Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Τάσος Ρούσσος

Ο Οδυσσέας


(αποσπάσματα)


Τώρα, όπως φαίνεται, έχω πολύν καιρό μπροστά μου. Εκείνη δε μ’ αφήνει να φύγω, με το δικό της τρόπο. Και πώς να φύγω. Το νησί θα πρέπει να βρίσκεται καταμεσής στον ωκεανό. Πολύ μακριά από την πατρίδα. Χρειάζεται γερό πλεούμενο, που ν’ αντέχει στο φουσκωτό κύμα και στους δυνατούς ανέμους. Βέβαια, τις περισσότερες φορές το πέλαγο έχει κάλμα, αλλά την έχω μάθει πια τη θάλασσα. Ξέρω τις πονηριές της, τα χαμόγελά της. Μονοστιγμής μπορεί ν’ αλλάξει. Τη βλέπεις γαλήνια κι αρμενίζεις ξέγνοιαστος και ξαφνικά, δίχως να το καταλάβεις καλά καλά, σε κουκουλώνουν κύματα βουνά και πας ξυλάρμενος. Μεγάλο κακό η θάλασσα. Και για μένα χειρότερο. Είναι και του Ποσειδώνα το μάτι απάνω μου.

Έχω λοιπόν πολύν καιρό μπροστά μου και δεν περνάει με το να θυμάσαι. Όταν κοιτάς πίσω σου, δεν προχωράς. Μένεις στην ίδια θέση, σαν τους πνιγμένους στην αμμουδιά.


Χτες εκείνη με ρώτησε:

«Γιατί τριγυρίζεις όλη τη μέρα μέσα στο δάσος; Τί ψάχνεις να βρεις;»

Της αποκρίθηκα:

«Θέλω να μάθω πού βρίσκομαι. Πόσο μεγάλο είναι το νησί, τί δέντρα κι αγρίμια το κατοικούνε. Θέλω να ξέρω».

Μου είπε:

«Ξέρεις. Είναι το νησί μου. Στη δύση του ήλιου και το λένε Ωγυγία».


Ωγυγία! Παράξενο όνομα. Τί νόημα να ’χει. Ίσως να σημαίνει μοναξιά, απραξία, παραδοχή πως τέλειωσαν τα ταξίδια. Μα εγώ έχω βρει έναν άλλο τρόπο να ταξιδεύω. Πηγαίνω στο γιαλό και κάθομαι σ’ εκείνο το βράχο που μοιάζει θρόνος με γερτή ράχη. Μισοξαπλώνω, κοιτάζω το πέλαγο, κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω. Κοιτάζω τη ζωή μου σαν ένας ξένος, σαν κάποιος άλλος που παρακολουθεί χωρίς χτυποκάρδι τις πράξεις κάποιου άλλου. Πίσω μου, στο βάθος του νησιού, ακούγεται θαμπό το τραγούδι εκείνης. Υφαίνει στον αργαλειό της και τραγουδάει.

Λοιπόν εγώ που δεν έκλεισα ποτέ τα μάτια μου, παρά μόνο την ώρα του ύπνου, τώρα στέκω με τα βλέφαρα κλειστά ώρες, ξαναδιαβάζω τη ζωή μου, τα χρόνια μου, τα έργα που κατάφερα, μέσα στο βιβλίο της μνήμης, χωρίς να λαχανιάζω.


Με ξύπνησε ένας θόρυβος από μακρινές κραυγές. Σηκώθηκα και βγήκα από τη σκηνή μου. Δεν είχε καλά καλά ξημερώσει. Μπροστά μου, κατά τη μεριά των τειχών, χτυπιόντουσαν μερικοί δικοί μας με τους Φρύγες. Βροντούσαν τα κοντάρια στις ασπίδες, ακούγονταν βλαστήμιες και ουρλιαχτά κι ύστερα μια ιαχή. Ησυχία. Οι εχθροί είχαν τρυπώσει πάλι στο κάστρο τους. Κάθε μέρα, κάθε πρωί σχεδόν γινόταν το ίδιο. Χρόνια τώρα. Είναι ένας ψεύτικος πόλεμος, ένα ανώφελο χασομέρι. Σφαζόμαστε χωρίς κέρδος. Τον πρώτο καιρό το ’χα πει ξεκάθαρα σ’ αυτόν το φιλόδοξο. Πήγα και τον βρήκα στη σκηνή του στη μέση του στρατόπεδου. Λαγοκοιμόταν. Ονειρευόταν με τα μάτια μισάνοιχτα μεγαλεία και δόξες. Του είπα:

