Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Άγγελος Σικελιανός

Κρυφή Ιλιάδα


Ω θέρμη της αγρύπνιας μου
ακοίμητη κρυφή Ιλιάδα!

Ω δίψα του Ήρωα
πέπλοι γλήγοροι
καθώς οι σκιές των σύγνεφων της άνοιξης
μπροστά από το βουνό
στη δροσερή του ομπρός καρδιά·

γαλήνη ανίδεη
σα μια λεύκα που σαλεύει στην απόγειαν αύρα
με τη ρίζα στην πηγή·

οργή γλυκότερη
από τον καπνό το μυρωδάτο του δαδιού
στον έξω αέρα,
στη βαθιά του αναπνοή!

(Ω φύσημα ορθρινό,
χλοερή ευωδιά του Πήλιου
που από τα ολάνοιχτα ρουθούνια
σταματάς στο νιο ουρανίσκο
κι ωσά ρυάκι γάργαρο
κυλάς στα σπλάχνα μου βαθιά!)

Μέλη στη δρόσο του βουνού
πιο κρύα
από τον κλώνο νιόφλουδο του πλάτανου
το πρωί!

Νά·
η αλαφράδα έγινε σάρκα
κι η δροσιά σαλεύει στην αμάλαγη καρδιά
σαν το μελίσσι
που με το φτερό του, καθώς πίνει,
κάνει ανάλαφρα να κυματίζει
το μεγάλο μάτι της πηγής!

Πού ’ναι το εμπόδιο;
πού ο βαρύς αγώνας;

Η φτέρνα χαίρεται το χώμα
δροσερή σαν αυγινός καρπός,
και το κορμί αναπαύεται
στην ίδια του αρμονία
αιώνια εαρινή!

Όλα είναι
μπρος στην άγγιχτή σου παρθενιά
σαν άλογα πολλά
που καταμέτωπα ζεμένα
είσ’ έτοιμος να κυβερνήσεις ξαφνικά!

Αλλά πριχού η μακριά σου μάστιγα
γυρέψει να χωρίσει τα κεφάλια τους
οπού στην ήσυχην αναμονή
σιμώνουν και χαϊδεύουν το ένα τ’ άλλου το λαιμό,

και πριν, αιφνίδια
ακέριο σου το σώμα, σηκωμένο από τη γη,
σταθεί αποπάνω απ’ όλα τα καπούλια
ως απ’ αδρόπνοο κύμα,
η Νίκη σου
έχει φύγει πρώτη
βέλος άφαντο
απάνω απ’ όλους τους σκοπούς!

Ω γυμνή νιότη του Ήρωα,
δίπλα απ’ τον Κένταυρον ακούοντας τραβηγμένη
ως ένας άνθρωπος το καλοκαίρι
πίσω από ’να βράχο
για να θρέψει την καρδιά και το κορμί του
στην ανάβρα της σκιερής δροσιάς!

Ω θλίψη του Ήρωα,
που παιδί
κοιτάζοντας τον ήλιο στο βασίλεμά του
να του παίρνει όλο τ’ αγέρινο χρυσάφι
του φλογάτου δειλινού,
στην πλάση και στην ίδια του ψυχή,

απομένει πληγωμένο
κι όλο οργή για τον Απόλλωνα.
που του ’κλεψε το πλούσιο του παιχνίδι της χαράς!

Κι ω απάντεχη χαρά,
γυρίζοντας τα μάτια προς το πέλαο τ’ ανοιχτό,
με την ψυχή του ολάκερη
αφημένη στο χορό του μαϊστραλιού·

ω θύμηση της μάνας του βαθιά·

στ’ αυτί του αντίβοο των αθώρητων Τριτώνων·

κύμα μακρύ του δειλινού
ολοένα πιο ψηλό και θολωτό!
Καθώς το ατίμητο λαγωνικό
που στην ορμή του, κυνηγώντας μια αλαφίνα,
από την ίδια γληγοράδα του λαθεύει το σκοπό
γλιστρώντας στα ίδια νύχια του μπροστά,

και πιότερο παλεύει με την ίδια αλκή του ή με το ζώο,

ώσπου, ρυθμίζοντας το δρόμο
με περίσσιους κύκλους,

τέλος το προφτάνει
και, καβαλικεύοντάς το ξαφνικά,
μ’ όλα τα δόντια στον αυχένα
του λυγάει τη ράχη του ωσάν τόξο,
όμοια κι εσύ
επροσπέρναες τη ζωή
απ’ την ίδια της αλκής σου ορμή

προτού της σφίξεις
κάτου από το γόνα σου το αδάμαστο
σπαρταριστή!

