Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Στέλιος Ξεφλούδας

Οδυσσέας


(αποσπάσματα)


Έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Δε θυμάμαι πότε ούτε πού. Χρονολογίες και τόποι ενδιαφέρουν μόνο την ιστορία. Μπορούσα να την αφήσω ανοιχτή και να φύγω. Η πράξη μου αυτή, όσο κι αν φαίνεται ασήμαντη, είχε για μένα ουσιαστική σημασία. Γιατί η πόρτα μένει ώς σήμερα κλειστή και ποτέ δε θ’ ανοίξει.


Βρίσκουμαι στην Αλεξάντρεια. Ποιά μέρα, ποιά ώρα, ποιός χρόνος είναι δεν ενδιαφέρει. Ούτε αν με ρωτήσει κανείς γιατί βρίσκουμαι σ’ αυτή την πολιτεία με το μεγάλο ιστορικό όνομα, μπορώ να δώσω μια συγκεκριμένη απάντηση. Από τότε που εγκατέλειψα με την Καλυψώ για πάντα την Ωγυγία και δραπέτευσα μαζί της απ’ τον Άδη ο χρόνος για μένα μένει στο μηδέν. Γι’ αυτό ποτέ δε βιάζουμαι να φτάσω κάπου. Μπορεί να μην πάω πουθενά, να πάω παντού, η Οδύσσεια θα συνεχίζεται.

Αυτή τη στιγμή ο ήλιος κοντεύει να δύσει πάνου απ’ τη Μεσόγειο. Κατεβαίνουμε με την Καλυψώ

«κρατημένοι απ’ το χέρι χωρίς να μιλάμε»

τις κουρασμένες απ’ το χρόνο σκάλες του ασήμαντου ξενοδοχείου, όπου μένουμε, για ν’ αποκρύψω τη βασιλική μου ιδιότητα, το ένδοξο παρελθόν μου, την αθανασία μου.

Όταν ήμουνα βασιλιάς είχα συχνά αυταπάτες και παραισθήσεις. Γι’ αυτό, και τώρα, που ξαναγύρισα ανάμεσα στους ανθρώπους, φαντάζουμαι, ότι θα ανακαλύψω πάνου στη γη τον παράδεισο της ευτυχίας. Όμως βρίσκουμαι πριν από λίγες ώρες σε μια πολιτεία που δε διαφέρει από τις άλλες, όσες γνώρισα, αιώνες πριν και μένουν θαμμένες κάτου απ’ τη σκόνη τους. Μου φαίνεται, λοιπόν, ανεξήγητο γιατί εξακολουθώ, χωρίς μεταμέλεια, τις περιπλανήσεις μου, αφού τίποτα δεν άλλαξε κι οι άνθρωποι, τα θηρία, τα όρνια, τα ερπετά, τα έντομα συνεχίζουν έναν πόλεμο πολύ πιο τρομερό από κείνον που γνώρισα στην Τροία. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι δεν ξέρω τί ζητώ, πού πηγαίνω, γιατί κάθε φορά ξεκινώ χωρίς να φτάνω πουθενά. Πέρα απ’ τα σύνορα του κόσμου απλώνεται η ερημιά, το χάος, ο θάνατος. Η γη έχει αρχή και τέλος κι ό,τι κατοικεί, ζει, κινείται πάνου σ’ αυτή, παρουσιάζει ατέλειωτη ποικιλία και αέναη διαδοχή. Έτσι αναρωτιέμαι, μήπως, από τότε που έφυγα απ’ την καταστραμμένη Τροία, δεν είχα να πάω πουθενά ούτε κάπου να σταματήσω και ζούσα μέσα στην αυταπάτη ενός φαύλου κύκλου, που στένευε όλο και πιο πολύ γύρω μου. Στην Ιθάκη άφησα το περίγραμμα απ’ το σώμα μου, τον κύκλο του προσώπου μου, τον εξωτερικό εαυτό μου. Γιατί η αναχώρησή μου, διαισθανόμουνα, πως ήταν χωρίς επιστροφή. Αυτή είναι η αλήθεια. Άλλωστε ποτέ δε θέλησα να κρύψω τίποτα δικό μου ούτε να φορέσω προσωπίδα για να υποκριθώ, ακόμα κι όταν ήμουνα βασιλιάς κι έπρεπε να κολακεύω τους υπηκόους μου και να τους πουλώ υποσχέσεις. Μονάχα όταν ανέβασα το ξύλινο άλογο στην Τροία εξαπάτησα ανθρώπους και θεούς. Ομολογώ ότι στο παλάτι μου ένιωθα ολωσδιόλου μόνος, ένας ξένος, κι αυτό, ίσως, μ’ έκανε να προαισθάνουμαι ότι δε θα ξαναγύριζα στην Ιθάκη. Όσοι με τριγύριζαν ήταν θεατρίνοι της πιο ηλίθιας κωμωδίας, που μου προξενούσε μόνο αηδία. Μ’ απορροφούσε η μοναξιά μου. Όταν είσαι μόνος μπορείς και βρίσκεσαι έξω από σύνορα και όρια. Φαίνεται από τότε δε χωρούσα πουθενά. Πολλές φορές επιχειρούσα ν’ αντιδράσω με τη λογική, χωρίς να το κατορθώνω. Εκείνο που μπορώ να βεβαιώσω τώρα, είναι ότι ποτέ δεν πίστεψα στην παντοδυναμία της λογικής κι όταν ακόμα επρόκειτο να δώσω λύση στα πιο φλέγοντα προβλήματα, που με απασχολούσαν σα βασιλιά. Δε ρύθμιζα τις ενέργειές μου με αριθμούς και σχήματα. Ούτε παραδέχτηκα πως δυο και δυο κάνουν πάντα τέσσερα. Νειρευόμουνα, ό,τι δεν έζησα, ό,τι ήθελα να ζήσω. Νά τί δε θέλησε ποτέ να καταλάβει και να μου συγχωρέσει η Πηνελόπη. Την εγκατέλειψα στη βουλιμία των μνηστήρων, που μερικοί απ’ αυτούς ήταν γνωστοί κίναιδοι, άφησα το γιο μου μικρό, την Ιθάκη, ό,τι αγάπησα χωρίς καμιά μεταμέλεια και τύψη. Τώρα πλανιέμαι στους δρόμους της γης και της θάλασσας με την Καλυψώ, κουβαλώντας μαζί μου ό,τι είδα και γνώρισα. Συναντηθήκαμε, δε θυμάμαι πότε, ο χρόνος στη δική μας περίπτωση δεν έχει σημασία κι έγινε από τότε ο ίσκιος και τα βήματά μου, η ζωή και ο θάνατος πέρα από τόπο και χρόνο.

