[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Αλέξης Πάρνης
Τα φτερά του Ίκαρου
(απόσπασμα)
ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ
Εικόνα Πρώτη
[...]
(Στο εργαστήρι του Δαίδαλου, που έχει πάρει την παλιά ειρηνική του όψη. Κάτι όμως πολύ σημαντικό δείχνει ότι μια άλλη πολύ μεγάλη αλλαγή έχει συντελεσθεί. Ένα χρωματιστό μπαλόνι, σαν μικρό αερόστατο αιωρείται και σαλεύει σαν ζωντανό τεντώνοντας το σχοινί που το κρατάει δεμένο στη γη. Πλάι του λαμποκοπάει ένα ομοίωμα του θεού Ταύρου. Ακουμπισμένο γερά στα τέσσερα πόδια του, δέχεται τις τελευταίες πινελιές που του βάζει ο Πρωτέας. Ο Ίκαρος τον κοιτάει συλλογισμένος, τραγουδώντας).
Ίκαρος
«Ο ήλιος βασιλεύει όπως βασίλευε.
Κανείς ν’ αλλάξει δεν μπορεί
τα συνήθειά του. Τις ώρες που ξυπνάει
τις ώρες που φωτάει, τις ώρες που κοιμάται...
Είναι λεύτερος ο ήλιος μα πώς μοιάζει
τον μαχητή που κερδίζει με το γαίμα του
τη λευτεριά του αυτή...
Κοιτάχτε τον καλά
πώς γίνεται καταπόρφυρος —
σαν λαβωμένος μαχητής, που κάθε απόγευμα
δίνει και μια καινούρια μάχη, κατακτώντας
ξανά και ξανά τη λευτεριά του...».
Πρωτέας
Σε λίγο θα βασιλέψει αληθινά ο ήλιος... Ακούς; Όξω απ’ τα τείχη αρχίσανε τα νταούλια κι οι πίπιζες. Ο κόσμος τοιμάζεται για την τελετή... Λίγο πριν πέσει το σκοτάδι θα απολύσουν την ιπτάμενη σφαίρα... Μαζί με το ομοίωμα του θεού Ταύρου...
Ίκαρος
Από τότε που μ’ έβγαλε ο Δαίδαλος απ’ την αιχμαλωσία για να κλειστώ μαζί σας εδώ, το έχω αγναντέψει πολλές φορές τούτο το πανηγύρι. Δεν μπορώ να το συνηθίσω όμως. Θα προτιμούσα να μην το έβλεπα καθόλου.
Πρωτέας
Κι ωστόσο μ’ αυτή την ιπτάμενη σφαίρα που χάρισε στον Μίνω κατάφερε να σε βγάλει ο πατέρας σου από τις αλυσίδες! Αυτό το δημιούργημά του έσωσε την ζωή του Ίκαρου.
Ίκαρος
Αφού πρώτα θανάτωσε το έργο του Ίκαρου. (Σα να κοιτάει ερείπια). Κάποτε αυτοί οι άνθρωποι είχαν μάθει να ξεχωρίζουν το ψέμα του Μίνου. Είχαν πιστέψει στην δική μου αλήθεια. Τώρα στραβωθήκανε ξανά. Η καρδιά τους ξανάγινε αγαθό πρόβατο κι αφέθηκε με τυφλή πίστη μέσα στην αγκαλιά του λύκου. Ο Μίνως φάνηκε πιο δυνατός απ’ ό,τι νόμιζα.
Πρωτέας
Όχι ο Μίνως... Η ανθρώπινη βλακεία φάνηκε πιο δυνατή απ’ ό,τι νόμιζες. Βήμα με βήμα παρακολούθησα πώς γεννήθηκε το θαυμαστό δημιούργημα. (Με θαυμασμό). Η ιπτάμενη σφαίρα... Όταν απόλυσε πρώτη φορά στον ουρανό τούτο το θαύμα, ο κόσμος αναστατώθηκε. Απ’ τα πλήθη σηκώθηκαν τρομαγμένες υστερικές φωνές: «Θεόοοοος... Θεόοοοος... Ένας ξένος στρογγυλοπρόσωπος θεός περνάει πάνω απ’ τα σπίτια μας». Κι αρχίσανε οι φήμες. Άλλοι λέγανε πως ήταν Αιγύπτιος θεός κι άλλοι Βαβυλώνιος. Τ’ άκουσε ο Νομοθέτης κι όπως πάντα το κατεργάρικο μυαλό του δούλεψε. Και με πρόσταξε να φτιάξω το ομοίωμα του ντόπιου μας θεού Ταύρου. Κι από τότε αυτό κρεμάμε κάτω απ’ τη σφαίρα...