«Το βλέπεις και μόνος σου, δεν μπορεί να μην το βλέπεις!»

«Ποιό;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με φιλύποπτα.

«Αυτό που βλέπουμε όλοι μας. Η πόλη είναι άπαρτη. Χοντρά και στέρια τα τειχιά της και πίσω απ’ αυτά πολεμιστές ψυχωμένοι. Καραβοτσακιστήκαμε να ’ρθούμε για το τίποτα».

Το στρογγυλό του πρόσωπο κοκκίνισε. Τα μάτια του στένεψαν.

«Ξέρεις όμως και το άλλο, Οδυσσέα, και το ξέρετε όλοι».

Κι όπως δεν του αποκρίθηκα, συνέχισε:

«Τη θέληση και τη δύναμη των θεών. Αυτοί μάς οδήγησαν ώς εδώ. Κάθε μέρα μού μιλούν στον ύπνο μου. Έρχονται μέσα στα όνειρα σαν βαριές σκιές και με συμβουλεύουν. Κι αυτό σημαίνει πως η Τροία θα πέσει. Θα την κουρσέψω εγώ».

Δεν του μίλησα. Τον κοίταξα στα μάτια, γύρισα κι έφυγα. Ήταν ανώφελο να πιαστώ μαζί του σε κουβέντες. Αυτός ονειρευόταν ή νόμιζε πως ονειρευόταν ή μας έλεγε ψέματα. Τέτοιος ήταν. Ένας αρχηγός που ονειρευόταν.

[...]


Την έλεγαν ηλιοπλόκαμη. Οι οπλίτες στην αρχή του πολέμου όλο γι’ αυτήν μιλούσαν. Κουβέντιαζαν στις σκηνές, δίπλα στα αραγμένα καράβια μας τα δειλινά στ’ ακρογιάλι. Υπήρχε κάποιο δέος στα λόγια τους, ένας κρυφός θαυμασμός, ένα καμάρι. Ήρθαν να πολεμήσουν για την Ελένη. Όσοι την είχαν δει κάποτε, να λάμπει ψηλά πάνω στα τείχη της Τροίας, έλεγαν κι έλεγαν για τα κόκκινα μαλλιά της που φεγγοβολούσαν σαν ήλιος. Ύστερα έλεγαν για τα μάτια της. Μεγάλα και φωτερά και πράσινα. Και καμάρωναν γιατί την είχαν αντικρίσει, κι οι άλλοι ολόγυρα τους άκουγαν, σώπαιναν, έκλειναν τα μάτια τους και ονειρεύονταν. Αυτά στην αρχή του πολέμου. Μόλις όμως πήρε να φυσάει ο βοριάς κι ο χειμώνας να ρίχνει στην πλάτη μας ατέλειωτες βροχές και χιόνια, η Ελένη άρχισε να γερνάει μέσα στις καρδιές τους, γινόταν άσχημη, στρίγγλα, ένα μισητό τίποτα. Ώσπου έφτασαν να τη βλαστημούν στα φανερά και να τη βρίζουν. Κοντά σ’ αυτούς μουρμούριζαν μεταξύ τους και μερικοί αρχηγοί, καθώς έβλεπαν πως με τον καιρό κακοπάθαιναν οι δικοί τους χωρίς κέρδος σ’ έναν ξένο τόπο, άδοξα κι ανώφελα. Το πράγμα πήρε να φουντώνει. Έτσι, για να προλάβω τη διάλυση του στρατού που την έβλεπα να ζυγώνει χειροπιαστή, πήγα στους δύο Ατρείδες. Τους μίλησα. Τους είπα για τον κίνδυνο να σκορπίσουμε όλοι, τραβώντας ο καθένας πίσω για την πατρίδα. Δε μ’ άκουγαν, δεν ήθελαν να καταλάβουν, δε με πίστευαν. Άρχισαν τα μεγάλα λόγια, για χρέος, για τιμή, για δόξα. Ο Μενέλαος μάλιστα μου θύμισε πως όλοι οι αρχηγοί ήταν ορκοδεμένοι να τον ακολουθήσουν στην Τροία και να τον συντρέξουν να πάρει τη γυναίκα του πίσω. Μου είπε:

«Τώρα πια η Ελλάδα είναι η Ελένη. Αν χάσουμε την Ελένη, χάσαμε και την Ελλάδα».

Τον κοίταξα. Καμάρωνε φανερά που ήταν κερατάς. Στο τέλος, με φωνές και με φοβέρες, τους έκαμα να δεχτούν τη συμβουλή μου. Έτσι αρχίσαμε τις επιδρομές στα κοντινά νησιά και στους γύρω γιαλούς. Μόλις μαλάκωνε ο καιρός, ξεκινάγαμε νύχτα και πέφταμε αναπάντεχα σε κοιμισμένα χωριά ή μικρές πόλεις. Σφάζαμε τους άντρες και παίρναμε τα γυναικόπαιδα σκλάβους. Γυρίζαμε στο στρατόπεδο φορτωμένοι λάφυρα και περήφανοι για τις μικρές αυτές νίκες μας. Τώρα ο στρατός ήταν ευχαριστημένος. Πολεμούσε, νικούσε, δεν τον ένοιαζε ποιούς. Είχε τον προορισμό του. Λήστευε κι έσφαζε και ξεχνούσε το γυρισμό.

[...]


[...] Σε λίγο ο Δούρειος Ίππος τραντάχτηκε ελαφρά και άρχισε να κινείται. Τον είχαν δέσει με σκοινιά και τον τραβούσαν αργά προς τις πύλες της Τροίας. Αυτό κράτησε πολύ. Κάποτε σταμάτησαν, κι από τις φωνές που πάλι ακούσαμε καταλάβαμε ότι οι Τρωαδίτες διχογνωμούσαν ξανά. Ξαφνικά έγινε απότομα ησυχία. Μια φωνή κήρυκα είπε καθαρά:

«Ο βασιλιάς».

Ακολούθησε ένα μακρύ μούρμουρο, που έδειχνε ότι ο Πρίαμος και η συνοδεία του τριγύριζαν το ξύλινο άλογο και στη λάμψη πολλών πυρσών το παρατηρούσαν. Μετά ξανάγινε ησυχία. Ο βασιλιάς είχε φύγει. Λίγο λίγο οι φωνές έπαψαν.

Ο Επειός ήρθε αθόρυβα από το κεφάλι του αλόγου και μας είπε πως οι εχθροί είχαν φύγει, αφήνοντας μόνο μερικούς φρουρούς. Φαίνεται ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά στην πύλη του κάστρου, γιατί έφτανε ώς εμάς ένας αχός θολός και αόριστος. Οι Φρύγες είχαν αρχίσει να γιορτάζουν στην πόλη το λυτρωμό τους.

Γύρω στα μεσάνυχτα ο Επειός με ξύπνησε και ψιθύρισε:

«Κάποιος έχει έρθει. Μια γυναίκα».

Τον ακολούθησα στο παρατηρητήριο και κοίταξα έξω. Στο φευγαλέο φως των δαυλών που είχαν στήσει οι φρουροί γύρω από το ξύλινο άλογο την είδα. Φορούσε φόρεμα λευκό και στεκόταν μπροστά στο κεφάλι του Δούρειου Ίππου. Είχε τα μαλλιά της λυτά. Κοίταζε ψηλά προς το μέρος μας. Επίμονα. Έπειτα με αργά βήματα έκανε ένα γύρο, στάθηκε λίγο μπροστά μας και μετά ξαναπερπάτησε δυο φορές ακόμη ολόγυρα απ’ το ξύλινο άλογο, μουρμουρίζοντας σιγανά λόγια, ακατάληπτα.