Ο ήλιος με βήμα σημειωτό εξακολουθεί να κατεβαίνει στη θάλασσα. Ίδιο κι απαράλλαχτο τον έβλεπα απ’ το παλάτι μου στην Ιθάκη. Ο δρόμος όπου βαδίζω οδηγεί στην προκυμαία. Όσο και να προχωρήσεις κάποια στιγμή θα υποχρεωθείς να σταματήσεις μπρος στο νερό. Σε μια υγρή επιφάνεια τελειώνουν κι οι πιο ατέλειωτοι δρόμοι. Ο δικός μου δρόμος ξεκινάει από κει που τελειώνουν οι άλλοι. Γι’ αυτό ο πόθος του γυρισμού στην Ιθάκη είναι ένας μύθος που συνεχίζεται.


Δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι σ’ αυτή τη χώρα. Η μνήμη δε βοηθάει πάντα για να κρατήσουμε ζωντανή την ιστορία μας. Αφού κατάστρεψα την Τροία σα μιαν άλλη Χιροσίμα, για να εξιλεωθώ απ’ το έγκλημά μου, γιατί πώς θα τολμούσα, ύστερα απ’ αυτό, να γύριζα στην Ιθάκη, κατάντησα πλάνητας στους δρόμους της θάλασσας, γνώρισα ανθρώπους και πολιτείες, χωρίς ν’ αποφασίζω να μείνω πουθενά. Ο χρόνος για μένα έχασε τη σημασία του. Στην ουσία δεν υπάρχει. Προχωρεί, οπισθοδρομεί, μένει αμετακίνητος. Ήταν καλοκαίρι. Ο ίδιος κατακόκκινος ήλιος κατέβαινε στη θάλασσα. Καμιά αλλαγή σκηνογραφίας. Η αιωνιότητα του κόσμου μάς ακολουθεί γαντζωμένη στους ώμους μας, σα να καταργεί το παρελθόν και το μέλλον. Άρχιζε να φτάνει στην έρημη παραλία η νύχτα. Σερνόταν μ’ αργό ρυθμό το κύμα και χάιδευε τη ζεστή άμμο. Μπορούσα ν’ αποτυπώσω στο μουλιασμένο δέρμα της τα βήματά μου. Περπατούσα πλάι στο νερό και περίμενα. Γέμισαν τα μάτια μου νησιά, βράχους, κομμένους σα με μαχαίρι, καμένους από τον ήλιο, που μοιάζουν από μακριά μεγάλες σκιές γκρίζες πεσμένες πάνου στο γαλάζιο πέλαγο. Η γυναίκα που περίμενα και με περίμενε φάνηκε στην άκρη της θάλασσας, προχωρώντας μ’ αργό βήμα, μορφή παράξενη, έχει θαμπώσει πια στη μνήμη μου το πρόσωπό της, δεν ξέρω αν αναδύθηκε από το κύμα, μπορεί να ’ταν η γυναίκα που τώρα βαδίζει πλάι μου, κι η ιστορία μου μπορεί ν’ άρχισε πριν από αιώνες, ν’ αρχίζει σήμερα, να μην άρχισε ποτέ κι όλα να ’ναι κατάλοιπα μιας νοσηρής φαντασίας...


