Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Άγγελος Σικελιανός

Ηρακλής


[...]
Κι ήρτ’ η ώρα, μπρος στα πόδια Σου,
τις δυο τις προσωπίδες
που από πρόστυχο πηλό πλασμένες φόρεσε ο μωρός,
αφότου οι τρεις ακοίμητοι ήρωές τους
ανεβήκανε στον ακραιφνή ουρανό
να σε χορέψουν, Ίακχε Μυστικέ,

(ω Θεές
ω Τραγωδία, ω Κωμωδία!)
ήρθ’ ο καιρός
τις ψεύτικες του ξένου προσωπίδες
να τις συντρίψω εδώ, μπροστά στα πόδια Σου,
γυμνέ Ηρακλή!

Ω λάμψη και κραυγή του Κεραυνού
ω αηδόνι στη νυχτιά
ω αγωνία σοφιστική
και νικητήριε γυρισμέ στο Διόνυσο,

με τούτη τη στερνή Στροφή
για πάντα
μπρος στους Ναούς σας
κλείνω τον Ιερό Χορό!

Κι εσύ, τυφλέ Χορέ του γέλιου,
ωσάν το σκίρτημα μικρού παιδιού
οπού απιθώνει τα ποδάρια του
στου πρόστυχου γονιού του την κοιλιά
για να πηδάει καλύτερα,

άκου στο τέλος την απόχη τη σπαρταριστή
που μέσα της αρίθμητος
σαν το λιανόψαρο
σκλαβώνεται και τρέμει ο μάταιος στοχασμός,

και ιδές το δίχτυ π’ άξαφνα
πάνω απ’ τις χώρες σου
λεπτοΰφαντο, τις κλει,
καθώς αυτό που ψάρεψε τους δυο Θεούς
στην ώρα της λαγνείας τους
για να κράξει ο Ήφαιστος τον Όλυμπο
και να ξυπνήσει απάνωθέ τους
της σκληρής χαράς του
η άκοπη βροντή!

Και τί πια τώρα
αν ο μεγάλος βάρβαρος
έσυρε δέσμια στην πομπή του στίχου
την Ελένη

αφού για σένα, νεότητα της γης μου,
τηνε ξαναφέρνω ανάλαφρη
στην πρώτην ήβη της, ιερή;

Τί ακόμα
αν, όπως τον Πενθέα, οι Βάκχες
εδαμάσανε τον άλλο μιμητή του Θεού

αφού δε γνώρισε τη Ρέα
που γιάτρεψε τον ίδιο Διόνυσο από τη μανία
για να τον διδάξει τα ώριμα Όργια;

Ω Γη μου·
σε λυτρώνω αιώνια σήμερα απ’ τον ξένο!

Γη μου αμόλευτη
—όποιες κι αν πέρασαν γενεές—
το μέτωπό σου είναι πιο κρύο κι απάρθενον
από της πεθαμένης νιόνυφης
όπου τα χείλη του όχλου σκύβουν διψασμένα
ως σε πηγή!

Ω νιότη ελληνική,
που με κοιτάς στο στόμα
όπως κοιτά ένας άνθρωπος
ανοίγοντας τα μάτια του στον όρθρο
τον αυγερινό!

Ω Ελλάδα,
ιδές
ο λόγος μου αχτιδοβολάει αγνάντια Σου
σαν αρραβώνας νέος στον Ήλιο!

(Εσύ
που με διαβάζεις σιωπηλός,
μη στοχαστείς
πως ο άνθρωπος του αιώνα σου
βρίσκεται μέσα δω!

Καθώς ο Αθηναίος τεχνίτης δε θα κάμω
οπού, υψώνοντας στο Βράχο τη χρυσελεφάντινη Αθηνά,
στη μέση απ’ την ασπίδα
εκάρφωσε χρυσό το ίδιο του πρόσωπο—

κι όλο του το έργο ήταν με τέτοιο τέχνασμα δεμένο
που, αν κανένας έβγαζε
την όψη του τεχνίτη απ’ την ασπίδα,
ακέριο τ’ άγαλμα, από την κορφή στα νύχια,
θα σωριάζονταν στη γη·

αλλ’ ως ενός οπού σαλπίζει την αλήθεια του στον Ήλιο
το μισό του πρόσωπο το κρύβει η σάλπιγγα
και τ’ άλλο είναι κρυμμένο από το χέρι του
βαλμένο ομπρός στα μάτια για την αντηλιά,
και μόνο ο ήχος φεύγει νικητήριος στο διάστημα,

έτσι στοχάσου
και το πρόσωπο και τ’ όνομά μου
απ’ τον ίδιο μου έρωτα σβημένα,

κι άκουε μόνο τη φωνή μου
τη γυμνή μου παντοδύναμη φωνή!