Δάφνη
(Έρχεται απ’ τον κήπο) ο Δαίδαλος δεν κατέβηκε; Πότε θα σταματήσει λίγο την δουλειά να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του; Τί φτιάχνει πάλι τόσες μέρες κλεισμένος εκεί;
[...]
Ίκαρος
Δαίδαλε!.. Πώς βρέθηκες εκεί κάτω;
Δαίδαλος
Ωραίο παιχνίδι σού έπαιξα, ε; Όμως το πιο αστείο παιχνίδι θα είναι αυτό που θα παίξω στην τωρινή μας μοίρα...
Πρωτέας
Κατέβηκε απ’ τον γκρεμό.
Δαίδαλος
Ναι! Έπεσα απ’ τον γκρεμό! Και πέφτοντας βρήκα έναν καινούριο τρόπο να ξεφεύγει ο άνθρωπος απ’ την μοίρα του.
Ίκαρος
Ποιόν τρόπο λοιπόν;
Δαίδαλος
Αυτόν που είχες σκεφτεί εσύ στο τραγούδι σου... (Ανεβαίνει την σκάλα τραγουδώντας γελαστός, κοιτώντας τους με σημασία).
«Μα ελπίδα εγώ δεν χάνω και σήκωσα πανιά
και πιο γοργά αρμενίζω τα πέλαα γαλανά.
Κι αν δεν γλιτώσω πάλι και τούτη τη φορά,
θα φτιάξω δυο μεγάλα και δυνατά φτερά...»
(Αγκαλιάζει απ’ τους ώμους τον Ίκαρο)
Τα έκρυψα εκεί κάτω στον γκρεμό... Μα έχω κι άλλα να σου δείξω. Τα δικά σου, Ίκαρε... Τα φτερά σου, Ίκαρε!
(Και σιγά σιγά σπρώχνοντας τον Ίκαρο, που του έχει κοπεί η λαλιά και τον κοιτάει εμβρόντητος, χάνεται μαζί του προς τα πάνω).
Πρωτέας
(Αφού συνέλθει) Φτερά! Κατέβηκε με φτερά, λέει... Ω, θεοί!.. Θα το δούμε, αλήθεια, κι αυτό; Ω!
[...]
(Ο Ίκαρος προβάλλει, κρατώντας δυο πελώρια φτερά. Είναι φτιαγμένα από αληθινές φτερούγες πουλιών που τις έχουν κολλήσει αναμεταξύ τους).
Ίκαρος
(Ακουμπάει το δημιούργημα του Δαίδαλου κάτω) Στ’ αλήθεια, πολύ ανάλαφρα είναι!
Δαίδαλος
Είναι γερά τα φτερά μας, Ίκαρε! Μ’ αυτά θα φτάσουμε σίγουρα το μεγάλο μας όνειρο. Θα δούμε την τεχνική να σμίγει με το ευγενικό μας αίσθημα. Και να υπηρετούν μαζί τον πιο μεγάλο σκοπό του ανθρώπου: τη λευτεριά!
Ίκαρος
Μονάχα τη δικιά μας...
Δαίδαλος
Και βέβαια, Ίκαρε... Δεν μπορούν να σηκώσουν άλλους οι φτερούγες μας...
Ίκαρος
Τα φτερά σου είναι πολύ πιο δυνατά απ’ ό,τι νομίζεις... Όταν πετάξουμε θα μας δούνε χιλιάδες ανθρώπινα μάτια. Χιλιάδες ψυχές θα λυτρωθούνε απ’ το ψέμα του Μίνου.
Δαίδαλος
Αν το πάρεις έτσι! Βέβαια! Τα φτερά μου είναι πολύ δυνατά. Μπορούν να σηκώσουν χιλιάδες ψυχές.
Πρωτέας
(Η φωνή του κάτω απ’ τον κήπο) Δαίδαλε! Ίκαρε!