[...]


Τρόμαζα ακόμα, όσο δεν τρόμαξα στον πόλεμο, χωρίς να καυχιέμαι πως είμαι γενναίος, ότι αν έμενα στην Ωγυγία, θα ’χανα τον εαυτό μου. Ο χώρος, όπου μπορούσα να κινηθώ, ήταν για μένα ασφυχτικά περιορισμένος, το νησί δεν είχε διαστάσεις για τα βήματά μου, ήταν πολύ μικρό για να μπορέσει να με χωρέσει. Δεν υπήρχαν περιθώρια για τις πράξεις μου. Δε θα υπήρχα παρά μόνο για τον εαυτό μου. Θα ’μουνα ένας αδικαιολόγητος εγωιστής κι ένας αναίσθητος θεατής της ζωής, που ήθελα να ζήσω. Η μονότονη επανάληψη της κάθε μέρας, θα νέκρωνε, το ξέρω καλά, τις αισθήσεις μου. Ό,τι θα με τριγύριζε θα ’ταν ένας κόσμος νεκρός και θα μ’ έκλεινε στα τείχη του χωρίς έξοδο, χωρίς φυγή. Θα καταντούσα ένας άνθρωπος που έχει αρνηθεί τον εαυτό του και δε γυρίζει τα μάτια του να τον κοιτάξει για να μη δει τα δάκρυα που βρέχουν τα μάγουλά του, τις ρυτίδες που χαράζει στο πρόσωπό του η αγωνία τής αύριο. Η Καλυψώ είχε τον ίδιο τρόμο που έκανε το αίμα της να παγώνει κάθε φορά που αποφασίζαμε να δραπετεύσουμε. Ένιωθε τότε το κορμί της πετρωμένο, τα πόδια της αδύνατο να κάνουν ένα βήμα, τα χείλη της να σαλέψουν. Τρόμαζε να λυτρωθεί απ’ την υποταγή της στους θεούς, να εγκαταλείψει το νησί της, να ξεπεράσει το σώμα της, να το διοχετεύσει αυτούσιο στο δικό μου, να βρει την αυθυπαρξία της...


[...]


Η Καλυψώ βυθισμένη σε μια πολυθρόνα, είχε ώρα που γυρίσαμε στο ξενοδοχείο μας, έχει κλειστά τα μάτια χωρίς να κοιμάται. Μπορεί να σκέπτεται την Ωγυγία. Υπήρχε τόση ησυχία και γαλήνη σ’ εκείνο το μικρό νησί, ήταν σα να βρισκόταν έξω από τον κόσμο. Το μόνο θόρυβο κάναν τ’ άσπρα πουλιά όταν φεύγαν την αυγή και γύριζαν το βράδυ να κουρνιάσουν στο πράσινο δάσος, και τ’ αγριεμένα κύματα τις ώρες που θέριευε το πέλαγο. Όμως σ’ αυτό το μικρό δωμάτιο βουίζουν οι μηχανές που κουρσεύουν τους δρόμους και υποχρεώνουν τους πεζούς, για να σωθούν, να παραμερίζουν τρομαγμένοι. Βουίζουν στο κεφάλι μου. Στους διαδρόμους χτυπούν οι πόρτες που τις ανοίγουν και τις κλείνουν, κι ο κρότος τους είναι σα να τρυπάει τ’ αυτιά μου. Στ’ αποχωρητήρια τραβούν το νερό που ακούγεται σα ρόγχος ετοιμοθάνατου. Οι σκιές σκουραίνουν, όσο η νύχτα πλησιάζει, γεμίζουν ολόκληρο το χώρο. Η Καλυψώ μένει στην ίδια θέση σα να μη θέλει ν’ αποχωριστεί τον άλλο εαυτό της.

