[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Τάκης Σινόπουλος
Άσμα VIII
ΟδύσσειαΟι εφημερίδες έγραφαν. Μα δεν μπορώ να θυμηθώ
τον πόλεμο και το θαμπό νησί
χαμένο μες στους ίσκιους του μυαλού
και του πελάγου. Είδα το φέγγος της φωτιάς όπως κατέβαινα
του πόνου μου τη σκάλα. Κέδροι πλατανιές —
εκεί έλουζε το κόκκινο κορμί. Και τότε πίσω από το μαύρο
φως του Άδη ο Γέροντας με το χρυσό ραβδί:
— Δεν έχεις κούφιο νου. Τί σέρνεσαι γύρα απ’ το θάνατο;
πολέμα με το πέλαγο με την αρμύρα. Κοίτα
ξαναγυρίζει η Ελένη αστραφτερή
σταφύλι ήχος αυλού και σμάλτο.
Οι εφημερίδες έγραφαν. Πού να σκαλίζεις τώρα.
Η μεταμέλεια κείτεται εις πολύ βάθος όμως
τη νύχτα αυτή γυρεύοντας επίμονα κάποιο κορμί φωτιά
και κρύσταλλο δεν ξαναφάνηκε
στη διψασμένη μνήμη μήτε καν εικόνα χάρτινη επιπλέοντας.
Ράχη του δελφινιού πλευρό πρασινισμένου καραβιού
οι αστερισμοί κοιτάζοντας το μαύρο και τη μοναξιά
κάτω απ’ τον ουρανό η Μεσόγειο ένα άδειο πέλαγο
σα δάσος απανθρακωμένο σα νεκρή σειρά αριθμών
και το ποτάμι νά το μες στις άκαρπες ιτιές
κανένα πλοίο εκεί σημάδι από άραγμα κανένα
κι αν σε ρωτήσουνε τί θέλεις;
πονώ ώς το κόκαλο θ’ αποκριθείς
ταμ ταμ
εδώ ανασταίνοντας τη θύμηση
μες στο μενεξελί-μαύρο νερό το τύμπανο σημαίνει.
Στο κόκκινο στιγματισμένο δέρμα φέραμε
σημάδια ότι κερδίσαμε μαλάματα μετάξι κούρσος
ολάκερο καθώς το πλοίο παράδερνε ακυβέρνητο
στο μέγα κύκλο του μεσημεριού.
Κι εγώ
φώναξα φύσαγε ο σιρόκος δυνατά φώναξα πίσω απ’ τα πανιά
κυλούσανε τα βράχια ανασαλεύοντας απ’ το βυθό τη θάλασσα
ΜΗΔΕΙΣ φώναξα δυνατά
κι εγύρισε η Ελένη ακούγοντας μες στ’ όνειρο
κι είπα θα ’ρθει η Ελένη θά ’ρθει από τους ουρανούς
κι ήμουν εκεί μισό κορμί στην κάψα του ήλιου
τ’ άλλο μισό σβησμένο από πολλά
σκοτάδια ή στοχασμούς.
Εδώ
περάσαμε και τις Ηράκλειες εποχές. Τα λάθη ερχόντανε
κοπαδιαστά ο αγέρας θρόιζε φέρνοντας μηνύματα
μιας άλλης γης. Κόκκινη η πρύμη παραμέριζε τα ρύγχη των κυμάτων
κι ο μπούσουλας γυρίζοντας πεισματικά
κι εδώ στο μέγα στόμα του γιαλού
χαζεύανε τυφλοί πολεμιστές.
Εδώ ο ξανθός Ελπήνωρ
σπασμένο κόκαλο στη έρημη μεσημεριάτικη γαλήνη
εδώ ο σφαγμένος βασιλιάς την ώρα του λουτρού
κι η Θέκλα χρόνους τώρα ερεθισμένη μουρμουρίζοντας
ένα παράξενο σκοπό κι ο Stephen σύντροφος
του σύγχρονου Οδυσσέα
κόκαλο ποτισμένο απ’ το κρασί μες στη δροσιά της κάμαρης
κι ο Μέγας Ήλιος στρέφοντας ολοένα σε Ήλιο καίγοντας
με δύναμη ό,τι απόμενε
φθαρτό. Τί ν’ απομείνει;
Όμως εγώ που φώναξα
χαράζοντας με το μαχαίρι μου τη φλούδα του κορμιού
κι απ’ το ξερό λαρύγγι ολόγυμνη ξεκόβοντας
πνιγότανε η κραυγή στο σιωπηλόν αιθέρα: Ελένη
είπα θα ’ρθει η Ελένη θά ’ρθει από τους ουρανούς.
Στου Αλκίνοου το νησί —
πώς να σ’ αγγίξω εσένα δροσερέ κλώνε μηλιάς —
θα σε ρωτήσουνε τί θέλεις τότες
ο Βασιλέας με φύκια ώς το λαιμό και το τσιμπούκι του
καπνίζοντας ακόμα δυνατά τ’ απομεσήμερο
μετά το φονικό που βούιξαν οι Μυκήνες
τα καφενεία σφαλίσανε στοιβάξανε
πρόχειρα τις καρέκλες πανταχού παρούσα η μαντική φωνή
κάτασπροι γέροντες στις έρημες αυλές
κι ακόμα καλοκαίρι εκεί φυσούσε
διαβολεμένος άνεμος παντού φέρνοντας αίμα απ’ το λουτρό
κι ακόμα καλοκαίρι εκεί
κι αλλού με την Ελένη ολάκερη
στον κόσμο που καιγόταν.
Πλάγιασε τώρα κι άκου
σημαίνει δυνατά το τύμπανο πάνω από τα νερά
του ποταμιού. Μες στον αχό της μέρας που άνοιγε στίφη κλαδιών
σε δάσος πορφυρό πεύκα και δρυς κι ελάτια
πυκνά σα να ’ταν πέλαγο η φωνή
του παγωμένου κότσυφα μες στην πρωινή ασημένια καταχνιά
πιο κάτω ο ψίθυρος τον ύπνο εσάλευε. Κοιμήσου. Στο νησί —
το τύμπανο ταμ ταμ—
του Αλκίνοου εσήμαινε μες στο μενεξελί μαύρο νερό.
Τάκης Σινόπουλος. 1953. Άσματα I–XI. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Τάκης Σινόπουλος. 1976. Συλλογή Ι (1951–1964). Αθήνα: Ερμής.