Η Μήδεια του Ανουίγ είναι μια τραγωδία που γράφτηκε το 1946 και δημοσιεύθηκε το 1948 στα Nouvelles pièces noires (μετ. Νέα σκοτεινά έργα). Ο Ανουίγ βλέπει τη σχέση Ιάσονα-Μήδειας με άξονα την ερωτική προδοσία. Η Μήδεια φλέγεται από ερωτική επιθυμία και μετά την προδοσία η πυρκαγιά γίνεται καταστροφική και μανιώδης εκδίκηση. Η Μήδεια διεκδίκησε τον έρωτα χωρίς να υπολογίζει το κόστος, και ο Ιάσονας, αηδιασμένος από το αίμα που έχει χυθεί εξαιτίας του, τρέχει να γλιτώσει. Το έργο τελειώνει με τη Μήδεια να τυλίγεται στις φλόγες και να πεθαίνει μπροστά στα μάτια του Ιάσονα, ο οποίος απαγορεύει να της δοθεί οποιαδήποτε βοήθεια.
«Αν, όμως, ο Ευριπίδης στη Μήδεια μας απεικονίζει ανυπέρβλητα σε πόση αγριότητα μπορεί να φτάσει μια γυναίκα που την απαρνήθηκε ο άντρας της, ο Ανούιγ στη δική του Μήδεια φωτίζει έναν άλλο Ιάσονα, όχι την ψυχρή κι υπολογιστική και υποκριτική πλευρά που φωτίζει ο Ευριπίδης, αλλά μια άλλη, που έχει σχέση με εκείνο που λέγεται προδομένη εφηβεία, με εκείνο που λέγεται χαμένη μαγεία του κόσμου. […]» (από τον πρόλογο του Φώντα Κονδύλη).
«Η δυσάρεστη αναγγελία του γάμου του Ιάσονα γίνεται ωστόσο το έναυσμα για την απολύτρωση, επιτέλους, της Μήδειας από τα δεσμά του απροσμάχητου, αλλά ανέλπιδου έρωτά της για τον άλλοτε εραστή της. […] Αποκαλύπτεται, βαθμιαία, η πραγματική φύση της Μήδειας του Ανούιγ: πρόκειται για φορέα αταξίας και ανατροπής, εκπρόσωπο ανεξέλεγκτων καταχθόνιων δυνάμεων, γέννημα του σκότους, παρά τη μυθολογούμενη ηλιακή καταγωγή της. Ο Ιάσων, μολονότι είναι σαφές ότι δεν μπορεί, στην πραγματικότητα, να απαγκιστρωθεί από τη σαγήνη της Κολχίδας μάγισσας, επιλέγει να την εγκαταλείψει, για να ζήσει μια ζωή συμβατική και ήσυχη, μια ζωή λησμοσύνης, στο πλευρό της άκακης θυγατέρας του Κρέοντα, λυτρωμένος πια από τη δαιμονική, απρόβλεπτη δύναμη του αληθινού έρωτα. […] Ο Ιάσων δεν έχει πλέον για τη Μήδεια παρά οίκτο και περιφρόνηση· η Μήδεια δεν έχει πλέον για τον Ιάσονα παρά τυφλό, αβυσσαλέο μίσος.» (Λιαπής 2008)