Δαίδαλος
Έλα ν’ αρχίσουμε. Ο Πρωτέας περιμένει να καμαρώσει τα πρώτα σου βήματα. Έτσι όπως σε καμάρωνε σαν ήσουν μικρός. (Μια σκιά στο πρόσωπο). Εγώ δεν σε χάρηκα τότες... Σ’ άφησα στην Δάφνη με τις φασκιές, κι όταν σε ξανάειδα, περπατούσες! Σ’ έβλεπα τόσο αραιά... Κάποτε κάποτε μισώ την σκληρή δουλειά μου γι’ αυτό. Πόσες φορές με αποτράβηξε από σένα. Σαν μια μοχθηρή μητριά με ανάγκαζε να ρίχνω όλη μου την φροντίδα στα δικά της παιδιά. Στα καράβια, στους φούρνους, στα εργαλεία και σε χίλια δυο άλλα.
Ίκαρος
Τώρα όμως φάνηκε καλή. Το πιο δυνατό παιδί της θα μου δώσει τη λευτεριά μου! (Παύση). Πότε θα μπορέσουμε να φύγουμε;
Δαίδαλος
Πρέπει να δουλέψουμε ακόμα πολύ... Να γυμνάσουμε και την ψυχή και το κορμί και το κουράγιο μας. Θα μάθουμε σιγά σιγά όλα τα μυστικά. Ας ελπίσουμε πως θα έρθει γρήγορα η σιγουριά για το μεγάλο πέταγμα. Πιστεύω να πάνε όλα καλά.
Ίκαρος
Τί μπορεί να μας σταματήσει; Τα τείχη του Μίνου έχουμε τρόπο να τα πηδήξουμε. Το γαλάζιο τείχος του ουρανού έχουμε τρόπο να το περάσουμε. Τον φόβο τον ξεπέρασε κιόλας η απόφασή μας. Τί άλλο μπορεί να μας σταματήσει; Υπάρχει τίποτ’ άλλο πιο δυνατό απ’ την σκλαβιά του Μίνου, τον ουρανό και τον θάνατο;
Δαίδαλος
Όχι, δεν υπάρχει, δεν πρέπει να υπάρχει.
Ίκαρος
Είμαστε τώρα σαν τα ποτάμια. Κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει το ποτάμι να φτάσει στην θάλασσα...
Δαίδαλος
Κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει το ποτάμι! (Μια ξαφνική σκέψη τον καθηλώνει ασάλευτο. Ύστερα συνέρχεται). Έλα, πέρασε τα χέρια στις θηλιές... Θα πας εκεί στην άκρη στο πεζούλι και θα πηδήξεις... (Πάλι σταματάει την κουβέντα και κάθεται).
Ίκαρος
Τί έπαθες;
Δαίδαλος
Τίποτα! Αυτό που είπες για το ποτάμι μ’ έβαλε σε σκέψη. Θαρρώ δεν είναι σωστό.
Ίκαρος
Ποιό δεν είναι σωστό;
Δαίδαλος
Ότι το ποτάμι δεν μπορείς να το σταματήσεις. Μπορείς, Ίκαρε, μπορείς. Το ’χα σκεφτεί κάποτε πολύ! Είχα κάνει και σχέδια. Μα ύστερα το άφησα... Και τώρα ξαφνικά μου το θύμισες. (Με θέρμη). Είχα κάνει μελετημένα σχέδια. Θα σταματούσα το ποτάμι που τρέχει απ’ το βουνό. Θα το γύριζα να πλημμυρίσει την κοιλάδα και θα έφτιαχνα μια μεγάλη θάλασσα εδώ πλάι, κάτω απ’ τη μασχάλη μας. Μεγάλο έργο, ε; Βέβαια θα ήταν πολύ δύσκολο να πιάσεις τον Ταύρο του οργισμένου νερού και να τον μαντρώσεις. (Ξαφνικά κάνει ένα μορφασμό, σα να τον πόνεσε κάτι. Σφίγγει το κεφάλι στα χέρια του).
Ίκαρος: Τί έπαθες;
Δαίδαλος
Μια ξαφνική ζαλάδα. Κι ένα βουητό στ’ αυτιά. (Παύση). Λες και ακούω στ’ αλήθεια βουητό ποταμού!
Ίκαρος
Το ποτάμι είναι μακριά, πατέρα. Δεν ακούγεται το βουητό του.
Δαίδαλος
Αλήθεια, εσύ δεν ακούς τίποτα;
Ίκαρος
Όχι, Δαίδαλε!
