Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Jean Anouilh

Μήδεια

σε μία πράξη

Μετάφραση: Φώντας Κονδύλης

(απόσπασμα)


[…]

ΙΑΣΟΝΑΣ

Κακομοίρα Μήδεια.


ΜΗΔΕΙΑ

(Στήνεται μπροστά του σα μαινάδα)

Σου απαγορεύω να με λυπάσαι!


ΙΑΣΟΝΑΣ

Την περιφρόνηση, μου την επιτρέπεις; Για τη δύστυχη Μήδεια που τρώγεται με τον εαυτό της; Η δύστυχη Μήδεια, που ο κόσμος δεν της επιστρέφει ποτέ τίποτ’ άλλο παρά μόνο τη Μήδεια. Μπορεί ν’ απαγορεύεις στους άλλους να σε λυπούνται. Κανείς ποτέ δε θα σε λυπηθεί. Ούτε κι εγώ, κι αν ακόμα μάθαινα σήμερα την ιστορία σου, δε θα μπορούσα. Ο άνθρωπος Ιάσονας σε κρίνει μαζί με τους άλλους ανθρώπους. Μήδεια! Έχεις ωστόσο όμορφο όνομα, που μόνο σε σένα θα ανήκει ανάμεσα σ’ όλες τις γυναίκες αυτής της γης. Ματαιόδοξη! Κουβάλησέ τηνε στη μικρή σκοτεινή γωνιά που κρύβεις τις χαρές σου: δε θα υπάρξουν άλλες Μήδειες, ποτέ, σ’ αυτή τη γη. Ποτέ πια οι μανάδες δε θα δώσουν στα κορίτσια τους τ’ όνομα αυτό. Μόνη θα μείνεις, μέχρι το πλήρωμα του χρόνου, όπως αυτή τη στιγμή.


ΜΗΔΕΙΑ

Τόσο το καλύτερο!


ΙΑΣΟΝΑΣ

Τόσο το καλύτερο! Στήσου ορθή, σφίξε τις γροθιές σου, φτύσε, ποδοπάτησε… Όσο πιο πολλοί θα βρεθούμε για να σε κρίνουμε, να σε μισήσουμε, τόσο πιο καλά για σένα, δε θα ’ναι; Όσο πιο πολύ θα πλαταίνει ο κύκλος ολόγυρά σου, τόσο και πιο πολύ μόνη θα μένεις, τόσο και πιο πολύ θα πονάς για να μισείς καλύτερα, τόσο και πιο όμορφο θα είναι. Απόψε δεν είσαι ολομόναχη, τόσο το χειρότερο… Εγώ που υπέφερα πιο πολύ από σένα, εγώ που με διάλεξες ανάμεσα σ’ όλους για να με καταβροχθίσεις, σε λυπάμαι.


ΜΗΔΕΙΑ

Όχι!


ΙΑΣΟΝΑΣ

Σε λυπάμαι, Μήδεια, εσένα που δεν ξέρεις άλλο απ’ τον εαυτό σου, που δε δίνεις παρά μονάχα για να πάρεις, σε λυπάμαι, έτσι σκλάβα που είσαι του εαυτού σου, τριγυρισμένη από ’να κόσμο που τονε βλέπεις μόνο εσύ…


ΜΗΔΕΙΑ

Φύλαξε τον οίκτο σου! Και πληγωμένη η Μήδεια, είναι ακόμα επικίνδυνη. Θα ’κανες καλύτερα να υπερασπιστείς τον εαυτό σου!


ΙΑΣΟΝΑΣ

Μοιάζεις μ’ ένα μικρό ξεκοιλιασμένο ζώο που αγωνίζεται μπερδεμένο σ’ άντερά του, και που σκύβει ακόμα το κεφάλι για να επιτεθεί.


ΜΗΔΕΙΑ

Βγαίνει σε κακό, Ιάσονα, στους κυνηγούς που επιτρέπουνε στον εαυτό τους κάτι τέτοιες συγκινήσεις αντί να ξεναγεμίσουνε το όπλο τους. Ξέρεις άραγε τί μπορώ ακόμα να κάνω;


ΙΑΣΟΝΑΣ

Το ξέρω. Ναι.


