Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Στέλιος Λύτρας

Ελπήνωρ


(απoσπάσματα)


[...]

Ο Ελπήνορας αποβιβάστηκε στον Ελλήσποντο. [...] Κι ήταν οι άγριες φωνές α–οπ, α–οπ, του εκατόνταρχου, οι χυδαίες βρισιές των πελταστών που απ’ την πρώτη μέρα τον έμαθαν να ξυπνάει νύχτα με τα όπλα τρέχοντας σφάζοντας· παιδιά· για πολεμική άσκηση, για να μπορεί, αύριο, να σφάζει με την ίδια ανδρεία και μ’ οράματα Δόξας οπλισμένους ενάντιους, εν–δυο, εν–δυο, εν–δυο με τα όπλα και τ’ άρματα από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός η ψυχή μου· ήταν οι άγριες φωνές τους που τον έφεραν ξανά στο στρατόπεδο των Αχαιών νύχτα τρέχοντας.


Ύστερα του είπαν νά οι Τρώες κι εχθροί σου, είς οιωνός άριστος, υπέρ πατρίδος και Ελένης.


Την Ελένη δεν την ήξερε.


Κι η πατρίδα του δέκα χρόνια μακριά, στην Ιθάκη.


Δέκα χρόνια μες στο αίμα της μάχης, ο Σκάμανδρος το κόκκινο ποτάμι με τα δόντια φιδιού και το στόμα που φυσούσε φωτιά τα πτώματα των συντρόφων τεμαχισμένα ξεβράζοντας στο θειάφι του μαύρου ήλιου, πάει σήμερα ο Αλκίνος από βέλος φαρμακωμένο, πάει αύριο ο Αλέξης από μαχαίρι καρφωμένο ίσα στην καρδιά του, πάει χθες ο Γιάννης διαμελισμένος από μυριάδες άρματα δρεπανηφόρα, έμεινα μόνος στο θάνατο, γύρω βουίζουν οι σφαίρες, γύρω ουρλιάζουν τα τρένα ανάμεσα σε καπνούς και μαύρες σημαίες, χαίρε.


[...]


Κι οι μέρες δίχως τέλος Ελπήνορα, τώρα, πια δε μπορείς ούτε καν να ονειρεύεσαι Ελπήνορα, έγινες κριός, πολιορκητική μηχανή, μάχιμος τραπεζικός υπάλληλος, πατάς ένα κουμπί κι ο Ελπήνορας σκοτώνει, πατάς ένα κουμπί κι ο Ελπήνορας κάνει τρία βήματα μπρος δύο βήματα πίσω μια κίνηση του χεριού προς τα κάτω έτσι ώστε ο αντίχειρας, σχηματίζοντας γωνία ενενήντα μοιρών με το δάπεδο, να διαγράψει συμμετρικά την αρμόζουσα κίνηση χαιρετισμού προς απόδοσιν των κεκανονισμένων τιμών, η ζωή εν τάφω, η ζωή εν τάφω, ο εσμός των θεοκτόνων, πώς εκρύβη το ανέσπερο φέγγος των λογισμών, πώς χάθηκε το θάμβος της χαράς των ονείρων;


Εγώ έριξα τον Αστυάνακτα απ’ τους πύργους του Ίλιου.


Βάσει της υπ’ αριθμ. γιώτα άλφα κάθετος λάμδα ξι θήτα διαταγής.


Ο Ευρύλοχος αρνήθηκε και τον σκοτώσαν.

Ο Ζάλευκος δε μπόρεσε και, σαν προδότη, αφού τον διαπομπεύσανε στους δρόμους του Άργους, τον πέταξαν στα όρνεα και στα σκυλιά.


Θυμάμαι το παιδί που σπαρταρούσε από το κλάμα το φως σφάζοντας κάθετα την ξερολιθιά ούρλιαζε μες στην απόγνωση του ακατανόητου μαρτυρίου, τόσο μικρό, τόσο ανύποπτο για τη φρίκη του κόσμου, τα τρομαγμένα του ματάκια μάταια γύρευαν την αγκαλιά της μάνας την αγαπημένη για τελευταία φορά ν’ αγγίξουν το

Δυο Ελπήνορες κρατούσαν δεμένη πισθάγκωνα την Ανδρομάχη που σφάδαζε μες στο βουβό σκοτάδι της σιωπής, ανήμπορη.