Σκέπτουμαι πόσο είναι δύσκολο να ξεχάσω, ό,τι έζησα, τους συντρόφους μου, τον πόλεμο, την καταστροφή της Τροίας. Τί απέραντη μωρία να πολεμήσουμε για μια άμυαλη γυναίκα, που άφησε τον άντρα της και κλέφτηκε μ’ ένα ομορφόπαιδο γιατί φαντάστηκε πως ήταν ο ιδανικός πρίγκιπας, που χρόνια τον περίμενε κι ήρθε να την πάρει. Μια έπιασε το φιλότιμο. Προσβολή τιμής είπαμε. Κόρωσε το αίμα μας, Φωτιά και τσεκούρι να μη μείνει τίποτα όρθιο. Κανείς μας δεν είχε κουκούτσι μυαλό. Πανάθεμά σε φιλότιμο: Για μια γυναίκα που την έκαιγε η μήτρα της να σκοτωθεί τόσος κόσμος. Εκείνος ο ξεροκέφαλος Αγαμέμνονας δε μ’ άκουγε, όταν επέμενα να μη συνεχίσουμε τον πόλεμο. Του άρεσαν τα μεγαλεία, η αρχηγία, οι διαταγές, όπως σ’ όλους τους γεννημένους στρατιωτικούς. Καλά έκανε που τον κεράτωσε η Κλυταιμνήστρα κι ύστερα τον δολοφόνησε. Ξεκίνησε απ’ τις Μυκήνες για την Τροία πριν από μένα. Η βασίλισσα μπρος στην πύλη των λεόντων ακίνητη θα κοίταζε τους πολεμιστές που φεύγαν για τον πόλεμο. Θα ’χε ένα πρόσωπο χλωμό σα να ’χασε το αίμα του και τα χέρια της θα ’ταν παγωμένα. Στον κόλπο της θα ’μενε υγρό ακόμα το σπέρμα της συνουσίας. Πριν από λίγο αποχαιρέτησε τον Αγαμέμνονα. Ποιός ξέρει πότε θα τον ξανάβλεπε. Κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει πόσον καιρό θα βάσταγε ο πόλεμος. Η ερημιά της σάρκας θα γινόταν βασανιστική. Θ’ άρχιζε ίσως ν’ αυνανίζεται. Αυτό θα την έκανε νευρική, θα της προκαλούσε μελαγχολίες, θυμούς, αγρύπνιες, ονειρώξεις. Μια πόρνη μπορεί να πέφτει στο κρεβάτι μ’ αμέτρητους άντρες σ’ όλη τη ζωή της, ποτέ μια μεγάλη βασίλισσα. Παραδίνεται και κλείνει τα μάτια να μην κλάψει, δαγκάνει τα χείλια να μη ξεράσει την αηδία της. Οι πόρνες κοιμούνται με τη θλίψη τους. Είναι οι κουρελιασμένες σημαίες της ηθικής. Ο κόλπος τους η σπερματοδόχη της λαγνείας του άντρα.

Ο βασιλιάς θα γύριζε όλο το κεφάλι του για να δει κι άλλη μια φορά τις Μυκήνες που χανόνταν ανάμεσα στους λόφους. Η Κλυταιμνήστρα με βήμα άστατο θα γύριζε στο παλάτι της. Η πύλη των λεόντων έκλεισε πίσω της. Οι πολεμιστές χανόνταν στο μάκρος του δρόμου. Τη διαύγεια της ατμόσφαιρας θα λέρωνε ο κουρνιαχτός που σήκωναν τα βήματά τους. Ο Αγαμέμνονας ήταν ένας λάγνος βασιλιάς. Τη νύχτα δεν άφηνε ήσυχη στο κρεβάτι τη βασίλισσα και το πρωί ξυπνούσε με τα μάτια πρησμένα, το στόμα πικρό, τα μέλη διαλυμένα. Του άρεσε ακόμα το πιοτό, κι είναι βέβαιο ότι απατούσε τη βασίλισσα. Στον πόλεμο έκρυβε τα ελαττώματά του. Χιλιάδες μάτια τον παρακολουθούσαν μέρα και νύχτα. Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδιζε να κοιμάται στη σκηνή του με τη Χρυσηίδα αγνοώντας ακόμα και τους θεούς. Αν ήξερε τί τον περίμενε δε θα ξεκινούσε για την Τροία. Ο θάνατός του ήταν γεμάτος περιφρόνηση και ειρωνεία, δεν είχε βήματα να τον ακούσει, στόμα να τον προκαλέσει, για να σύρει το σπαθί του και ν’ αντισταθεί, ήταν αθέατος, ύπουλος. Ούτε μπορούσε να κρυφτεί για να τον αποφύγει. Κατασκόπευε κάθε του κίνηση.