Κι εσύ
που τρως τα νύχια σου, από ανυπομονησία και πείσμα,
έτσι σκυφτός,
σήκωσε απάνω το κεφάλι σου
τίναξε τέλος το μεγάλο βάρος του εαυτού σου
κι έλα καταπάνω μου να σου φιλήσω το κεφάλι και τα μάτια
γιατί εγώ ’μαι ο αδερφός που επρόσμενες παντοτινά!)

Όψιμο, εσύ, γερό λουλούδι του Οίκτου μου,
ορτό ως λαμπάδα
ως η κορφή του ελάτου,

μου εφάνηκε
πως μπαίνοντας μια μέρα στο Άβατο του Ασκληπιού

είδα τα αρίθμητα σκυλιά,
που τους εμάθαιναν να γιαίνουν τις πληγές,
περσότερο ανυπόμονα
παρ’ ό,τι τα λαγωνικά της Άρτεμης
—οπού τεντώνοντας την αλυσίδα ακράτητα
παλεύοντας να βγούνε στο κυνήγι
εδέρνανε στο χώμα τις ουρές—

να καρτερούνε τους αρρώστους
οπού ο ένας
ακουμπώντας με το χέρι του στον ώμο τ’ αλλουνού

—ατέλειωτη χλωμή θεωρία—
επροχωρούσαν
με την πίστη μέσα στα σβημένα μάτια τους
στο θεό!

Το λόγο μου
δεν τονε στρέφει πλέον η πιθυμιά προς το ίδιο μου κορμί,
καθώς σαν ήμουνα ο αρχέφηβος
που χλιμιντρούσε η περηφάνια του
σαν το βαρβάτον άλογο
άμα διάβαινε άλλον άλογο μπροστά·

μηδέ που βρίσκει ο νους μου
γέψη ασύγκριτη
στο ορτό δαφνόφυλλο,
ζητώντας το σαν το δαμάλι
που άμα κόβουν δίπλα του τα φύλλα της μουριάς
δείχνει τον πόθο του όλο στο μουκάνημα,

αλλά σαν το νερό μες στο μυλαύλακο,
οπού ήσυχα κλεισμένο
τειχισμένο ολούθενε στερεά,
για το στερνό σκοπό
τραβάει να πέσει στον τροχό του μύλου
για ν’ αλέσει νικητήριο τον καρπό,

κι όπως το ψάρι που ακλουθώντας
την ορμή του ποταμού
βγαίνει μαζί του αγύριστα στη θάλασσα,

όμοια κι η ζωή μου ολάκερη·

γιατί έτσι μόνο,
όπως ο γλάρος κάποτε
διψώντας το γλυκό νερό στα κύματα, τα πρωτοβρόχια
αφήνει ορθάνοιχτο το στόμα στη βροχή,

μπορεί κι εσύ ν’ αφήσεις
την ψυχή σου ορθάνοιχτη
στα λόγια μου αδερφέ!

Ω νιότη ελληνική,
που με κοιτάς στο στόμα
—μόνο εκείνο βλέποντας—
καθώς κοιτά ένας άνθρωπος
που ανοίγουνε τα μάτια του στον όρθρο
τον αυγερινό!

Ω χώμα μου,
που αγνάντια Σου
ο ολόαγνος πόθος μου αχτιδοβολάει
σαν αρραβώνας νέος στον Ήλιο!

Άγγελος Σικελιανός. 1965. Λυρικός Βίος. Επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης. Τόμ. Γ΄. Αθήνα: Ίκαρος. 1η έκδ.: Άγγελος Σικελιανός. 1915. Πρόλογος στη Ζωή. Η Συνείδηση της Γης μου. Αθήνα: τυπ. Εστίας.