ΜΗΔΕΙΑ

Ξέρεις ότι δε θα συγκινηθώ, εγώ, πως δε θα νιώσω οίκτο την τελευταία στιγμή! Μ’ έχεις δει, δε μ’ έχεις δει να διακινδυνεύω τα πάντα;


ΙΑΣΟΝΑΣ

Ναι, σ’ έχω δει.


ΜΗΔΕΙΑ

(Κραυγάζει)

Τί θες λοιπόν; Τί έρχεσαι και τα μπερδεύεις όλα ξαφνικά με τον οίκτο σου; Είμαι ελεεινή, το ξέρεις. Σε πρόδωσα κι εγώ όπως οι άλλοι. Ξέρω να κάνω μονάχα το κακό. Δε με αντέχεις πια κι υποψιάζεσαι τί φόνο ετοιμάζω. Φυλάξου! για να δούμε. Υποχώρησε! Φώναξε τους άλλους! Υπερασπίσου, αντί να με κοιτάζεις έτσι!


ΙΑΣΟΝΑΣ

Όχι.


ΜΗΔΕΙΑ

Είμαι η Μήδεια! Είμαι η Μήδεια, πέφτεις έξω! Η Μήδεια που δε σου πρόσφερε τίποτα, ποτέ, παρά μόνο μίσος. Είπα ψέματα, εξαπάτησα, έκλεψα, είμαι βρόμικη… Εξαιτίας μου φεύγεις, εξαιτίας μου τα πάντα γύρω σου είναι βαμμένα μ’ αίμα. Είμαι η δυστυχία σου, Ιάσονα, η πληγή, το πηγμένο σου αίμα. Είμ’ η χαμένη νιότη σου, το ρημαγμένο σπίτι σου, η αληθινή ζωή σου, η μοναξιά σου, το αισχρό κακό. Είμαι όλες οι βρομερές χειρονομίες κι όλες οι βρομερές σκέψεις. Είμαι η έπαρση, ο εγωισμός, η κραιπάλη, η ακολασία, το έγκλημα. Βρομάω, Ιάσονα, βρομάω ολόκληρη! Όλοι με φοβούνται κι υποχωρούν. Κι όμως το ξέρεις πως είμαι όλ’ αυτά και πως σε λίγο θα είμαι η κατάπτωση, η ασκήμια, τα μισητά γηρατειά. Ό,τι είναι άσκημο και μαύρο πάνω στη γη, είμαι εγώ που το ντύθηκα. Αφού το ξέρεις, λοιπόν, γιατί δε σταματάς να με κοιτάς μ’ αυτό το βλέμμα; Δε τηνε θέλω τη στοργή σου. Δεν τα χρειάζομαι τα σπλαχνικά μάτια σου. (Κραυγάζει μπροστά του): Πάψε, πάψε, Ιάσονα! αλλιώς σε σκοτώνω αυτή τη στιγμή για να μη κοιτάζεις πια έτσι.


ΙΑΣΟΝΑΣ

(Απαλά)

Αυτό ίσως να ’ταν το καλύτερο, Μήδεια.


ΜΗΔΕΙΑ

(Τονε κοιτάζει, και λέει απλά)

Όχι. Όχι εσένα.


ΙΑΣΟΝΑΣ

(Την πλησιάζει, της πιάνει το χέρι)

Λοιπόν, άκουσέ με. Δεν μπορώ να σ’ εμποδίσω να ’σαι ο εαυτός σου. Δε μπορώ να σ’ εμποδίσω να κάνεις το κακό που κουβαλάς μέσα σου. Ο κύβος, εξάλλου, ρίχτηκε. Αυτοί οι μπερδεμένοι καβγάδες ξεμπερδεύονται, όπως οι άλλοι, και κάποιος ξέρει χωρίς αμφιβολία κιόλας πως όλα θα τελειώσουν. Τίποτα δεν μπορώ να εμποδίσω. Θα παίξω ακριβώς το ρόλο που μου εμπιστεύτηκε η μοίρα από πάντα. Όμως εκείνο που μπορώ, είναι να τα πω όλα, για μια φορά. Τα λόγια δεν είναι τίποτα, αλλά χρειάζεται να τα πούμε. Κι αν είν’ ανάγκη απόψε να προστεθώ κι εγώ στον αριθμό των νεκρών αυτής της ιστορίας, επιθυμώ να πεθάνω εξαγνισμένος από τα λόγια μου.

