Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Θανάσης Πετσάλης

Προμηθέας


(αποσπάσματα)

Α΄. Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΠΥΡΦΟΡΟΣ

[...]
Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πίσω δε σας το παίρνει πια κανείς το φως!
Κανείς! Δικό σας είναι!...
Ώχου! Τον τρόμο βλέπω μες στα μάτια σας!...
Όχι!... Γιατί;... Το πήρατε το φως!
Μέσα σας είναι!
Ο Δίας αδιάφορος για σας και πριν και πάντα!
Θα το χαρείτε εσείς το φως! Να το χαρείτε! Πρέπει!
Για μένα θα ’ναι ο Κεραυνός!

Ακούγονται βροντές βαριές, βοή μεγάλη.
Η ΘΕΤΙΣ πάει κι έρχεται ανήσυχη, λέει:
Ακούς;... ακούς;... Μια θλίψη, ένας καημός
με πνίγουνε κατάστηθα. Τί το ’θελες,
τί την ήθελες τη φωτιά στα χέρια των ανθρώπων;
Τί τ’ άναψες το φως στα μάτια των θνητών;
Δεν έπρεπε!... Δεν έκανε!...
Είναι των θεών η φωτιά!

Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ξεσπάει:
Ω μάνα, σώπα! Κάνε πέρα! Τί λόγια λες!
Ξέρω σωστό πως ήτανε, να δώσω τη φωτιά!

[...]

Β΄. Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ

[...]
Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μην είν’ ευτυχισμένοι κι οι θεοί;

Η ΘΕΤΙΣ
Ήταν μακάριοι, αλήθεια. Δεν είναι πια.
Ο νέος θεός, αυτός που θα ’ρθει,
της Αγάπης θα ’ναι θεός, του Πόνου θεός.

Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Εσύ το ξέρεις, μάνα. Του Δία τού το μήνυσα,
πως θα τον ξεθρονίσει άλλος θεός.
Έρχεται αυτός ο Άλλος!
Και του ’πα: «θα με λύσει Αυτός!»
—Έρχεται, μάνα;... Τί ακούς; Έρχεται αυτός ο Άλλος;

Η ΘΕΤΙΣ
Γεννήθηκε κι αντρώνεται κάτω στην Ιουδαία.

Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Είναι καιρός που σείστηκε του Δία ο θρόνος.

Η ΘΕΤΙΣ
Αλί! Τα χιόνια του Όλυμπου τα σκέπασαν οι σκόνες!
Είναι καιρός πολύς, ούτε θυσίες πια, ούτε σπονδές...
Ναι, γιε μου. Εγώ, άλλες φορές
θα ερχόμουν απ’ της θάλασσας τα βάθη
και σμάρι θα ’ταν πίσω μου οι Ωκεανίδες,
όλες πεντάμορφες. Πού τώρα; Οι Ωκεανίδες
στη θάλασσα θαφτήκανε, κι εμέ
τα βάσανα με πνίγουν.

Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πολλά παιδιά είχες, μάνα. Πολλά βάσανα
για τα γεράματά σου.

Η ΘΕΤΙΣ
Το πιο βαρύ από σέ το βρήκα!

Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ξεσπάει μεμιάς:
Αχ, με πληγιάσαν τούτα τα καρφιά!
Μου πιάστηκε το χέρι... Κατάρα στου Κρόνου τα παιδιά!

[...]

Ο ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ
Ω Προμηθέα! Σε δούλεψα δίχως εσύ να ξέρεις.
Πρωτοτεχνίτης είμαι και πρωτομάστορας.
Σπούδασα τα μαθηματικά, ξενύχτησα με τη γεωμετρία.
Παλάτια έστησα τρανά κι εκκλησιές με περίλαμπρους τρούλους.
Τα στόλισα. Ζωγράφος είμαι και γλύπτης.
Τραγούδια δικά μου τραγούδησα και τα ’παιξα στη λύρα
σε δικούς μου σκοπούς. Τί άλλο θες;
Έγραψα γνώμες πολλές για την Αισθητική,
για την Ανατομία...
Ό,τι μπορούσα το ’κανα...

Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ λέει:
Λεονάρδο, είσαι το πιο γνήσιο παιδί μου!

Ο ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ
Όχι! Δεν είμαι μόνο εγώ! Τριγύρω μου αναδώσαν
χίλιες λαμπρές φωτιές.
Ξαναγεννήθηκε, σου λέω, ο Κόσμος!
Σοφοί, ζωγράφοι, γλύπτες, ποιητές, πρωτομαστόροι, ένα!

Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Λέγε ποιός το ’κανε τούτο το θαύμα;

Ο ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ
Συγχώρα με. Ο Απόλλωνας!

Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Το μάντεψα. Με μάχεται παντοτινά
με τα δικά μου όπλα.

Ο ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ
Ω, μην το λες, και δε σε μάχεται.
Πήρε απ’ τα χέρια σου
τα καρφωμένα τον πυρσό
και τον ξανάδωσε του Ανθρώπου!

Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Κι ο Ναζωραίος; Τί κάνει Αυτός;

Ο ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ
Παράξενο θα σου φανεί: ζωγράφοι, γλύπτες, ποιητές, πρωτομάστορες, όλοι,
τον Ναζωραίο υμνούνε!

Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αυτόν;

Ο ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ
Πρώτον Αυτόν!... Μα... δεν τον βλέπουν πια με τα ίδια μάτια!
Με μια καινούργιαν απαλή ψυχή
πρωτοαντικρίζουνε τώρα ξανά την ομορφιά του Κόσμου.
Οι γλύπτες;... Ξαναπλάθουν της γυναίκας το κορμί.
Οι ζωγράφοι; Ψάλλουν, πότε το τραγούδι της Παναγιάς,
πότε της Αφροδίτης...
Οι κήποι ξανανθίσανε, γέμισ’ ο κάμπος άνθη.
Αχολογούν τα γέλια ολημερίς. Ο Έρωτας σαϊτεύει
νύχτα και μέρα. Το κρασί
πια δε στερεύει... δε στέρεψε ποτέ, να πούμε την αλήθεια.
Ο Βάκχος είναι πονηρός. Φαντάσου,
αυτόνε τον ετίμησε κι ο Ναζωραίος στους γάμους
του Κανά, κάτω στην Ιουδαία...

Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Οι άλλοι Θεοί; Αναστηθήκανε κι αυτοί;

Ο ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ
Πώς να το πω... Σχεδόν. Η Αθηνά...
την Αθηνά την μπλέκουν με την Παναγιά. Ο Ερμής...
άλλαξεν όνομα ο Ερμής, Άγιος Μερκούριος τώρα.
Ο Ήλιος; Προφήτης έγινε. Προφήτη - Λιας. Η Αφροδίτη,
σου το ’πα, ξαναβγήκε από το κύμα. Ο Έρωτας...
από κοντά της πάντα, στον ποδόγυρό της μπλέκεται. Ο Άρης;
Τον ξέρεις τον Άρη απ’ τα παλιά. Άγρια ανακατώνει
θεούς κι ανθρώπους. Μόνο,
που όλο καινούργια σοφίζεται άρματα,
όλο και πιο θανατερά.
Κι όσο να πεις την Ήρα,
αυτή δε ’φάνη πουθενά. Αξιόπρεπα, περήφανα,
συντρόφεψε το Δία στην εξορία...
Ο Ποσειδώνας... τώρα κάτι θα σου πω,
που σίγουρα θα σε ξαφνίσει. Αντίθετ’ απ’ τους άλλους Θεούς
ο Ποσειδώνας δεν περνάει, μένει και μεγαλώνει.
Ο πονηρός. Άνοιξε
τις πύλες των Ωκεανών πεντάπλατες για τους ανθρώπους.
Καλοτάξιδα καράβια σκίζουνε μακρινές θάλασσες,
που ουδέ τις είχε φανταστεί κανένας.
Δικά μας παιδιά επατήσανε στεριές αλλοτινές, τόπους
αλλόκοτους. Φέρανε ζώα πρωτόφαντα. Κι ακόμα, τώρα στα στερνά,
οι πιο θαρρετοί ξεκίνησαν, πάνω σε καραβέλες,
κι έφεραν την Οικουμένη γύρο...

[...]

Γ΄. Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΛΥΜΕΝΟΣ

[...]
Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Άκουσε, Ιώ!
Δώρο στον Άνθρωπο έφερε
ο Ναζωραίος την Υποταγή, την Υποταγή στη Μοίρα!
Θεός Αυτός κι υποτάχτηκε
στη Μοίρα Του, παράδειγμα να ’ναι στον Άνθρωπο...
Μα εγώ, θρησκεία μου έχω ν’ αντιστέκομαι,
στη Μοίρα ν’ αντιστέκομαι! Αντιστάθηκα
ακόμα και στην Ύλη, πάλεψα μαζί της,
για να την κάνω δική μου!