Κι όμως ολόκληρη η ζωή μας είναι μια άμυνα να υπάρξουμε. Ο θάνατος μας εξευτελίζει. Με κατέβασαν στον Άδη δεμένο με τις χειροπέδες σαν τον τελευταίο κακούργο. Ανένδοτος ποτέ δεν υποχωρεί. Δεν έχει πρόσωπο, πατρίδα, φύλλο μητρώου, ταυτότητα. Δεν είναι πλάσμα του Θεού. Είναι όργανο της εξουσίας του, όπως και της εξουσίας του σατανά. Τώρα ανάμεσα στα ερείπια των Μυκηνών πλανιέται το φάντασμα του βασιλιά και θρηνεί τη μοίρα του κι η περιέργεια του πλήθους ξαναπλάθει το μύθο του.

Ούτε ο Αχιλλέας έδινε προσοχή στα λόγια μου. Ήτανε νέος φιλόδοξος, άτρωτος στη μάχη και νειρευόταν παλικαριές κι ανδραγαθήματα. Μονάχα ο Αίαντας τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Κρίση συνειδήσεως. Αδύνατο να δικαιολογήσει, όπως μου είπε εμπιστευτικά, αυτόν τον πόλεμο. Ο μόνος αληθινός ήρωας του τρωικού πολέμου. Μια τόσο φονική εκστρατεία, που έγινε για μια υστερική βασίλισσα, επειδή δεν την ικανοποιούσε ο βασιλιάς και περίμενε να τον κερατώσει για να ξυπνήσει ο αντρισμός και το μένος του, ήταν για όλους μας απαράδεχτη...


[...]


Οι φωνές και οι θόρυβοι της πολιτείας καταντάν ανυπόφοροι, είναι σα να τρυπάν και να ενσφηνώνουνται στο κεφάλι μου. Αδύνατο ν’ ακούσω και τα δικά μου λόγια. Οι τοίχοι κι οι επιφάνειες των σπιτιών καίνε από τον ήλιο, που βρισκόταν όλη τη μέρα ενωμένος μαζί τους. Πάνου από το κεφάλι μου χάσκουν στη νύχτα ανοιχτά, σκοτεινά και φωτεινά παράθυρα. Τρέχω λοιπόν να βρω αυτό που δεν υπάρχει κι όμως υπάρχει παντού. Εφόσον υπάρχει, ό,τι ζητώ υπάρχει, ο Θεός, ο άνθρωπος, ο εαυτός μου. Ακόμα και οι νεκροί που τους ζωντανεύει, η μνήμη μου, όσους αντίκρισα κάτου από τα τείχη της Τροίας. Σ’ εκείνο τον καταραμένο πόλεμο, που βάσταξε δέκα ολόκληρα χρόνια, κι αν δεν ήμουνα δε θα τέλειωνε στον αιώνα τον άπαντα, ο Αίαντας, επαναλαμβάνω, ήταν ο μόνος, που δεν υποτάχτηκε στον πόλεμο. Ομολογώ, ότι ποτέ δε φανταζόμουνα, όταν τον έβλεπα να κάθεται ώρες αμίλητος έξω από τη σκηνή του αναδιπλωμένος στις σάρκες του, ότι θ’ αυτοκτονούσε γιατί ήρθε να πολεμήσει για την τιμή μιας μοιχαλίδας βασίλισσας, ενώ ο Αγαμέμνονας μετατόπιζε τη σκηνή του, όλο και πιο μακριά, για να μπορεί ανενόχλητα να κάνει έρωτα με τη Χρυσηίδα. Το ίδιο έκανε κι ο Αχιλλέας με τη Βρισηίδα και τρέχαν τα σάλια των πολεμιστών όταν τη βλέπαν να περνάει πλάι τους διασχίζοντας το στρατόπεδο για να κοιμηθεί μαζί του. Πολλοί κρυβόνταν για ν’ αυνανιστούν. Είχε μαυρίσει το μάτι τους για γυναίκα. Κι οι δυο τιμωρήθηκαν, όταν τέλειωσε ο πόλεμος. Εμένα οι θεοί με παραδώσαν στη θάλασσα να με τιμωρήσει. Πάλευα μαζί της χρόνια, δεν ξέρω ακριβώς πόσον καιρό, αφού δεν είχα ημεροδείχτη για να μετρώ τους μήνες και τις ώρες, πλανιόμουνα από χώρα σε χώρα, κυνηγημένος από τον Ποσειδώνα, όχι για να γνωρίσω πολιτείες και ανθρώπους, αλλά για να εκτελέσω την τιμωρία μου...