Σ’ αγάπησα, Μήδεια, όπως αγαπά ένας άντρας μια γυναίκα, για πρώτη φορά. Δε γνώρισες ούτε γεύτηκες δίχως άλλο παρά μονάχα εκείνο τον έρωτα, εγώ όμως σου χάρισα κάτι πιο πολύ από ένα αντρικό έρωτα — ίσως χωρίς να το μάθεις ποτέ. Χάθηκα μέσα σου όπως χάνεται ένα παιδί μες στη γυναίκα που το ’φερε στον κόσμο. Ήσουνα η πατρίδα μου για πολύ καιρό, το φως μου, ήσουνα ο αέρας που ανάσαινα, το νερό που έπρεπε να πιω για να ζήσω, και το ψωμί της κάθε μέρας.

Όταν σε πήρα από τον Κόλχο, δεν ήσουνα παρά ένα κορίτσι πιο όμορφο και πιο σκληρό απ’ τ’ άλλα που είχα κατακτήσει με το Δέρας, και σε πήρα μαζί μου. Για κείνο τον Ιάσονα μετανιώνεις; Σε πήρα μαζί μου σαν το χρυσάφι του πατέρα σου, για να σε σπαταλήσω γρήγορα, για να σε σκορπίσω χαρούμενα όπως εκείνος. Κι ύστερα, Θε μου, μου ’μενε το πλοίο μου, οι πιστοί μου σύντροφοι, περιπέτειες άλλες για να ριχτώ. Σ’ αγάπησα στην αρχή, Μήδεια, όπως μ’ αγάπησες κι εσύ: μέσω του εαυτού μου. Ο κόσμος ήταν ο Ιάσονας, η χαρά του Ιάσονα, το θάρρος του, κι η δύναμή του — η πείνα του. Κι αν είχαμε κι οι δυο μας δόντια μεγάλα, θα ’ρχόταν σίγουρα μια μέρα που θα κατασπαράζαμε ο ένας τον άλλο…

Κι έπειτα, κάποιο βράδυ που έμοιαζε ωστόσο μ’ όλα τ’ άλλα, έπεσες ξερή απ’ τον ύπνο σαν μικρό κοριτσάκι, με το κεφάλι σου στον ώμο μου. Και κείνο το βράδυ, που ’σουνα απλώς μονάχα κουρασμένη απ’ τον ατέλειωτο δρόμο, ένιωσα ξαφνικά πως με βάραινες. Πριν από ένα λεπτό, ήμουν ακόμα ο Ιάσονας π’ αναζητούσε άγρια την ηδονή του μες στον κόσμο. Ήταν αρκετό να σωπάσεις, και το κεφάλι σου να γλιστρήσει στον ώμο μου για να τελειώσουν όλα… Οι άλλοι θα συνέχιζαν να γελάνε ή να μιλάνε γύρω μου, μα γω τους είχα εγκαταλείψει πριν από ένα λεπτό. Ο έφηβος Ιάσονας είχε πια πεθάνει. Ήμουνα ο πατέρας σου κι η μάνα σου· ήμουν αυτός που κουβαλούσε πάνω του το κοιμισμένο κεφάλι της Μήδειας. Κι εσύ τί ονειρευόσουνα, μες στο μικρό γυναικείο σου καύκαλο, την ώρα που άλλαζα αισθήματα για σένα; Σ’ έφερα στο κρεβάτι μας, και δεν έκανα έρωτα μαζί σου, ούτε καν σε πόθησα κείνο το βράδυ. Σε κοίταξα μονάχα που κοιμόσουν. Ήτανε ήσυχη η νύχτα, είχαμε ξεφύγει πια απ’ τους κυνηγούς του πατέρα σου, οι σύντροφοί μου ξαγρυπνούσαν γύρω μας οπλισμένοι και όμως δεν τολμούσα να κλείσω τα μάτια. Σε υπεράσπισα κείνο το βράδυ, Μήδεια, κι ας μην υπήρχε τίποτα για να σε απειλεί.