Δαίδαλος
Όμως εγώ ακούω! Κι ολοένα δυναμώνει. Θαρρείς και το ποτάμι ζυγώνει. Τί να σημαίνει αυτό Ίκαρε; (Τον κοιτάζει ανήσυχα). Τί να σημαίνει αυτή η ζαλάδα; Και γιατί ακούγεται το βουητό ολοένα και πιο δυνατά; (Η ανησυχία γίνεται τρόμος και πανικός στα μάτια του). Τί να σημαίνει αυτό, Ίκαρε; (Δυνατά). Τί να σημαίνει αυτό, Ίκαρε;
ΣΚΟΤΑΔΙ
ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ
Εικόνα Δεύτερη
[...]
Δαίδαλος
Μια στιγμή... Μια στιγμή... (Δεν σηκώνει το κεφάλι). Τούτη η όχθη μού έχει δώσει πολλές σκοτούρες. Μαλακό το χώμα της και γλιστράει και θέλει παντού στηρίγματα. Παντού στηρίγματα. Όμως κι η αντικρινή όχθη, αυτή που είναι απ’ τη μεριά σου, Ίκαρε. Έχει κι αυτή τα δικά της...
Ίκαρος
Δαίδαλε! Εγώ είμαι έτοιμος πια... Σήκωσε τα μάτια, κοίταξέ με!
Δαίδαλος
(Με δυσκολία υπακούει ο Δαίδαλος. Ξέρει τί θα δει. Θέλει για λίγο ν’ απομακρύνει την σκληρή στιγμή. Ύστερα ξαφνικά τινάζει το κεφάλι και βλέποντας την όψη του Ίκαρου, σηκώνει ασυναίσθητα τα χέρια, όπως κάνουμε όταν θέλουμε να φυλαχτούμε από κάτι) Σήμερα λοιπόν! Σήμερα...
Ίκαρος
Γιατί σήκωσες τα χέρια; Να καταραστείς θέλεις ή να μου δώσεις την ευχή σου;
Δαίδαλος
Θα ήθελα να κάνω και τα δυο. Να σ’ ευλογήσω γιατί μπόρεσες να παραμερίσεις το τελευταίο εμπόδιο που έφραζε τον δρόμο της λευτεριάς σου. Κι απ’ την άλλη να σε καταραστώ γιατί το εμπόδιο που τσαλαπάτησες για να διαβείς, είναι ο πατέρας σου. (Μια αμυδρή τελευταία ελπίδα τού ζεσταίνει τη φωνή). Δεν μπορούσες να περιμένεις ακόμα, Ίκαρε;
Ίκαρος
Τί να περιμένω, πατέρα;
Δαίδαλος
Να τελειώσω και να φύγουμε μαζί.
Ίκαρος
(Κουνάει με πίκρα το κεφάλι) Να φύγουμε μαζί... Εσύ δεν μπορείς να φύγεις απ’ τον Μίνω, πατέρα! Κι αν φύγεις από τούτον, θα τρέξεις να προσπέσεις σε κάποιον άλλο. Τα φτερά που έφτιαξες είναι άχρηστα για σένα, τον δημιουργό τους. Όσο μακριά και να πετάξεις, πάλι στην ίδια σκλαβιά θα πέσεις...
Δαίδαλος
Αυτό που λες είναι φοβερό, Ίκαρε!
Ίκαρος
Είναι η αλήθεια, Δαίδαλε! Όπου και να πας θα χρειάζεσαι πάντα ένα μεγάλο εργαστήρι για να φτιάχνεις τα μεγάλα σου έργα. Χιλιάδες δούλους, ολόκληρα βουνά από υλικά και εργαλεία... Μα ποιός μπορεί να σου τα δώσει όλ’ αυτά; Μονάχα οι δυνάστες του κόσμου... Μονάχα αυτοί. Ό,τι και να κάνει ο άνθρωπος της τεχνικής, θα ’ναι πάντα εξαρτημένος απ’ αυτούς.
Δαίδαλος
Σκληρή είναι η αλήθεια σου, Ίκαρε. Και μαζί μ’ αυτήν έγινες σκληρός κι εσύ!
