Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Άρης Δικταίος

Η ιστορία της Άλκηστης


XXV–XXVII
Έβλεπεν ο Άδμητος, εγώ, τη σκιά του
κι έλεγε: Τώρα, αλήθεια, έχω πεθάνει
και δε φοβούμαι πια, κι ήτανε πλάνη
στη γη τη ζωή να ζω ενός υπνοβάτου
που, ξυπνώντας, φοβάται μη κοντά του
την Άλκηστη δε βρει. Και δεν με φτάνει
τίποτα τέτοιο φόβο να μου κάνει,
τώρα, εδώ, στο βασίλειο του Θανάτου
οπού ’μαι, τι, η σκιά μου, εγώ ’μαι. Και κοντά μου
πολύ θα βρίσκεται η Άλκηστη. Το φως
πρέπει, όμως, πρώτα, ακέριο, στ’ άδυτά μου
να σβήσω. Γιατί, τότε, πώς αλλιώς
θα μπορέσω να βρω, στον Άδη ενός
βαθύτερου Άδη, αυτό που ’ταν η σκιά μου;

Κι έκλαιγε, — εγώ, ο πικρός συμβίος. Θρηνούσε
και στέναζε, πονώντας για το ταίρι
το αγαπημένο του, χωρίς να ξέρει
πως τόσον ο Ηρακλής πλάι του αγρυπνούσε
γι’ αυτόν, ώστε να γίνει, αίφνης, το αγέρι
που από την ανθισμένη γη φυσούσεν
ορμητικό, κι ακράτητο χιμούσε
βαθιά, στον σύσκιον Άδη, για να φέρει
την πεθαμένην Άλκηστη κοντά του.
Κι η Άλκηστη, εσύ ψυχή μου, στου θανάτου
τη γη ξένη ήσουν, και στη γη ’σαι ξένη,
και μέσα στον εαυτό σου βυθισμένη, —
και δεν σ’ εννοεί, Ηρακλή! Κι ως δεν εννοείσαι
δεν εννοείς, τί εσύ, στην πράξη σου Είσαι.
Έτσι, Ηρακλή, από το βαθύ σκοτάδι,
την έφερες στην γην, αθέλητά της.
Κι αυτή, στις σκιές του απώτερού της Άδη
χαμένη πάντα, σάμπως υπνοβάτης
δε μπορούσε να βρει τα βήματά της,
και μόνο απ’ το πολλά πυκνό μαγνάδι,
που σκέπαζε τα μάτια της, τη σκιά της
μηχανικά ακλουθούσε: Η σκιά, σα χάδι
στη γη ακουμπούσε, αμάθητη στο φως
και στα παιγνίδια του, — μόλις θυμόταν,
μόλις, και τόσο απόμακρα, πως, όταν
την πήρεν ο Άδης, ξαφνικά, κρυφός
κι ύπουλος όπου μέσα της κοιμόταν, —
η σκιά της με το φως ερωτευόταν.

Άρης Δικταίος. Τα ποιήματα (1934–1965). Αθήνα: Δωδώνη. [1η έκδ: Ο τραγουδιστής, 1950].