Το πρωί, ξανάρχισε το φευγιό κι οι μέρες ήταν ολόιδιες όπως κι άλλες, μα λίγο λίγο τ’ αγόρια που μ’ ακολούθησαν πρώτα στην άγνωστη θάλασσα, όλα αυτά τα μικρά παλικάρια της Ιωλκού, που ήταν έτοιμα να τα βάλουν με τα τέρατα σ’ ένα σινιάλο δικό μου, μ’ εκείνα τα ντελικάτα όπλα τους, φοβήθηκαν. Κατάλαβαν πως δεν ήμουνα πια ο αρχηγός τους, πως δε θα τα οδηγούσα πια πουθενά για ν’ ανακαλύψουμε τη μαγεία του κόσμου, πουθενά, τώρα που σ’ είχα βρει. Το βλέμμα τους ήταν θλιμμένο, κι ίσως λίγο περιφρονητικό, αλλά δε μου ’παν τίποτα. Μοιραστήκαμε το χρυσάφι και χωρίσαμε. Μας άφησαν. Τότε ο κόσμος πήρε το σχήμα του. Ο κόσμος έγινε η Μήδεια…

Τις ξέχασες τις μέρες εκείνες που δεν κάναμε τίποτα, που τίποτα δε σκεφτήκαμε ο ένας χωρίς τον άλλο; Δυο συνένοχοι, μπρος στη ζωή που ’χε γίνει σκληρή, δυο μικρά αδερφάκια που κουβαλούσαν τη σάκα τους, ολόιδια, στη ζωή, στο θάνατο, με τα μανίκια κατεβασμένα, χωρίς ιστορίες πια, καθένας κουβαλώντας το μισό βάρος, καθένας με το μαχαίρι του στα σκληρά χτυπήματα, να μοιραζόμαστε τις ταλαιπωρίες, να μοιραζόμαστε το νερό όταν καθόμαστε να φάμε. Θα σ’ έκανα να ντρέπεσαι αν σου ’χα απλώσει το χέρι όταν το πέρασμα ήταν δύσκολο, αν σου ’χα προσφέρει βοήθεια. Ο Ιάσονας δεν διάταζε πια παρά έναν μονάχα μικρό αργοναύτη. Ο μικρός μου ευαίσθητος οπλισμός, με τα μαλλιά τυλιγμένα ψηλά σ’ ένα μαντίλι, με τα ίσια και καθαρά του μάτια, ήσουν εσύ. Όμως μπορούσα ακόμα να κατακτήσω τον κόσμο με τη μικρή πιστή μου ομάδα!… Το πρώτο πρωί πάνω στην Αργώ, με τους τριάντα ναύτες μου που μου ’χαν δώσει τη ζωή τους, δεν είχα νιώσει τόσο δυνατός… Και το βράδυ, όταν ρίχναμε άγκυρα, ο στρατιώτης κι ο καπετάνιος γδυνόντουσαν ο ένας πλάι στον άλλο, έκπληκτοι που ξανάβρισκαν έναν άντρα και μια γυναίκα κάτω απ’ την ίδια στολή τους, έκπληκτοι που έκαναν έρωτα.

Μπορεί τώρα να ’μαστε δυστυχισμένοι, Μήδεια, μπορεί να ξεσκίσουμε ο ένας τον άλλο και να βασανιστούμε. Οι μέρες εκείνες μας δόθηκαν και δεν μπορεί ποτέ να υπάρχει ντροπή και αίμα που τις λεκιάζει…

(Σιωπή. Ονειρεύεται για μια στιγμή. Η Μήδεια, όσο μιλούσε, κάθισε καταγής, με τα χέρια της γύρω απ’ τα γόνατά της, με το κεφάλι κρυμμένο. Κάθεται καταγής κι αυτός, πλάι της, χωρίς να την κοιτάζει).