«Τί λέει;» έκανε ο Επειός.

«Δεν ξέρω, δεν ακούω».

Σκέφτηκα να ρωτήσω τον Μενέλαο, αλλά δεν πρόλαβα. Η Ελένη είχε αρχίσει να μιλάει δυνατά. Δεν τη βλέπαμε τώρα. Είχε σταθεί φαίνεται κάτω απ’ την κοιλιά του αλόγου και μιλούσε. Την άκουγα καθαρά. Από ένα προαίσθημα κινδύνου κατέβηκα γρήγορα από το κεφάλι και στάθηκα ανάμεσα στους άλλους αρχηγούς. Άκουγαν. Η φωνή από κάτω ήταν κάθε φορά διαφορετική, σαν να υπήρχαν πολλές γυναίκες και μία μία φώναζε τον άντρα της και τον ικέτευε. Πρώτα η Ελένη τον Μενέλαο. Τον κρατούσα από το μπράτσο κι ένιωσα τους μυώνες του να σφίγγονται στο άκουσμά της. Τον τράβηξα βίαια κοντά μου. Εκείνος κατάλαβε, ηρέμησε. Η γυναίκα του από κάτω παρακαλούσε. Η φωνή της ανέβαινε ώς εμάς υγρή, γεμάτη νύχτα και κρυφό πόθο. Έκλεισα τα μάτια μου... Η εξαίσια φωνή της... Μονοστιγμής όμως τ’ άνοιξα κι έσφιξα πιο πολύ το μπράτσο του Μενέλαου. Ύστερα άλλαξε. Γίνηκε λεπτότερη. Παρακαλούσε κι αυτή. Αμέσως γνώρισα τον κελαρυστό ήχο της φωνής της Πηνελόπης. Μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας. Άρχισα να τρέμω, τα γόνατά μου μόλις με βαστούσαν. Η Πηνελόπη εδώ στην Τροία; Ποιος καλός θεός την είχε φέρει από την Ιθάκη κοντά μου; Η φωνή της στάλαζε στην ψυχή μου, τη νάρκωνε. Κοίταξα γύρω με μισόκλειστα βλέφαρα. Στο αχνό φως του κρυμμένου λύχνου οι σύντροφοί μου σαν να χόρευαν, να κολυμπούσαν ανάερα στο μισοσκόταδο... Ζαλιζόμουν. Με συγκράτησε ο Μενέλαος να μη σωριαστώ χάμω. Τίναξα το κεφάλι μου κι η μαγική πάχνη που με τύλιγε χάθηκε. Η φωνή τώρα καλούσε τον Άντικλο, δίπλα μου. Ο ψηλός πολεμιστής κοιτούσε το σκοτάδι αφηρημένος. Το βλέμμα του ζωντάνεψε. Από ένστικτο άπλωσα και του έφραξα με την παλάμη το στόμα, τη στιγμή που το άνοιγε ν’ αποκριθεί στο κάλεσμα της γυναίκας του.

«Σώπα», ψιθύρισα. «Μην απαντάς, είναι ψέματα, μάγια».

Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Το ασπράδι τους έλαμπε τρελό στην αβέβαιη λάμψη του κρυφού λυχναριού.