Ω ίσκιε του Ήρωα·
ήρτε μια ώρα μες στη ζωή μου,

π’ ως οι Αχαιοί, σαν έριξαν την Τρωάδα,
με άνεργη καρδιά
σα βαλτονέρι,
αναποφάσιστοι,
θρέφοντας την ψυχή τους
με τη δίγνωμην ορμήνια του Οδυσσέα,
επεριμέναν τους ανέμους
που δε φύσααν πια,
να λύσουν τα καράβια για το γυρισμό,
και ο εχθρικός Απόλλωνας
μες στην οκνή πεδιάδα του Σκαμάντρου
αντίκρια τούς ετύφλωνε
σαν έστρεφαν τα μάτια εκείθε
να δεηθούν,

και πια είχαν γίνει ως το κοπάδι
που βοσκάει, εδώ κι εκεί, μια χέρσα σιωπηλά,

είδα ολοτρόγυρα τη γη μου
έρμη, οκνή,
ένα βάλτο,

και τους άντρες
όμοιους με άλογα
που, με τα μπροστινά δεμένα,
στην ξερή πεδιάδα
βόσκουν με μικρά πηδήματα
το λιγοστό χορτάρι από τη ρίζα,

ενώ τρογύρα τους η μέρα πέφτει
ως μαύρη στάχτη από τον ουρανό!

Για ποιούς η ζωή κι η μάχη;

Ένα χλιμίντρισμα στα σκότη
εδώ κι εκεί,
ω μάταιο θύμημα στη ραγισμένη ραχοκοκαλιά
και στο σκυφτό λαιμό
που δε σκωνόντανε από τη ζητιάνια της βοσκής
παρά

σαν τρομαγμένος, ξαφνικά,
στο πεταμένο κόκαλο του αυχένα,
και το ζώο ξανάπεφτε βαριά
για να γυρέψει,
με τα δόντια πάντα φανερά
από τη συνήθεια ώσμε τα γούλια,
τη νεκρή αχαμνή θροφή!

Κι ολοένα
βάραινεν ο αγέρας απ’ τη μυρωδιά του ψοφιμιού
και μάζευε κοπάδι τα κοράκια
που, απαλά πιθώνοντας το πέταμά τους στα κορμιά,
γλήγορα εγδύνανε
όπως έπεφταν, κυρτά και γέρικα,
απ’ τον όρθρο ώσμε το βράδιασμα
τα σκελετά!

Και ξαφνικά,
ω προμήνυμα στον αέρα
ω μυρωδιά θειαφιού πιο δυνατή απ’ τη σάψη,
πνίγοντας τη σάψη
στο συμμάζεμα το απάντεχο της τρικυμιάς!

Ω διάστημα των ουρανών
πιο μαύρο και πιο γλήγορο απ’ ωκεανό!

Ω αστροπελέκια ολούθε τσακιστά
αποπάνω ώς κάτω,
ω μυρωδιά του στουρναριού και του ατσαλιού μαζί
στις ξαφνικές κραυγές
που εράγιζαν σαν κρούσταλλο τον ουρανό,

φωτιές στα σύγνεφα, σαν ήλιοι ανεβρυτοί,
ολοένα κουφοκαίγοντας
ανάερη πυρκαϊά σε μια μεριά,

παλμοί της αστραπής
φωτώντας σύρριζα,
χρυσάφι αμάλαγο θαμπωτικό,
από τη μια ώς την άλλην άκρη
κάμπο, πέλαο και βουνό!

Και τέλος,
ω φωνή και φλόγα
π’ όλη σκέπασε τη λάμψη και τη βοή,

ω αρματωσιά χρυσή
ω κραυγή στη θύελλα μέσα π’ άδειαζε τ’ ασκιά!

Ήρωα ζητώντας αίμα

φεύγοντας τον Άδη από τη δίψα,

έχοντας πίσω σου τον κόρακα του Απόλλωνα
να λαχανιάζει σκούζοντας,
για να γυρίσεις πίσω μες στις Σκιές!

Ω, τί να δώσει στην καθάρια οργή και παρθενιά σου
το αίμα που απ’ το λάγιο κριάρι
χύθηκε στο λάκκο
όταν κατέβη ο Οδυσσέας στον Άδη
να ρωτήσει τους νεκρούς;

Ω Χρυσαϊτέ·
το ράμφος το χαλκό απ’ το δόρυ σου
εζήταε νά μπει ως διψασμένο χείλι,
όλο στομώνοντας στη νέα πληγή,
μες στο αίμα το ζεστό
π’ όλο χορεύει από τον έρωτα της ζωής
και στη νέα σάρκα απάνου
αστράφτει ως το λουλούδι της ροδιάς!

Γιατί η φρυμένη γλώσσα σου
ήτανε πυρρότερη απ’ ανθό φλογάτο,
κι όλη η πιθυμιά της όγραινε
χτυπώντας ξαφνικά τα δόντια
αστραφτερά,

παρ’ όποτε,
πυρρό λιοντάρι
μ’ όλο το αίμα σου σαν ήλιος
μ’ όλο σου το βάρος στη φιλιά της σκλάβας σου λυτό,

άκουες το χτύπο τον τεράστιο της καρδιάς σου
απάνου απ’ όλο το κορμί σου
σα σφυρί!

Άγγελος Σικελιανός. 1965. Λυρικός βίος. Επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης. Τόμ. Γ΄. Αθήνα: Ίκαρος. 1η έκδ.: Άγγελος Σικελιανός. 1915. Πρόλογος στη Ζωή. Η Συνείδηση της Φυλής μου. Αθήνα: τυπ. Εστίας.