Ύστερα, ο μικρός στρατιώτης ξαναπήρε το γυναικείο του πρόσωπο, κι ο καπετάνιος χρειάστηκε κι αυτός να ξαναγίνει άντρας, κι αρχίσαμε τότε να πληγωνόμαστε. Άλλα κορίτσια περνούσαν στους δρόμους κι εγώ δεν μπορούσα να εμποδίσω τον εαυτό μου να τα κοιτάζει. Κατάπληκτος άκουσα, για πρώτη φορά, το γέλιο σου να λιώνει μέσα στο γέλιο άλλων αντρών. Ύστερα ήρθαν τα ψέματά σου. Ένα μονάχα στην αρχή, που μας ακολουθούσε για καιρό σα δηλητηριώδες ερπετό που δεν τολμούσαμε, γυρνώντας να στυλώσουμε πάνω του το βλέμμα μας, κι ύστερα άλλα κάθε μέρα και πιο πολλά. Και το βράδυ, όταν εσμίγαμε σιωπηλά, νιώθοντας ντροπή για τα συνένοχα ακόμα σώματά μας, όλα τους σάλευαν κι ανάσαιναν ολόγυρά μας μέσα στη νύχτα. Το μίσος μας πρέπει να γεννήθηκε τότε, σ’ ένα από κείνα τα δίχως τρυφερότητα παλαίματα, κι από τότε είμαστε τρεις αυτοί που φεύγαμε· εσύ, εγώ, και το μίσος ανάμεσά μας. Όμως γιατί να ξαναμιλάμε γι’ αυτό που ’ναι πια πεθαμένο; Και το δικό μου μίσος είναι πεθαμένο…

(Σταματάει. Η Μήδεια λέει σιγά)


ΜΗΔΕΙΑ

Αφού μιλάμε για πράγματα πεθαμένα, γιατί πονάμε, Ιάσονα, τόσο πολύ κι οι δυο μας;


ΙΑΣΟΝΑΣ

Γιατί όλα τα πράγματα είναι σκληρό να γεννιώνται σ’ αυτό τον κόσμο, το ίδιο σκληρό όπως και να πεθαίνουν.


ΜΗΔΕΙΑ

Υπέφερες;


ΙΑΣΟΝΑΣ

Ναι.


ΜΗΔΕΙΑ

Κάνοντας ό,τι έκανα, δεν ήμουνα πιο ευτυχισμένη από σένα.


ΙΑΣΟΝΑΣ

Το ξέρω.


(Περνά λίγη ώρα).


ΜΗΔΕΙΑ

(Ρωτάει με υπόκωφη φωνή)

Γιατί έμεινες τόσο καιρό μαζί μου;


ΙΑΣΟΝΑΣ

(Κάνει μια χειρονομία)

Σ’ αγάπησα, Μήδεια. Αγάπησα την ανισόρροπη ζωή μας. Αγάπησα την περιπέτεια και το έγκλημα μαζί σου. Και κείνα τ’ αγκαλιάσματα, τους βρόμικους αλήτικους καβγάδες μας, και κείνη τη συνένοχη συμφωνία που ξαναβρίσκαμε το βράδυ, πάνω στο αχυρένιο στρώμα, σε κάποια γωνιά της καλύβας μας, ύστερ’ απ’ τα χτυπήματά μας. Αγάπησα το μαύρο κόσμο σου, το θράσος σου, την εξανάστασή σου, τη συνενοχή σου στον τρόμο και στο θάνατο, τη λύσσα σου να καταστρέφεις τα πάντα. Πίστεψα μαζί σου πως έπρεπε πάντα να παίρνω και ν’ αγωνίζομαι, πίστεψα πως όλα μού επιτρέπονταν.


ΜΗΔΕΙΑ

Κι απόψε, δεν το πιστεύεις αυτό;


ΙΑΣΟΝΑΣ

Όχι. Απόψε πρέπει να δεχτώ.


ΜΗΔΕΙΑ

(Μουρμουρίζει)

Να δεχτείς;


ΙΑΣΟΝΑΣ

Θέλω να ταπεινωθώ. Αυτός ο κόσμος, αυτό το χάος όπου μ’ οδήγησες από το χέρι, θέλω να πάρει τελικά ένα σχήμα. Το δίκιο, χωρίς άλλο το ’χεις εσύ όταν λες πως δεν είναι η λογική, ούτε το φως που πρέπει πάντα να σε κάνουν να ψάχνεις τα ματωμένα χέρια, να στραγγαλίζεις και να πετάς μακριά όλ’ αυτά που ξεριζώνεις. Τώρα όμως, θέλω κι εγώ να σταματήσω, να γίνω άνθρωπος. Να ζήσω χωρίς ψευδαισθήσεις, ας πούμε, όπως αυτοί που τους περιφρονούσαμε· αυτό που κάνει ο πατέρας μου κι ο πατέρας του πατέρα μου κι όλοι αυτοί που δέχτηκαν, πριν από μας, και πιο απλά από μας, να κερδίσουνε μια θεσούλα που θα κρατήσει τον άνθρωπο μέσα σ’ αυτή τη σύγχυση και σ’ αυτή τη νύχτα.


