώ να σας πω μόνο αυτά που άκουσα μετά.


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Τ’ ακούσατε από ποιόν;


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Από τις θεραπαινίδες, εξοχότατε.


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Σας είπαν πως τις είχαν βιάσει;


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Μάλιστα, εξοχότατε. Στην ουσία, ναι.


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Και τις πιστέψατε;


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Μάλιστα, εξοχότατε. Δηλαδή, συνήθως τις πίστευα.


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Αντιλαμβάνομαι ότι πολύ συχνά έδειχναν ασέβεια.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Μάλιστα, εξοχότατε, αλλά…


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Αλλά δεν τις τιμωρούσατε και, αντίθετα, τους επιτρέπατε να εξακολουθούν να σας υπηρετούν;


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Τις ήξερα καλά, εξοχότατε. Τις συμπαθούσα. Μερικές απ’ αυτές τις είχα μεγαλώσει εγώ, τρόπος του λέγειν βέβαια. Ήταν σαν τις κόρες που δεν είχα ποτέ. (Αρχίζει να κλαίει.) Τις λυπόμουν τόσο πολύ! Όμως οι περισσότερες θεραπαινίδες, έτσι κι αλλιώς, αργά ή γρήγορα, έπεφταν θύματα βιασμού· ήταν ένα θλιβερό αλλά κοινό στοιχείο της ζωής του παλατιού. Όμως αυτό που τις καταδίκασε στο μυαλό του Οδυσσέα δεν ήταν αυτός καθαυτός ο βιασμός τους, αλλά το γεγονός ότι βιάστηκαν χωρίς άδεια.


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

(Γελάει.) Συγγνώμη, κυρία μου, αλλά είναι δυνατόν να υπάρξει βιασμός με άδεια;


ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ

Χωρίς την άδεια του αφέντη τους, εννοεί, εξοχότατε.


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Α, τώρα κατάλαβα. Μα ο αφέντης τους δεν ήταν παρών. Άρα, στην πραγματικότητα αυτές οι θεραπαινίδες αναγκάστηκαν να κάνουν έρωτα με τους Μνηστήρες, γιατί, αν αντιστέκονταν, θα τις βίαζαν έτσι κι αλλιώς, και ίσως πολύ πιο δυσάρεστα, έτσι δεν είναι;


ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ

Δεν αντιλαμβάνομαι ποιά είναι η σχέση όσων είπατε με την υπόθεση.


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Δεν το αντιλαμβάνεται ούτε ο πελάτης σας, απ’ ό,τι φαίνεται. (Γελάει.) Ωστόσο η εποχή του πελάτη σας δεν ήταν η δική μας εποχή. Οι κανόνες συμπεριφοράς ήταν διαφορετικοί τότε. Θα ήταν ατυχές ως γεγονός εάν αυτό το αξιοθρήνητο αλλά ήσσονος σημασίας περιστατικό αμαύρωνε την εξαιρετική κατά τα άλλα καριέρα του πελάτη σας. Επίσης δεν θα ήθελα να υποπέσω στο σφάλμα του αναχρονισμού. Γι’ αυτό και θ’ απορρίψω την υπόθεση.


ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΕΣ

Απαιτούμε δικαιοσύνη! Απαιτούμε εκδίκηση! Επικαλούμαστε το νόμο του αίματος! Επικαλούμαστε τις Ερινύες!


(Εμφανίζεται μια ομάδα από δώδεκα Ερινύες. Έχουν φίδια για μαλλιά, κεφάλια σκυλιών και φτερά νυχτερίδων. Οσμίζονται τον αέρα.)


ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΕΣ

Ω Ερινύες, ω θεές της εκδίκησης, είστε η τελευταία μας ελπίδα! Σας εξορκίζουμε να επιβάλετε τιμωρία και να πάρετε εκδίκηση για λογαριασμό μας. Να υπερασπιστείτε εμάς που δεν είχαμε κανέναν στη ζωή. Ξετρυπώστε τον Οδυσσέα όπου κι αν πάει! Απ’ το ένα μέρος στο άλλο, απ’ τη μια ζωή στην άλλη, όποια μεταμφίεση κι αν χρησιμοποιήσει, όποια μορφή κι αν πάρει, κυνηγήστε τον ανελέητα! Ακολουθήστε τα βήματά του στη γη και στον Άδη, όπου κι αν καταφύγει, στα τραγούδια και στα θεατρικά έργα, στα βιβλία και στις διδακτορικές διατριβές, στις σημειώσεις των περιθωρίων και στις εισαγωγές! Κυνηγήστε τον παίρνοντας τις μορφές μας, τις κατεστραμμένες μας μορφές, τις μορφές των θλιβερών πτωμάτων μας! Κάντε τον να μην έχει στιγμή ησυχίας!


(Οι Ερινύες στρέφονται προς τον Οδυσσέα. Τα κόκκινα μάτια τους πετάνε φωτιές.)


ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ

Επικαλούμαι την γκριζομάτα Παλλάδα Αθηνά, την αθάνατη κόρη του Δία, για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και το δικαίωμα ενός άντρα να είναι κύριος στο σπίτι του. Κάνω έκκληση στη θεά ν’ αρπάξει τον πελάτη μου και να τον εξαφανίσει μέσα σ’ ένα σύννεφο!


ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Τί συμβαίνει; Ησυχία! Ησυχία! Βρίσκεστε σ’ ένα δικαστήριο του εικοστού πρώτου αιώνα! Ε, εσύ, κατέβα απ’ το ταβάνι! Πάψε να γαβγίζεις και να γρυλίζεις! Κυρία μου, καλύψτε το στήθος σας και κατεβάστε το ακόντιό σας! Μα πού βρέθηκε το σύννεφο στην αίθουσα; Πού είναι η αστυνομία; Πού είναι ο κατηγορούμενος; Πού εξαφανίστηκαν όλοι;


Margaret Atwood. 2005. Πηνελοπιάδα. Ο Μύθος της Πηνελόπης και του Οδυσσέα. Μετ. Λεωνίδας Καρατζάς. Αθήνα: Ωκεανίδα. Τίτλος πρωτοτύπου: The Penelopiad (Canongate Books, 2005).