Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Δημήτρης Μίγγας

Τηλέμαχου Οδύσσεια


(απόσπασμα)


ΔΥΟ

Ο Οδυσσέας Λαερτιάδης (πρόγονος μακρινός και κοντοχωριανός του Τηλέμαχου Χαρίτου) ξεκίνησε για την Τροία κυβερνώντας δώδεκα ολοκαίνουριες τριήρεις (έχοντας εγκαταλείψει στο νησί νέα γυναίκα και παιδί χαζό) και επέστρεψε ολομόναχος με σκάφος δανεικό. Εκ των υστέρων βέβαια διηγιόταν πως αρμένιζε δέκα χρόνους στις θάλασσες και καμάρωνε που πάλεψε με κύματα και στοιχειά, αποφεύγοντας επιμελώς να αφαιρέσει από το σύνολο τα επτά χρόνια που ήταν σπιτωμένος απ’ την Καλυψώ και τους μήνες που τον μάγεψε η Κίρκη — χώρια τις νύχτες που έτρωγε, έπινε και παραμύθιαζε τους Φαίακες. Κι οι σύντροφοί του; Χάθηκαν από την αμυαλιά τους, είπε· και εν μέρει είχε δίκιο.

Όλα κρίθηκαν την πρώτη φορά που έδεσαν στην Ωγυγία — πήγε δύο φορές στο νησί της Καλυψούς, σε αντίθεση με τις πληροφορίες του Ομήρου! Καλό νησί, ποτιστικό και η νύμφη τα ήθελε. Περνούσε όμορφα ο καιρός. Ξέσπασε ωστόσο στα πληρώματα αναταραχή — έβαλε το χεράκι του κι ο Ευρύλοχος. Καλά πίνεις, ξενοπηδάς και τρως, ισόθεε —του είπε σε μια γενική συνέλευση του τσούρμου—, να δούμε όμως πώς θα τα βγάλεις πέρα, άμα με το καλό επιστρέψουμε και μάθουν η Πηνελόπη και ο γιος σου τα καμώματά σου. Θα σε ξεπουπουλιάσουν οι μνηστήρες, φουκαρά μου, κι οι δικοί σου θα κοιτάζουν το ηλιοβασίλεμα αδιάφοροι, κατέληξε σιβυλλικά. Έπεσε τότε ο Οδυσσέας σε βαθιά περισυλλογή, είδε το πράγμα σφαιρικά, μελέτησε την κατάσταση και αποφάσισε: Σαλπάρουμε!

Είχε το σχέδιό του ο πολυμήχανος. Τους πήγε από τους Κύκλωπες — καθάρισε έξι ο Πολύφημος. Έπειτα οι Λαιστρυγόνες τους καμάκωναν σαν ψάρια. Γκρεμοτσακίστηκαν απ’ τα σκαλιά της Κίρκης όσοι δεν έμειναν γουρούνια. Τους πέρασε από τον Κάτω Κόσμο, τις Σειρήνες, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, τάισε τους υπόλοιπους με τα μοσχάρια του Ήλιου κι έσκασαν. Τους ξεπάστρεψε όλους ο φιλέταιρος! Και μόνος πια, δίχως συντρόφους μαρτυριάρηδες, επέστρεψε στην Ωγυγία και στην αγκαλιά της νύμφης, λησμονώντας παιδί, νόστο και γυναίκα. Στα επτά χρόνια όμως τον βαρέθηκε η θεά. Φώναξε τον Ερμή και τον πέταξαν στη θάλασσα.

Εννιά μερόνυχτα μετά τον ξέβρασε το κύμα τσίτσιδο στα βράχια της Σχερίας, όπου τον βρήκε η Ναυσικά και, παραδόξως, τον αγάπησε! Ωστόσο ο δόλιος είχε σχεδόν κλείσει τον κύκλο του ως στρατηλάτης πολιορκητής, άντρας, ταξιδευτής και εραστής. Δεν του απέμεινε τίποτα άλλο πια παρά να διηγείται την προηγούμενη ζωή του. Εκστασιάστηκε η βασιλοπούλα στην αρχή —ποιός είναι τούτος ο λεβέντης ο πολυταξιδεμένος που έπεσε στον έρωτά μου, αναλογιζόταν—, αλλά οι απόλογοι τραβούσαν σε μάκρος, εξού και ονομάστηκαν από τους Αλεξανδρινούς μεγάλοι. Στο τέλος βέβαια η Ναυσικά, που, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, άλλα περίμενε απ’ αυτόν, αγανάκτησε. Τον πότισε παλιό κρασί ένα βράδυ, του έριξε και στάχτη στο ποτήρι, ώσπου κοιμήθηκε. Έτσι λιώμα, πριν προλάβει να συνέλθει, τον έστειλε φορτωτική, την ίδια νύχτα, με παπόρι στο νησί και στη γυναίκα του. Γι’ αυτό και, σύμφωνα με την ποιητική παράδοση, κοιμόταν ο πολυταξιδεμένος καθ’ όλη τη διάρκεια της επιστροφής του στην Ιθάκη. (Παρεμπιπτόντως, σε κάθε κρίσιμη και καθοριστική στιγμή του βίου του κοιμόταν· θυμήσου πότε έλυσαν οι σύντροφοί του το ασκί του Αιόλου και πώς έφαγαν τις αγελάδες του Απόλλωνα.) Και επιπλέον, όταν τον ξεφόρτωσαν στον τόπο του, ξύπνησε και δεν ήξερε πού βρισκόταν, επειδή ακριβώς ήταν ακόμη θολωμένος από το πιοτό. Έτσι, επέστρεψε ο κοσμογυρισμένος με δανεικό πλεούμενο κερδίζοντας τ’ ωραίο ταξίδι.

Μόλις όμως τον αντίκρισε η Πηνελόπη, κουρελή και γέρο, έκανε πως δεν τον γνωρίζει· άλλωστε είχε τόσους μνηστήρες στην αναμονή, όμορφους και λεφτάδες, να διαλέξει όποιον λαχταρούσε η ψυχούλα της. Κι ο γιος του, ο Τηλέμαχος (καλό παιδί, μα αγαθό), περίμενε ο ταλαίπωρος να αντικρίσει έναν πολεμιστή ατρόμητο, γενναίο και πολύξερο — τέτοια είχε διδαχτεί ο δόλιος στο σχολειό του. Μόλις ξεπέρασε το πρώτο σοκ, πείστηκε και αυτός πως δεν εμπίπτει στις προδιαγραφές του ένας απόστρατος για υποψήφιος πατέρας. Κατόπιν τούτου, με τη σύμφωνη γνώμη και προτροπή της μάνας του, έλυσε τα σκυλιά και τη φρουρά και τον ξαναπέταξαν στη θάλασσα. Άμα χαλάσεις τη ζωή σου σ’ έναν τόπο, δεν σου φτάνει ο κόσμος όλος.


Δημήτρης Μίγγας. 2007. Τηλέμαχου Οδύσσεια. Αθήνα: Μεταίχμιο.