ΜΗΔΕΙΑ

Θα το μπορέσεις, πιστεύεις;


ΙΑΣΟΝΑΣ

Χωρίς εσένα, χωρίς το φαρμάκι σου που το πίνω καθημερινά, θα το μπορέσω, ναι.


ΜΗΔΕΙΑ

Χωρίς εμένα. Μπόρεσες λοιπόν να φανταστείς ένα κόσμο χωρίς εμένα; Εσύ;


ΙΑΣΟΝΑΣ

Θα το προσπαθήσω με όλες μου τις δυνάμεις. Δεν είμαι πια αρκετά νέος για να υποφέρω. Αυτές τις τρομαχτικές συγκρούσεις, αυτό το βυθό, αυτές τις πληγές, τα εξουδετερώνω τούτη τη στιγμή με την απλούστερη χειρονομία που ανακάλυψαν οι άνθρωποι για να ζήσουν: τα παραμερίζω.


ΜΗΔΕΙΑ

Μιλάς ήρεμα, Ιάσονα, και μιλάς τρομερά. Τί σίγουρος που είσαι για τον εαυτό σου! Τί δυνατός!


ΙΑΣΟΝΑΣ

Ναι, είμαι δυνατός!


ΜΗΔΕΙΑ

Ράτσα του Άβελ, ράτσα των δικαίων, ράτσα των πλουσίων, πόσο ήρεμα μιλάτε! Είναι ωραίο —δεν είναι;— να ’χεις δικό σου τον ουρανό μα και τους χωροφύλακες. Είναι ωραίο κάποια μέρα ν’ αρχίσεις να σκέφτεσαι σαν τον πατέρα σου και σαν τον πατέρα του πατέρα σου, όπως όλοι αυτοί που είχαν πάντα το δίκιο με το μέρος τους. Είναι ωραίο να ’σαι καλός, ευγενικός, τίμιος. Κι όλα αυτά, να τ’ αποκτάς ξαφνικά, κάποιο ωραίο πρωί, έτσι κατά τύχη, όταν βλέπεις να φτάνει η πρώτη κούραση, οι πρώτες ρυτίδες. Παίξ’ το, Ιάσονα, το παιχνίδι, κάνε τη χειρονομία, πες ναι! Ετοιμάζεσαι να ζήσεις όμορφα γηρατειά, εσύ!


ΙΑΣΟΝΑΣ

Αυτή τη χειρονομία θα ’θελα να την κάνω μαζί σου, Μήδεια. Θα τα ’δινα όλα για να γινόμαστε δυο όμορφοι γέροι, ο ένας πλάι στον άλλον, σ’ ένα κόσμο ειρηνικό. Εσύ δεν το θέλησες.


ΜΗΔΕΙΑ

Όχι!


ΙΑΣΟΝΑΣ

Εσύ να συνεχίσεις την τρεχάλα. Στριφογύριζε, ξέσκιζε τον εαυτό σου, χτύπα τον, συνέχισε να περιφρονείς, να βρίζεις, να σκοτώνεις, ν’ αρνιέσαι όλα αυτά που δεν είσαι. Εγώ σταματάω. Κι είμαι ευχαριστημένος που σταματάω. Δέχομαι αυτά τα προσχήματα με την ίδια σκληρότητα, με την ίδια τόλμη που τ’ αρνιόμουνα κάποτε μαζί σου. Κι αν είν’ ανάγκη ν’ αγωνιστώ, για όλα αυτά θ’ αγωνιστώ τώρα, ταπεινά, στηριγμένος σ’ αυτό τον τοίχο που με χλευάζει, και που τον έφτιαξα με τα χέρια μου ανάμεσα στο παράλογο κενό και στον εαυτό μου. (Περνά λίγη ώρα. Προσθέτει): Κι είναι αυτό νομίζω, κι όχι τίποτε άλλο, να ’σαι άνθρωπος.


