Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Άγγελος Σικελιανός

Το τραγούδι της Καλυψώς


Το ευρύχωρο άντρο γέμιζεν από τα κυπαρίσσια
μιαν ήρεμη ευωδιά,
κι από των ξέρηχων φυκιών την ακροπελαγίσια
πνοήν η θεία βραδιά…

Έτσι, ως μπροστά της έπλεχε μια κι άλληνε πλεξούδα
γιομάτη και χρυσή,
αργά, το ηλιοβασίλεμα, η Νύφη ορτή ετραγούδα,
και βόγκαε το νησί…

Και καθώς πλέρια, στα πυκνά του δάσου, αχτίδα νά μπει
στο γέρσιμο του ηλιού,
μέσα της ξάφνου απόκρυφος χορός φτεράει και λάμπει
σα διάνεμα πουλιού,

κι απ’ την ισκιά ζερβόδεξα, στων μούσκλων τα βελούδα
αν ακουμπά ο κρουνός,
άγνωρη ανάβρα ολόγυρα σαλεύει η πεταλούδα,
και κόσμος εαρινός

μ’ ανεβρυτό περνάει φτερό κι ανεβοκατεβαίνει
στη φλόγινη αστραπή
χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη
διαβατική σιωπή·

κι όπως, αν γείρει στ’ ανοιχτά, σε πέλαγο ή σε κάμπο,
τα πάντα διαπερνά,
τα ξερά ’γκάθια, διάφωτα, με κρουσταλλένιο λάμπο,
σαλεύουν φωτεινά·

τ’ άσπρα τα πέλαα των σταχυών και τα βουνά, τελειώνει
με διαμαντένια ακμή,
κι η αχτίδα σα βροχόσταλα στου πεύκου το βελόνι
γλιστράει κάθε στιγμή·

τ’ άγριο το κύμα, ως τ’ άλογο που ορτώθη στα καπούλια
κρεμάει, κι από ψηλά
σα βρύση αφήνει τον αφρόν από άμετρα κανούλια
φλογάτος να κυλά—

έτσι απ’ την άκρατη λαμπρή φωνήν ό,τι διαβαίνει
διαβαίνει δίχως σκιά,
και στης αθάνατης χαράς τον ήλιον ανεβαίνει
που τραγουδά η θεά,

και μ’ άγνωρο βαθύ παλμό τριγύρα σταματάνε
στη βαθουλή σπηλιά
τ’ αλάφια· Διοκατέβατα, να ποτιστούνε ως πάνε,
και τα τρανά πουλιά…

«Λαμπρέ θνητέ, σε χαιρετώ… Σου θέρισε σα στάχυα
τα κύματα μακριά
η ευκή μου, και τραβήχτηκε πάνω απ’ τα μαύρα βράχια
η θλιβερή σου σκιά…

»Με το καλόν οπὄφυγες και πια δε σου προσμένω
τα μέλη τα γερά,
οπὄσβηνα τον πόθο τους σα σίδερο αναμμένο
μέσα στα κρύα νερά…

»Μαζί σου, αν γεύτηκα, θνητέ, της γης αδρό το μέλι
στη βαθουλή σπηλιά,
των Ολυμπίων τον έρωτα κι αν ένιωσες στα μέλη
σε αργόπορη αγκαλιά,

»δε χάρηκες μ’ ελεύτερη καρδιά, με αστρίτη μάτι
τη θεϊκή μου ορμή
που ως κύμα εγλίστρα απάνω σου, κι η νοσταλγία σ’ επάτει
για μιας θνητής κορμί;

»Όμως έτσ’ είναι η μοίρα σας… Με τα έργα σας μεθάτε·
και μόνη σας χαρά,
της λιγοστής σας δύναμης που εδόθη, να λυγάτε
στην έγνοια τα φτερά…

»Ω, πόσο ήταν λαμπρότερο το μέγα σου το τόξο
πά’ στ’ αργυρό καρφί,
σαν από κάθε πάλεμα και κάθε οργήν απόξω,
με μια αρετή κρυφή

»έδειχν’ ορμήν ανώτερη κι απ’ την ορμή του Ευρύτου,
ως άνεμος σφοδρός
τ’ άγγιζε, κι ήχος έβγαινεν αργός απ’ τη νευρή του,
ήχος γλυκός κι αδρός.

»σαν όλο το μουρμουρητό του πέλαου στ’ ακρογιάλι
την πρωινή ερημιά,
κι ήταν η βούληση μια ευκή, μιαν άγια γνώρα η πάλη,
η νίκη επιθυμιά…

»Κι ο θάνατος οπὄδινε με τα γοργά του βέλη
σα μάχονταν τη ζωή,
του πιο ψηλού θερίζοντας στου ενάντιου την αγέλη
την ξαναμμένη πνοή,

»καθώς η μέλισσα έμοιαζε που, αν μπήξει το κεντρί της,
και η ίδια θα χαθεί…
Κι εσύ, που για την κλίνη μου είχες, γυμνός αντρίτης,
πετάξει το σπαθί,

»στης λήθης ελουζόσουνα τη δύναμη την πρώτη
όπου αναβράει κρυφή,
να σε ποτίσει αθάνατη κι αστέρευτη μια νιότη,
της σάρκας μου η αφή…

»Όμως έτσι’ είναι η μοίρα σας… Με τα έργα σας μεθάτε.
και μόνη σας χαρά,
της λιγοστής σας δύναμης, που δόθη, να λυγάτε
στην έγνοια τα φτερά…

»Λαμπρέ θνητέ, σε χαιρετώ. Τώρα η βαθιά μου κλίνη,
στρωμένη πάντα πλιο,
με τα σεντόνια που ύφανα μ’ αθάνατη γαλήνη
στον πέτρινο αργαλειό,

»να μου κρατούνε τη δροσιά και να την ξανανιώνουν
σαν του πελάου αφρό
κι ωσάν από τα κύματα τον ύπνο μου να ζώνουν
μ’ ανάσασμα αλαφρό,

»την πιθυμιά σου δεν κρατεί μηδ’ όσο τ’ άσπρο αυλάκι
π’ αφήνει όπως περά
καράβι γοργοτάξιδο ξοπίσω από το δοιάκι
στα ολόμαυρα νερά…

»Πώς τη γαλήνη της νυχτός των Ολυμπίων τελειώνει
του γκιώνη αργή φωνή,
οπού απαντάει, αντίλαλος του μικρού, σ’ άλλου γκιώνη
τον πόθο αλαργινή,

»έτσι σε κύκλο αθάνατο ο αιώνιος πόθος δένει
το πνέμα φωτεινό,
κι απ’ την ευκή μεστότερος, ο αντίλογος πλουταίνει
τον άσωτο ουρανό…

»Σα λεύκα αν σειέται ο πόθος μου και στην οκνήν ημέρα
που αγέρας δε φυσά,
με τ’ αλαφρό το σείσμα μου πιότερο σέρνω αγέρα
στα σπλάχνα και δροσιά,

»κι όπως τη δίψα μου καλούν, αραδικώς, σα θρόνοι
οι αστέρευτοι κρουνοί,
όμοια περνάει ατέλειωτη, χωρίς να με σκλαβώνει,
το νου μου η ηδονή…»

***
Έτσι τραγούδησεν η θεά με τη φωνή την πλέρια
την ολυμπία βραδιά,
στον ηχηρόν ορίζοντα, που επάλλονταν τ’ αστέρια,
να λούσει την καρδιά…

Άγγελος Σικελιανός. 1966. Λυρικός Βίος. Επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης. Τόμ. Β΄. Αθήνα: Ίκαρος.