[...]


Ο βασιλιάς είχε μια κόρη την Αριάδνη. Μου διηγήθηκαν πολλά γι’ αυτή. Το πρόσωπο, η κορμοστασιά, το ντύσιμο, το χτένισμά της χρησίμεψαν για πρότυπα στις ζωγραφιές που στολίζαν την αίθουσα των τελετών στο ανάκτορο της Κνωσσού, όπου κατοικούσε. Το φόρεμά της, όπως και την κόμμωσή της, που στεφάνωνε ένα κεφάλι Αφροδίτης, αντιγράφουν και σήμερα οι γυναίκες. Δεν ήταν σκληρή και φιλόδοξη, όπως η Κλεοπάτρα που ήθελε να εξουσιάζει τους λαούς, σέρνοντας όσους τους κυβερνούσαν, στην αγκαλιά της. Όπως βεβαιώναν οι αδιάκριτοι ή καλύτερα οι ηδονοβλεψίες αυλικοί, συχνά στεκόταν μπρος στους καθρέφτες και κοίταζε το γυμνό σώμα της, οι μαστοί προβάλαν όρθιοι σα να θέλαν να δραπετεύσουν από το στήθος, παρθενικοί, ανέγγιχτοι, οι μηροί ανάγλυφοι μάκραιναν και στένευαν όσο κατέβαιναν στο γόνατο, οι χυτές κνήμες φτάναν ώς τα πόδια, που βάδιζαν σαν δυο άσπρα περιστέρια πάνου στο κόκκινο δάπεδο, ενώ τα χέρια, επίκληση αμέτρητων πόθων, απλωνόνταν ν’ αγκαλιάσουν του ερωτισμού της τα οράματα.


[...]


Ο γιος μου ο Τηλέμαχος, έμαθα, δημιουργούσε όλη την ώρα ιστορίες, ήταν απειθάρχητος, αναρχικός, σήμερα η αστυνομία θα τον χαρακτήριζε επικίνδυνο, είχε ερωτικές ιστορίες με παντρεμένες καθώς πρέπει κυρίες για να τις εξευτελίζει, γύριζε τις νύχτες στις ταβέρνες του λιμανιού και μεθοκοπούσε, δερνόταν με ξένους ναύτες, με τους μνηστήρες κάθε μέρα στο παλάτι μου, ντυνόταν επιδεικτικά, παράξενα για να εντυπωσιάζει, τον φέρναν κάποτε αναίσθητο απ’ το πιοτό σα να ’ταν πεθαμένος και μόλις τον αντίκρισε, έμαθα, η Πηνελόπη, έπεσε καταγής ξερή. Όταν μου τα λέγαν αυτά χειροκροτούσα γιατί απαλάμβανε την ελευθερία του.