Ίκαρος
Έπρεπε να γίνω σκληρός για να τη δεχτώ σαν άντρας. Η ζωή στάθηκε ανάμεσά μας! Έβγαλε την απόφασή της και φωνάζει: Εσύ, Δαίδαλε, δεν μπορείς να γίνεις ανεξάρτητος απ’ τον Μίνω! Όμως ο Ίκαρος μπορεί. Οι ποιητές μπορούνε. Οι φιλόσοφοι μπορούνε. Αυτοί δεν έχουν ανάγκη να ζητήσουν το εργαστήρι τους από κανένα δυνάστη. Το έχουν μέσα στην καρδιά τους. Κανείς δεν μπορεί να σου δώσει μια καρδιά. Ούτε να σου την πάρει...
Δαίδαλος
Έχεις δίκιο. Αυτό το εργαστήρι ούτε να σας το δώσουν ούτε να σας το πάρουν μπορούν... Μονάχα την ζωή μπορούν να σας πάρουν...
Ίκαρος
Και μας την παίρνουνε συχνά... Πληρώνουμε έτσι το προνόμιο που μας έδωσε η μοίρα να ’μαστε ανεξάρτητοι... (Φεύγοντας). Έλα, Δαίδαλε. Έλα να με βοηθήσεις να φορέσω τα φτερά μου... (Φεύγει).
[...]
Ίκαρος
(Η φωνή του από πιο ψηλά) Πετάω Δαίδαλεεεε...
Δαίδαλος
Πετάει... Βλέπεις, Πρωτέα; Πετάει! Κοίταξε το νιογέννητο παιδί τ’ ουρανού. (Του έρχονται στα χείλη τα λόγια του τραγουδιού... "Ελπίδες εγώ δεν χάνω κ.λπ."... Η μουσική από κάπου συνοδεύει τα λόγια του).
Πρωτέας
Ο αγέρας είναι καλός. Η σφαίρα πήρε δρόμο... Τρέχει! Ολοένα πιο ψηλά τραβάει!.. Έλα, Δαίδαλε! Πάμε στο απάνω λιακωτό... Θέλω να δω τί θα κάνει ο κόσμος που ’χει μαζευτεί κάτω απ’ τα τείχη. Αποκεί φαίνεται καλά ο δρόμος... (Πάνε κι οι δυο προς τη σκάλα).
Πρωτέας
Ανεβαίνει... Ανεβαίνει... Πολύ γρήγορα ανεβαίνει. (Κοιτώντας ολοένα ψηλά, ανεβαίνει τη σκάλα και χάνεται προς την απάνω ταράτσα).
Δαίδαλος
(Τον ακολουθεί) Ο θεός της Λευτεριάς ανοίγει έναν ακόμα δρόμο στους ανθρώπους. Νά! Τον χαράζει τώρα ο Ίκαρος! Μια καινούρια κοίτη ανοίγει. Να ξεχυθεί μέσα της αφρίζοντας η καινούρια αλήθεια. Ένα ποτάμι κατάλευκο φως... (Χάνεται κι αυτός προς την απάνω ταράτσα. Η μελωδία δυναμώνει. Ξαφνικά οργισμένες φωνές την κόβουν. Μπαίνει ο Μίνως με το Νομοθέτη και τους δυο τοξότες).
Μίνως
(Έξαλλος ανεβαίνει τις σκάλες. Η οργή τον έχει γυρίσει στον πραγματικό ρόλο του εξουσιαστή, έχει πάρει το αληθινό τραχύ πρόσωπο του Βασιλιά Μίνου) Τον Δαίδαλο... Φέρτε μου τον Δαίδαλο ζωντανό ή πεθαμένο!
(Ο Νομοθέτης σταματάει τους στρατιώτες που έχουν φτάσει στα μισά της σκάλας).
Νομοθέτης
Μίνω, έχουμε καιρό για τον Δαίδαλο! Ησύχασε!
Μίνως
Με σένα θα τα πούμε πιο ύστερα! Γιατί, ηλίθιε, δεν άφησες τους τοξότες να ρίξουν; Όταν τον πήραμε χαμπάρι ήταν ακόμα χαμηλά. Θα τον πετυχαίναμε... Θα τον τρυπάγαμε σαν ασκί εκεί πάνω και θα τον κατεβάζαμε άψυχο ψοφίμι στη γη!
Νομοθέτης
Μίνω, θα σου εξηγήσω...
