Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Τάκης Σινόπουλος

Άσμα V

Ενύπνιον Γ.Π.
Και τότε φύγαμε απ’ το Σούνιο ταξιδεύοντας
για την επιστροφή μ’ ένα σπασμένο αμάξι. Δέντρα
κούφια αρμενίζανε στη μνήμη. Η ανώνυμη γυναίκα
βυθίζοντας το πρόσωπο στην καταχνιά σα να ’τανε
γυμνή. Μια εφημερίδα σκέπαζε τη μαύρη της κοιλιά
ζεστό φεγγάρι αναθυμήθηκα το Νάρκισσο
τόσον καιρό πνιγμένο στ’ ανοιχτά μες στα χορτάρια του πελάγου
τα κόκαλά του ασπρίσανε. Κι ήρθε την τελευταία φορά
στην απανθρακωμένη Λάρισα μ’ ένα χωμάτινο
βαρύ λυχνάρι κι όλη η κάμαρη φωτίστηκε άξαφνα
κι είδαμε στο κορμί του την πληγή.

Δεν ήταν νύχτα καν
μονάχα που άπλωνε τριγύρα σκούρο χρυσαφί.
Μες στο νερό σαπίζανε μαύρα χορτάρια.
Γάβγιζαν τα σκυλιά κάπου στη θύελλα. Άκουγα
δεν άκουγα τη νύχτα που με κράταγε εφιλούσα
παράφορα το στόμα ασφυχτικά τα χείλη μου άγγιζαν εκεί
πιο χαμηλά στο μέρος που άρχιζε να ταξιδεύει ο ύπνος.
Δεν ήταν νύχτα καν. Βαδίζαμε σε σκοτεινές πλαγιές
και τάφρους δρασκελίζαμε. Βουρκόνερα άμμοι.
Νάρκισσε! ο ψίθυρος πίσω απ’ τα βράχια άλλα τοπία
έρχονταν κι έφευγαν από τη θολωμένη κόρα του ματιού.
Νάρκισσε! φώναξα γιατί είδα εκεί βουβό το Νάρκισσο.
Νάρκισσε! ακόμα πιο γλυκά ναι κι ήρεμα
μέσα στο πλήθος των τυφλών που συναθροίζονταν μα κείνος
μ’ ένα κομμάτι σίδερο στο στήθος ούτε κοίταζε
στο μέρος μου. Άμμος άμμος άμμος
γύρα και μες στον άμμο απόγνωση σκοτάδι κι ύστερα
φανήκανε σειρά σειρά κόκκινα σπίτια που καιγόντανε
κι ανέβαινε ο καπνός ραγίζοντας με τον αγέρα. Εκεί
με σύρανε στην κάμαρη σφαλίζοντας
με μάνταλο τις θύρες.
Όταν
η οξύτητα μιας πράξης θρυμματίζει κάθε σιγουριά
φέρνοντας στην ανήσυχη επιφάνεια όχι τη λύτρωση
μα κείνη την ουσιαστική απομονωμένη εικόνα
κι η εικόνα θρυμματίζεται στα έρημα βράχια:
Νάρκισσε!
Μονάχα ο Νάρκισσος πίσω από το στενό κιγκλίδωμα
φουμάροντας ατέλειωτα. Και τον ξανάφερε η φωνή
μέσ’ από τα χαρτιά κι από τα κάρβουνα την ώρα
που μ’ άφησαν καταμεσής στον απανθρακωμένο κόσμο.

Έτσι γερόντιο εγώ
ζηλεύοντας παροδική ή δεσπόζουσα ομορφιά
βασανισμένος σε κρεβάτια ακάθαρτα πίνοντας αλκοόλ —
τα στήθια της μου τα ’δειξε ήτανε ξεροί λωτοί όλο λησμονιά
δεν τα ’βλεπα μονάχα τ’ άγγιζα με δάχτυλα που τρέμανε από πυρετό
και δίψα. Κόκκινα τα σπίτια μπουκωμένα
φωτιά κι αγέρα ο δρόμος κοκαλιάρης ανεβαίνοντας
ψηλά ώς την εκκλησιά μόλις που υπήρχε στο βυθό
ζωγραφισμένη του ματιού. Ψηλότερα στα βράχια ήλιος βαθύς
κι ένα αυτοκίνητο σταματημένο μες στα μαύρα τσίνορα
γεμάτο βιαστικό ιδρωμένο κόσμο.
Τότε φώναξαν
ναι κάποιος φώναξε κρυμμένος πίσω από μια φωτεινή
φούντα σταριού: Φυλάξου
οι βράχοι θα κυλήσουν πάνω σου κοίταξε ο Πάρνελ!
Κι εκοίταξα κι ήταν εκεί χλωμός ο Πάρνελ όχι αλλά
ξανθός ο Ελπήνωρ παίζοντας με τ’ ασημένια ζάρια του
κι οι πέτρες πέφτοντας ολοένα πάνω του τον σκέπαζαν
με σκόνη κι αίμα. Κι έτρεξα. Ένα πλήθος
οι δικαστές παράταιροι με κόκκινους χιτώνες κρέμονταν
γύρα τριγύρα από τα ξύλινα μπαλκόνια σιωπηλοί
και το τηλέφωνο χτυπούσε νευρικά στην άδεια κάμαρη.
—Θα μαρμαρώσεις παίζοντας εδώ κρατήσου Ελπήνορα
στο χέρι μου να σε τραβήξω μα καθώς
το χέρι μου τον άδραξε απ’ το κόκαλο
του αυχένα το αίμα σφενδονίστηκε
με δύναμη καυτό.
Κι εκεί τον άφησα.
Τηλεφωνούσαν
κάπου μέσα στην καταχνιά του νου μου δίψαγα
για φως κανείς δεν αποκρίνονταν κι εφώναξα
βαθιά: Νάρκισσε! τρέξε Νάρκισσε! Μα ο Νάρκισσος
μακριά πολύ μακριά καιρό πνιγμένος άσπρος άφωνος
κοίταζε πίσω από τις φυλλωσιές δεξιά από τ’ αυτοκίνητο
σα να ’μουν ήδη πεθαμένος προσπαθώντας άσκοπα
γερόντιο εγώ τις πέτρες να περάσω που σωριάζονταν
απάνου στα έργα του μεσημεριού
και του ήλιου.

Τάκης Σινόπουλος. 1953. Άσματα I–XI. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Τάκης Σινόπουλος. 1976. Συλλογή Ι (1951–1964). Αθήνα: Ερμής.