Η Αριάδνη ζούσε μόνο φανταστικά την ελευθερία της. Ο κόσμος της βρισκόταν έξω από τα σύνορα της πραγματικότητας στο χώρο της ουτοπίας. Το όραμα μιας άλλης πολιτείας πλημμύριζε τα μάτια της. Αν ήταν σύγχρονη του γιου μου, περίεργο, σήμερα όλο τον θυμάμαι, νόμιζα ότι τον ξέχασα, κατάντησα αλήθεια ο χειρότερος πατέρας, ειλικρινά ντρέπουμαι γι’ αυτό, μου ’μοιαζε ο Τηλέμαχος, φτυστός ο εαυτός μου, ας σταματήσω, μπορώ ν’ αρχίσω τα κλάματα, και τη συναντούσε τυχαία ξέρω τί θα της έλεγε, χωρίς περιστροφές, δίχως να κρατάει τα προσχήματα, να παν να κάνουν έρωτα. Θα συνέχιζε να της αραδιάζει σοβαρολογώντας, δεν υπάρχει παρά μονάχα ό,τι φαίνεται, ό,τι είναι πραγματικό, το σώμα σου, το σώμα μου, η φαντασία είναι μια απάτη, η χαρά των αισθήσεων απομένει η μόνη αλήθεια. Ήξερε καλά ότι η ζωή αξίζει, όταν τη ζει κανείς ώς το τέλος, χωρίς περιορισμούς, ηθικές επιταγές και σεμνοτυφίες. Ήταν ένας νέος του σύγχρονου κόσμου, που περιφρονούσε τα καθιερωμένα κι έβλεπε τη ζωή, σαν ένα πρόβλημα που πρέπει να το ζήσει κανείς κι όχι ν’ αναζητά τη λύση του. Ρώτησα, όχι μια φορά, τον εαυτό μου, τί είναι προτιμότερο να βλέπει σαν όνειρο τον κόσμο ή ζώντας να θέλει να τον γνωρίσει, χωρίς λιποταξία στη μοναξιά του εαυτού του, όπως είναι, σκοτεινός, θλιβερός, παράλογος μέσα στο αδιέξοδο και το χάος; Παρουσιάζουμαι ανεπανόρθωτα ηλίθιος να κάνω τέτοιες ερωτήσεις και να περιμένω να δώσω μιαν απάντηση, αφού ξέρω ότι η αισιοδοξία κι η απαισιοδοξία διαδέχουνται η μια την άλλη μέσα μας κι ότι κάθε άρνηση να δεχτώ τη μοίρα μου καταντούσε ένας αδυσώπητος πόλεμος με τους θεούς και τους ανθρώπους. Ούτε ένας, απ’ όσους είναι κλεισμένοι στους τάφους τους, πέθανε συντροφευμένος απ’ την ευτυχία του.


[...]


[...] Τί χρειάζουνται τα παλάτια, οι πύργοι, τα όνειρα, οι φαντασίες όταν χάσαμε τον ανθρώπινο εαυτό μας, υποταγμένοι στα τέρατα της μεγαλοφυΐας μας, πλάσματα φθαρτά και εφήμερα, ντυμένα το θάνατό μας; Μήπως ο Θεός δεν έπρεπε να δημιουργήσει όπως είναι τους ανθρώπους; Ο Χίτλερ πρότυπο του σύγχρονου δικτάτορα, ενώ προοριζόταν να ’ναι κλόουν κάποιου τσίρκου, που περιοδεύει στις μικρές επαρχιακές πόλεις ή ένας κοινός θεατρίνος για να παίζει ρόλους γυναικείους, ξυρίζοντας το μουστάκι του και φορώντας περούκα με μακριά μαλλιά, έγινε ο δολοφόνος της ανθρωπότητας. Κι αυτοί που πολεμούσαν για να σωθεί ο άνθρωπος από τον εξανδραποδισμό διέπραξαν το φριχτό έγκλημα της Χιροσίμας, χωρίς κανείς να τους δικάσει, όπως κι εμένα που κατάστρεψα την Τροία και το λαό της ή το Μίνωα για τις ανθρωποθυσίες του. Δεν μπορεί ο Θεός να δημιούργησε τους ανθρώπους, όπως τους δημιούργησε και να τους πετάξει στη γη, για να τους εκμεταλλεύουνται, να τους στέλνουν να πολεμούν, να τους εξευτελίζουν και να τους ταπεινώνουν. Ας με συγχωρέσουν γι’ αυτό οι εκπρόσωποί του επί της γης. Η ζωή δεν είναι παρά μια πορεία για τους περισσότερους ανάμεσα από μια κοιλάδα δακρύων, αγωνίας, πόνου, θλίψης, ερημιάς. Η αγάπη κατάντησε ένα ξεσκισμένο χαρτί λερωμένο που το πέταξαν στο δρόμο. Κάτου απ’ τον ήλιο παίζεται, χωρίς τέλος, η τραγωδία του αλληλοσπαραγμού των ανθρώπων. Απίθανοι συνωμότες ετοιμάζουν «εν ψυχρώ» το έγκλημά τους, υποθετικοί δικτάτορες κάνουν σχέδια «εν ανέσει» για να εξανδραποδίσουν τα πλάσματα του Θεού και να διατηρήσουν την εξουσία. Οι αριθμοί σβήσαν τα όνειρα. Ούτε υπάρχουν πια πρόσωπα υψηλής τραγωδίας. Τα πάθη έγιναν φτηνά, πρόστυχα και τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα, όπως οι πόλεμοι, είναι υπολογισμένα με ακρίβεια δευτερόλεπτου, σ’ όλες τις λεπτομέρειές τους από πριν, ούτε η ανάγκη και η μοίρα τα υπαγορεύει, ο Προμηθέας μένει για πάντα καρφωμένος από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο κι ο Χριστός πάνου σ’ έναν ξύλινο σταυρό, που τον κουβάλησε στον ώμο του ώς τον τόπο του μαρτυρίου, ανάμεσα σε δυο ληστές. Δεν υπάρχουν πια ήρωες μεγάλοι ή μικροί, κανείς δεν πιστεύει στα παραμύθια. Όλοι ζουν κάτου απ’ την επιταγή των αριθμών και της μηχανής, ο ένας επανάληψη του άλλου, εξαφανίζουνται στο αδιέξοδο του εαυτού τους, στο χάος μιας πολιτείας όπου όλα γίνουνται ανώνυμα, αυτόματα, χωρίς αυθυπαρξία. Η γνώση μεταμόρφωσε τους ανθρώπους σε διανοητικά τέρατα, που διασχίζουν το διάστημα ανάμεσα απ’ τους αστερισμούς, τους βυθούς της θάλασσας, κατεβαίνουν στα έγκατα της γης για να ικανοποιούν την υπεροψία τους. Κι εγώ υπήρξα ένας ήρωας φανταστικός που αναζητούσε την Ιθάκη, χωρίς να τη βρει, όπως κι ο Δον Κιχώτης πλανιόταν καβάλα στον αχαμνόοντά του για να τιμωρήσει την κακία και την αδικία χωρίς να το κατορθώσει. Δεν είμαι απαισιόδοξος. Σημειώνω, ό,τι βλέπω, ακούω, αντιλαμβάνουμαι, σε κάθε βήμα. Δεν έχασα ποτέ την ελπίδα, ότι ο κόσμος, αργά ή γρήγορα, ο χρόνος δεν έχει καμιά σημασία για ένα τέτοιο γεγονός, θ’ αλλάξει. Αντίθετα είμαι βέβαιος, χωρίς να δογματίζω, ότι σήμερα προχωρεί πολύ πιο γρήγορα σ’ αυτή την αλλαγή...