Η Ελένη από κάτω συνέχιζε τη μαγγανεία της. Άκουγα τη φωνή της ν’ αλλάζει κάθε λίγο, άλλοτε να γίνεται θρηνητική, άλλοτε να προστάζει κι άλλοτε σαν να έκρυβε κόμπους νοσταλγίας και θλίψης. Όλοι κρατούσαμε την ανάσα μας άφωνοι, φοβισμένοι. Ο ιδρώτας μούσκευε τα γένια μας παγωμένος, κυλούσε άφθονος στα κορμιά μας μέσ’ απ’ το χάλκωμα της πανοπλίας. Εκείνη έκανε ακόμη ένα γύρο κι έπειτα με αργά βήματα και σκυμμένο κεφάλι έφυγε, χάθηκε μες στο σκοτάδι. Τότε έφυγε κι η νάρκη που μας τύλιγε και λευτερώθηκε το μυαλό μας.

Κοίταξα τους συμπολεμιστές μου έναν έναν. Στα μάτια. Φαίνονταν σαν να ξυπνούσαν. Κοιτάζονταν κι αναγνωρίζονταν, λες και βλέπονταν πρώτη πρώτη φορά ή ύστερα από καιρό. Μερικοί γέλασαν σιγανά κι ανέμελα.

«Η γυναίκα σου είχε τυλίξει με μάγια το ξύλινο άλογο. Μας είχε ρίξει μαγικά βρόχια. Λίγο ακόμη και θα χανόμαστε όλοι», είπα στον Μενέλαο. «Γιατί;»

«Δεν ξέρω», ψιθύρισε. «Δεν το ’ξερα πως είναι μάγισσα», και πήγε παράμερα συλλογισμένος.

«Λοιπόν», είπε η Καλυψώ και κάθισε πλάι μου στον πέτρινο πάγκο. «Αυτός ήταν ο Δούρειος Ίππος;»

«Ναι».

«Και τ’ άλλα; Πώς μπήκε το ξυλάλογο στην πόλη, πώς γύρισαν στο σινιάλο σου οι Έλληνες, πώς ανοίξατε τις πύλες και ξεχύθηκαν στην Τροία;»

«Τ’ άλλα είναι φόνος και χαλασμός. Ένα ποτάμι αίμα, μια ακατονόμαστη κτηνωδία».

«Και δε θα γράψεις γι’ αυτά;»

«Όχι, θέλω να τα ξεχάσω, θέλω να μην υπάρχουν, σαν να μην έγιναν ποτέ και ... ξέρεις, τα έχω ξεχάσει, τα ξεχνώ. Ό,τι θυμάμαι απ’ αυτά είναι θολό κι αβέβαιο, λες και τ’ άκουσα από άλλους, λες και δεν τα έζησα εγώ».

Η Καλυψώ με κοίταξε με την άκρη του ματιού της. Η όψη της ήταν και δεν ήταν σοβαρή. Στύλωσε το βλέμμα της στην είσοδο της σπηλιάς.

«Γιατί θέλεις να τα ξεχάσεις;»

«Σου είπα. Ήταν ένα φριχτό ποτάμι αίμα».

«Δεν ήταν το πρώτο. Δέκα χρόνια σφαζόσαστε».

«Ήταν αίμα αθώων, αίμα παιδιών, γυναικών, γερόντων».

Τίναξε τη βαριά πλεξίδα των μαλλιών της στην πλάτη και γέλασε:

«Δηλαδή αίμα ακατάλληλο, αίμα επιζήμιο για ήρωες».

«Τί εννοείς;»

«Αυτό που κατάλαβες. Αυτό που θες να κρύψεις, πανούργε, και καμώνεσαι ότι το ξεχνάς, ότι το ξέχασες κιόλας».

Σηκώθηκε όρθια και κάρφωσε τα μάτια της στο πρόσωπό μου σαν να το εξερευνούσε.

«Τί γκρεμός που έγινε η ψυχή σου! Ποιος είσαι, γιε του Λαέρτη; Ακόμη κι εγώ δεν το ξέρω, δεν το έμαθα».

Πήγε γρήγορα στο βάθος της σπηλιάς και γύρισε σχεδόν αμέσως. Μου έφερε σε μαλαματένιο δίσκο τυρί, γάλα, μέλι και ζεστό ψωμί. Τον άφησε μπροστά μου.

«Φάε να στυλωθείς, να πάρει δύναμη ο νους σου, να μην ξεχάσει κι άλλες πράξεις από τη ζωή σου».