ΜΗΔΕΙΑ

Να το νομίζεις, Ιάσονα. Είσαι άνθρωπος τώρα.


ΙΑΣΟΝΑΣ

Δέχομαι την περιφρόνησή σου μαζί με τ’ όνομα αυτό. (Έχει σηκωθεί) Είν’ όμορφη αυτή η κοπέλα. Λιγότερο όμορφη από σένα όταν εφάνηκες στα μάτια μου κείνο το πρώτο βράδυ στην Κολχίδα· δε θα την αγαπήσω ποτέ όπως αγάπησα εσένα. Μα είναι νέα, είναι απλή, είναι αγνή. Θα τηνε πάρω χωρίς χαμόγελο από τα χέρια του πατέρα της και της μάνας της, σε λίγο, μέσα στον ήλιο του πρωινού, με τ’ άσπρο νυφικό της και τη συνοδεία της από μικρά παιδιά… Απ’ τα αδέξια, κοριτσίστικα δάχτυλά της, περιμένω την ταπεινοσύνη και τη λησμονιά. Κι αν οι θεοί το θέλουν, κάτι που μισείς πιο πολύ στον κόσμο, κάτι που βρίσκεται πιο μακριά από κάθε τι άλλο για σένα: την ευτυχία, τη δύστυχη ευτυχία.


(Μικρή σιωπή. Αυτός σωπαίνει. Η Μήδεια μουρμουρίζει)


ΜΗΔΕΙΑ

Την ευτυχία… (Ακόμα μια μικρή σιωπή. Η Μήδεια λέει ξαφνικά με μικρή ταπεινή φωνή, χωρίς να κινηθεί): Ιάσονα, είναι σκληρό που το λέω, σχεδόν αδύνατο. Με πνίγει και με κάνει να ντρέπομαι. Αν σου έλεγα πως θα δοκιμάσω κι εγώ τώρα μαζί με σένα, θα με πίστευες;


ΙΑΣΟΝΑΣ

Όχι.


ΜΗΔΕΙΑ

(Ύστερ’ από μια στιγμή): Θα είχες δίκιο. (Προσθέτει ύστερα, με ουδέτερη φωνή): Ωραία λοιπόν. Τα είπαμ’ όλα, δεν είναι έτσι;


ΙΑΣΟΝΑΣ

Ναι.


ΜΗΔΕΙΑ

Εσύ τελείωσες. Έχεις ξεπλύνει την παλιά σου ζωή. Μπορείς να φύγεις τώρα. Αντίο, Ιάσονα.


ΙΑΣΟΝΑΣ

Αντίο, Μήδεια. Δεν μπορώ να σου πω: να είσαι ευτυχισμένη… Να είσαι ο εαυτός σου.


(Βγαίνει· η Μήδεια μουρμουρίζει ακόμα)


ΜΗΔΕΙΑ

Η ευτυχία τους… (Πετιέται απάνω ξαφνικά και φωνάζει στον Ιάσονα που έχει εξαφανιστεί): Ιάσονα! Μη φεύγεις έτσι! Γύρισε πίσω! Φώναξε κάτι. Τόλμησε, πόνεσε! Σε ικετεύω, Ιάσονα! Μια στιγμή σύγχυσης στα μάτια σου, αμφιβολίας, φτάνει για να σωθούμε όλοι… (Τρέχει ξωπίσω του, σταματάει, και φωνάζει ακόμα): Ιάσονα! Έχεις δίκιο, είσαι καλός, είσαι δίκαιος. Τα φορτώνομαι όλα εγώ στην πλάτη μου, για πάντα. Μα δέξου ν’ αμφιβάλεις μια στιγμή για όλα αυτά, για μια μικρή στιγμή! Γύρισε πίσω, κι ίσως παραδοθώ… (Το χέρι της ξαναπέφτει, παράλυτο· ο Ιάσονας πρέπει να είναι μακριά)

[…]


Jean Anouilh. χ.χ. Μήδεια: σε μία πράξη. Ιεζαβέλ: σε τρεις πράξεις. Μετ. Φώντας Κονδύλης. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον "Δωδώνη" – Ευάγγ. Κ. Λάζος. Τίτλος πρωτοτύπου: Médée (Éditions de la Table Ronde, 1948).