Ο Χίτλερ κλεισμένος μέσα στη δειλία του στο ερημητήριό του περίμενε την επιφοίτηση του σατανά να του δείξει το δρόμο της καταστροφής του κόσμου. Παρίστανε τον προφήτη της μοίρας της ανθρωπότητας. Όμως και στον πιο σκληρό τύραννο υπάρχει μια τραγική στιγμή. Είναι όταν παρουσιάζουνται καθαρά μπροστά του οι αδυναμίες του, όταν ο εαυτός του αντικρίζει γυμνό τον εαυτό του. Πρέπει να είχε τέτοιες στιγμές ο Χίτλερ, όταν στην απομόνωσή του σκεπτόταν τις αποτρόπαιες πράξεις του, χωρίς λύτρωση και μεταμέλεια. Λένε ότι είχε μειονεξίες, διαστροφές, ήταν μισογύνης, ομοφυλόφιλος κι ότι αυτές υπαγόρευαν τις πράξεις και τις σκέψεις του. Παράδερνε ανάμεσα στη θηλυκιά του ευαισθησία και τα καταστροφικά του ένστικτα χωρίς συμπόνια και την παραφροσύνη της μεγαλομανίας του. Είμαι βέβαιος, ότι αυτές τις στιγμές θα ρωτούσε τον εαυτό του πού αρχίζει και πού τελειώνει ο κόσμος που ξεκίνησε να κατακτήσει. Στάθηκε πάντα ένας θεατρίνος. Έπαιζε με τα πλήθη, όπως ο ταχυδακτυλουργός με τα αντικείμενα, γινόταν ο μάγος και τα υπνώτιζε. Ώς την τελευταία του ώρα πίστευε ότι θα κατόρθωνε να κατακτήσει τον κόσμο κι όλο καταποντιζόταν πιο βαθιά στην παράλογη λογική του κι η κακία και το μίσος τον έπνιγαν.


Στέλιος Ξεφλούδας. 1974. Οδυσσέας. Αθήνα: Οδυσσέας.