Η ΙΩ
Αντιστάθηκες και στην Αγάπη, Προμηθέα,
όχι για να την κάνεις δική σου.

[...]

Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
μ’ έναν πήδο, ανέβηκε τους αναβαθμούς του Παρθενώνα, στέκει στη γωνιά του Ναού και κοιτάει ένα γύρο, πέρα. Λέει άγρια:
Ο Πόλεμος! Ο Πόλεμος παντού!...
Το κατεβήκανε και τούτο το σκαλί!
Άφοβη γενιά! Τρελή γενιά!
Με τη φωτιά που εγώ σας έδωσα,
να κάψετ’ ο ένας τον άλλο πολεμάτε!
Ο ένας τον άλλο!... Γιά ιδέ! Ω φρίκη!
Με τη φωτιά που εγώ τους έδωσα,
πολεμάνε να κάψουνε
τον εαυτό τους!
Εγώ τους έδωσα φωτιά, να πλάσουνε, να χτίσουν,
κι εκείνοι καταλούν με τη φωτιά!...
Ω, κοίτα, κοίτα! Φλόγες απλώνουν
απ’ άκρη σ’ άκρη!
Μυριάδες γλώσσες πύρινες γλύφουν η μια την άλλη!

[...]

Η ΙΩ λέει:
Ο Ιερέας-Μάντης είναι αυτός!
Ακούστε τον Ιερέα του Παρθενώνα!
Κι εσύ, σεβάσμιε γέροντα, πόσον καιρόν είχες να ’ρθεις!
Λέγε μας! Πες μας! Πες μας!
Στη θλίψη μας, στην ψυχοταραχή μας,
αχ, κάπου ν’ ακουμπήσουμε!
Όλες! Όλοι! Ακούστε με, αδερφές,
μαζί σας από δω και μπρος θα ’μαι κι εγώ. Κοντά σας
θα μείνω. Ακούστε τον πανάρχαιο
τον Ιερέα-Προφήτη!
Είτε Κάλχα τον είπανε ή Τειρεσία ή Δανιήλ,
είτε Ιερεμία,
ένας είναι πάντα! Ακούστε τον!
Στους θνητούς φανερώνεται μονάχα στα μεγάλα
γυρίσματα των δρόμων!

ΙΕΡΕΑΣ-ΠΡΟΦΗΤΗΣ λέει:
Μη χάνετε, γυναίκες, την ελπίδα!
Θνητές, ναι, είσαστε, όμως εντός σας είναι
κάτι αθάνατο!
Με αυτό το κάτι ο Άνθρωπος
σμίγει πάντα με κάποιο Θεό!
Ύστερα από την κάθε πολυόδυνη, την κάθε πολυαίματη θυσία,
τις κουρασμένες τις ψυχές έρχεται να τις ξεδιψάσει,
—πάντα ήρθε, θε να ’ρθει και τώρα—
μιαν ανάβρα από κάποιον Όλυμπον έρχεται πάντα,
από κάποιαν Ιερουσαλήμ έρχεται ένας Ευαγγελισμός αλάθητα,
για μια Καινούργια Ανάσταση!
Μην τους φοβάστε αυτούς τους Κεραυνούς!
Μη σας κλονίζει ετούτος ο σεισμός!
Απ’ την πλημμύρα των φλογών θα βγει το φως!
Πάλι αγνό το φως! Το φως!

Στην ανατολή ο ουρανός ξασπρίζει, μαλακώνει. Λίγο λίγο, ένα λευκό φως ωσάν από ξημέρωμα απλώνεται, δυναμώνει, πάει να γίνει λάμψη, λάμψη πεντακάθαρη, στιλπνή.

ΠΟΛΛΕΣ ΑΘΗΝΑΙΕΣ φωνάζουνε:
Ο Απόλλωνας! Ο Απόλλωνας!
Έρχεσαι πάλι!... Χαίρε!

ΑΛΛΕΣ ΑΘΗΝΑΙΕΣ όμως φωνάζουνε:
Ο Μεσσίας έρχεται!... Ωσαννά!

ΚΙ Ο ΙΕΡΕΑΣ-ΠΡΟΦΗΤΗΣ αποσώνει μεγαλόφωνα:
Έλα! Όποιος κι αν είσαι,
μ’ όποια μορφή και μ’ όποιον τρόπο!
Σώσε το κουρασμένο γένος των ανθρώπων!

Θανάσης Πετσάλης. 1949. Προμηθέας. Αθήνα: Τυπογραφείο Αδελφών Ρόδη.