Μίνως
Τί να μου εξηγήσεις τώρα που έφυγε; Το πράγμα είναι φανερό. Έφυγε! Έφυγε! Καταλαβαίνεις τί σημαίνει αυτό; Για ν’ αφήσει τον γιο του ν’ ανεβεί εκεί πάνω, πάει να πει του έδωσε τρόπο να κατεβεί κιόλας... Μια μεγάλη εφεύρεση του Δαίδαλου έφυγε μέσα από τα χέρια μου μαζί με τον Ίκαρο... Έπρεπε να τον ρίξουμε! (Πέρα απ’ τα τείχη σηκώνεται η γνωστή βουή που συνοδεύει το πέταγμα του θεού Ταύρου. Οι πίπιζες, τα νταούλια και τα βούκινα αναταράζουν τον αγέρα). Τί σημαίνει τούτη η χλαλοή;
Νομοθέτης
(Με θριαμβευτικό χαμόγελο) Δεν καταλαβαίνεις, Μίνω; Ο κόσμος δεν πρόφτασε να νιώσει πως ο Ίκαρος ήταν κρεμασμένος εκεί ψηλά! Η σφαίρα σηκώθηκε πολύ γρήγορα. Ήταν και το δέος που πάντα θολώνει τη ματιά! Δεν παρατήρησαν την αλλαγή! Ακούς τί φωνάζουν; Δόξα στον θεό Ταύρο! Δόξα στον ισόθεο Μίνω!
Μίνως
Φεύγει!.. Φεύγει η σφαίρα μαζί με τον Ίκαρο! Αχ! επίορκε Δαίδαλε...
Νομοθέτης
Έκανα πολύ καλά που σταμάτησα τους τοξότες... Τώρα που είσαι νηφάλιος, σκέψου τί θα γινότανε αν τον ρίχναμε. Θα έπεφτε μπρος στα έκπληκτα μάτια του κόσμου. Κι όλοι θα βλέπανε πως το πέταγμα στα ύψη δεν είναι δύναμη θεϊκή, μα ανθρώπινη δύναμη!
Μίνως
Αυτό εύκολα θα μπορούσαμε να το διαψεύσουμε... Θα τρέχαμε, θα μαζεύαμε τα κομμάτια του και θα λέγαμε πως ήταν ο θεός Ταύρος σε μια καινούρια μεταμόρφωση...
Νομοθέτης
Μα τί λες Μίνω... Θα το πίστευε κανείς αυτό;
Μίνως
Τόσα και τόσα απίθανα πιστέψανε.
Νομοθέτης
Αυτό δεν θα το πιστεύανε. Η πτώση του θα έπειθε όλο τον κόσμο πως ήταν στ’ αλήθεια άνθρωπος... Γιατί όπως είναι γνωστό κανείς δεν μπορεί να ρίξει τους θεούς... Κι ούτε να τους σκοτώσει. Το προνόμιο της πτώσεως και του θανάτου το έχουν μονάχα οι άνθρωποι! (Ξαφνικά οι δυο τοξότες αρχίζουν να βγάζουν τρομαγμένα ουρλιαχτά, δείχνοντας ψηλά στον Μίνω και στο Νομοθέτη)
Μίνως
Τί τους έπιασε;
Νομοθέτης
Α! Κοίταξε, Μίνω!.. Δεν βλέπει; Ξεκόλλησε απ’ τη σφαίρα και πέφτει σιγά σιγά!..
Μίνως
Δεν πέφτει... Κολυμπάει στον αέρα... Πετάει... Κοίταξε!.. (Οι στρατιώτες ψηλά απ’ τη σκάλα αρχίζουν πάλι τα ξεφωνητά).
Νομοθέτης
Κοίτα! Χαμηλώνει, κάνοντας γύρους στον αέρα!
Μίνως
Ζυγώνει καταδώ! Τρελός είναι;
Νομοθέτης
Τρελός... Όμως ξέρει τί κάνει. Αυτή η τρελή λογική έχει μεγάλη δύναμη... Αυτή η τρελή λογική έρχεται να γκρεμίσει τον ιερό Ταύρο μας... Ακούς; Φωνάζει... Πάνω απ’ τα σπίτια φωνάζει... (Ένας πανικός τον συγκλονίζει).
Ίκαρος
(Η φωνή του, που όσο ζυγώνει γίνεται βροντερή) Άνθρωποι... Εγώ, ο Ίκαρος είμαι! Μη φοβόσαστε! Εγώ ο Ίκαρος είμαι...