Ύστερα κάθισε στον αργαλειό της και βάλθηκε να υφαίνει τραγουδώντας τα παράξενα τραγούδια της.

Ένιωσα να με κυριεύει θυμός ανεξήγητος... Ανεξήγητος; Όχι, όχι. Η Καλυψώ είχε δίκιο. Έλεγε την αλήθεια. Δεν ήθελα να θυμάμαι τις πράξεις που με ντρόπιαζαν, που με κατέβαζαν από την ψηλή θέση του ήρωα και μ’ έριχναν μέσα στο σωρό του όχλου... Αυτό λοιπόν; [...]


Έχουν περάσει πολλές μέρες από τότε. Γράφω το τελευταίο ίσως δέρμα, ανιστορώντας όσα μου συνέβησαν μετά την αναχώρησή μου από το νησί της. Σε λίγο πρέπει να συναντήσω ένα γέροντα στον κήπο του Αλκίνοου. Κανείς στο παλάτι του δεν ξέρει ακόμη ποιος είμαι. Ούτε η Ναυσικά με τα μεγάλα που όλο φεύγουν μάτια της.

[...]


[...]

Ο Οδυσσέας έβαλε και το τελευταίο δέρμα που είχε γράψει στο κουτί της Καλυψώς, το πήρε και βγήκε στον κήπο. Θαμποχάραζε. Ανάμεσα στα σκοτεινά δέντρα είδε ένα λευκό ρούχο. Προχώρησε προς τα κει. Ήταν ο τυφλός γέροντας. Τον περίμενε καθισμένος σε μια πέτρα. Δίπλα του όρθια μια νέα κοπέλα.

"Ήρθες;" ρώτησε μόλις ο γιος του Λαέρτη έφτασε κοντά.

"Ναι, τί με θέλεις;"

"Θέλω να σ’ ακούσω, να βεβαιωθώ".

"Να βεβαιωθείς; Για ποιό πράγμα;"

"Ποιος είσαι;"

"Ένας πολύπαθος, ένας βασανισμένος".

"Ποιος είσαι;"

"Ναυαγός. Αρμένισα θάλασσες και θάλασσες, πέρασα και είδα πολλά".

"Ιστόρησέ τα".

Ο Οδυσσέας τον κοίταξε ξαφνιασμένος.

"Τώρα;"

"Ναι".

Η φωνή του γέροντα ήταν παράκληση και προσταγή.

Κάθισε αντίκρυ του στα χόρτα σφίγγοντας ανάμεσα στα γόνατά του το κουτί με τα γραμμένα δέρματα. Δίσταζε.

"Λέγε, σ’ ακούω".

Άρχισε αργά να του διηγείται τη ζωή του.

Ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά όταν τελείωσε. Ο γέροντας άπλωσε το χέρι στο πρόσωπό του. Το ψηλάφησε.

Το ’χα καταλάβει από την αρχή πως ήσουν ένας από εκείνους".

"Ποιούς;"

"Τους ήρωες. Ίσως ο πιο λαμπρός".

Ο Οδυσσέας τον κοίταξε κι έπειτα δίπλα του το κορίτσι.

"Η κοπέλα, γέροντα, ξέρει να διαβάζει;"

"Ξέρει".

Της έδωσε το χάλκινο κουτί.

"Σ’ αυτό το κιβώτιο που της δίνω είναι γραμμένα από μένα τον ίδιο, όλα όσα σου ανιστόρησα. Γράφουν για την πραγματική αλήθεια και μόνο... αν και ξέρω πως εσύ..."

Σηκώθηκε σωπαίνοντας.

"Εγώ τί;"

"Θα τ’ αλλάξεις. Έτσι κάνετε πάντα όλοι εσείς... Έχε γεια" κι έφυγε με μεγάλα βήματα για το παλάτι του Αλκίνοου.


Τάσος Ρούσσος. 1996. Ο Οδυσσέας. Αθήνα: Καστανιώτης.