Νομοθέτης
Σηκώστε τα τόξα... Και σημαδέψτε καλά! Μη τον αφήσετε να συνεχίσει.
Μίνως
Πριν λίγο μου έλεγες άλλο...
Νομοθέτης
Τότε δεν τον είχαν πάρει χαμπάρι... Τώρα τον βλέπουν! Ακούς τη σιωπή που έπεσε έξω στο πλήθος;
Μίνως
Νά! Παίρνει καινούριο γύρο...
Ίκαρος
(Η φωνή του από μακριά) Άνθρωποι... Εγώ, ο Ίκαρος πετάω! Ο αδελφός σας ο Ίκαρος... Ο Ίκαρος, άνθρωποι! Ε, ε!
Μίνως
Ρίξτε! Ρίξτε!
(Οι τοξότες ρίχνουν αδιάκοπα με γρήγορες πανικόβλητες κινήσεις).
Νομοθέτης
Πιο γρήγορα! Ρίξτε!
Μίνως
Δεν τον φτάνουνε τα βέλη...
Νομοθέτης
Θα χαμηλώσει και θα τον φτάσουνε... Πρέπει να χαμηλώσει. Για να τον δούνε καλύτερα...
Μίνως
Φώναξε και στους άλλους, πέρα στα τείχη, να ρίξουνε. Γιατί δεν ρίχνουν;
Νομοθέτης
(φωνάζει) Εεεε, απ’ τα τείχη! Ρίχτε! Ρίχτε! Ρίχτε!
Δάφνη
(ορμάει αναμαλλιασμένη) Τον Ίκαρο! Μην τον σκοτώσετε τον Ίκαρο!.. (Πέφτει στα πόδια του Μίνου). Αφήστε το γάλα μου να ζήσει... Αφήστε το αίμα μου να ζήσει... Αφήστε το φως μου να ζήσει...
Νομοθέτης
Ρίχτε! Ρίχτε! Ζυγώνει!
Ίκαρος
Εγώ, ο Ίκαρος είμαι... Ο Ίκαρος, άνθρωποι... Άνθρωποι! Α... α... α.. (Μια κραυγή παρατεταμένη που γιομίζει φρίκη τον αέρα).
Νομοθέτης
Τον πέτυχαν!
Μίνως
Τον πέτυχαν! Τον πέτυχαν! Πέφτει! Τρέχα, Νομοθέτη. Πάρε τους καβαλάρηδες και τρέχτε. Θέλω να μου φέρετε τα κομμάτια του... Να τα ρίξω στα πόδια του Δαίδαλου...
Νομοθέτης
Αν πέσει, βέβαια στη γη... Γιατί έτσι που μακραίνει, μπορεί να φτάσει ώς τη θάλασσα... Και ξεψυχώντας ακόμα μπορεί να επιστρατέψει την τρελή λογική του για να μη πέσει στα χέρια μας... (Φεύγει).
Δάφνη
(Με ορθάνοιχτο τρελό βλέμμα)
Το γάλα μου... Το αίμα μου! Το φως μου...
Μίνως
(Πέφτει κουρασμένος σ’ ένα σκαμνί) Μά τους θεούς, δεν ήθελα να γίνει έτσι. Μα αφού έφυγε... Το χρέος μου ήταν να τον σταματήσω... (Ξαφνικά γυρίζει και βλέπει τον Δαίδαλο, που κατεβαίνει απ’ τη σκάλα, πιάνοντας το παραπέτο για να μη πέσει). Α! Ακούς, Δαίδαλε; Το χρέος μου ήταν να τον σταματήσω! (Οπισθοχωρεί).
Δαίδαλος
Το ποτάμι δεν μπορείς να το σταματήσεις! (Κάνει να ορμήσει απάνω του. Δεν έχει δύναμη. Τον συγκλονίζουν οι λυγμοί). Ένα ποτάμι γεροντικά δάκρυα. Ένα ποτάμι αντρίκειο αίμα... Ένα ποτάμι αλήθεια! Ποιός μπορεί να το σταματήσει τώρα; Ποιός μπορεί να σταματήσει την αλήθεια;
ΑΥΛΑΙΑ
Αλέξανδρος Πάρνης. 1974. Θεατρικά έργα. Αθήνα.