Ύστερα μαζέψαμε τις τρυφερές διαμελισμένες του σάρκες στη ρίζα του κάστρου· ήταν ξανθός, σα μικρός Χριστός. Τα νεκρά του μάτια με τυραννούν ακόμα τις νύχτες, έρχονται μαζί με τα βλέμματα των παιδιών του Ναγκασάκι και ταράζουν τα όνειρά μου με τεράστια, εφιαλτικά μανιτάρια.


Όμως, δε γινόταν αλλιώς.

Ο Ζάλευκος αρνήθηκε και, σαν προδότη της Ελλάδας, αφού τον διαπομπεύσανε στους δρόμους του Άργους, λιθοβολώντας τον, ο λαός, στις πλατείες, ανάθεμα, τον πέταξαν στα όρνεα και στα σκυλιά.


Χίλιοι Ελπήνορες έπεσαν γύρω απ’ το πτώμα του Πάτροκλου.

Χίλιοι Ελπήνορες χάθηκαν για το άχραντο σώμα του Μεγάλου Νεκρού.

Τον Πάτροκλο τον αγαπούσαν, έλεγε ανέκδοτα στους στρατιώτες, τις ατέλειωτες ώρες της προσμονής, τους μιλούσε οικεία αποκαλώντας τους σύντροφοι κι ήταν ήρωας.

Κανείς δεν έμαθε ποτέ τ’ όνομά τους.

Στη Φθία, μόνο, ένα ηρώο στο τέλος του δρόμου με τα σκυλάδικα, μια πλάκα από φτηνό μάρμαρο τοῖς ἀγνώστοις νεκροῖς τοῦ ἐπί Τροίης πολέμου στέκει μοναδικό μνημείο της θύμησής τους. Οι έφηβοι εραστές δίνουν εκεί τα ραντεβού τους τ’ απομεσήμερα του χειμώνα και μια φορά το χρόνο, στην εθνική επέτειο, ο δάσκαλος, ο δήμαρχος, ο αγροφύλακας και άλλοι επίσημοι καταθέτουν στεφάνια και ψέλνουν τρισάγιο στη μνήμη τους Σώτερ ανάπαυσον. Εκείνη τη μέρα τα παιδιά είναι ευτυχισμένα γιατί δεν έχουν σχολείο.


Τις ανακυκλήσεις της ιλύος των μαζικών εγκλημάτων, της σκόνης απ’ τα πατήματα των αλόγων, της οσμής των κοπράνων μες στο αίμα ανάμεσα στα κόκαλα και τα τεμαχισμένα μέλη των φίλων , όρθιος στις σκοπιές, δέκα ολάκερα χρόνια, Ελπήνορα, υπόμεινες καρτερικά. Χάρη σε μια ποιός ξέρει ποιά ανεξερεύνητη δύναμη που ανασταίνει τον άνθρωπο μέσα στην κόλαση την πιο άγρια, ναυάγιο, καράβι νεκρό στους ταρσανάδες καθώς σέρνεται απ’ τους ανέμους των κάβων κι από το ξύλο του φυτρώνουν μαγιολούλουδα κι ανθίζουν πηγές, θαύμα μυστικό, του Αιγαίου. Έτσι κι ο μικρός άγιος Ελπήνορας αναστήθηκε, όταν ο ήλιος τον κύκλο των αιώνων θρηνώντας συμπλήρωσε, και τελείωσε η Τροία.


[...]


Τα ηλεκτροσόκ, τώρα, θυμήθηκε, όταν αιχμάλωτος των Τρώων από προδοσιά, ο ίδιος αρνήθηκε να προδώσει· το βούρδουλα και το φάλαγγα, το κελί με τις ακαθαρσίες και τα τρωκτικά, την ανταλλαγή του με Τρώες κατασκόπους, τα σπίτια που έκαψε στην άλωση, τα παιδιά που έκαψε στην άλωση, τους φίλους που όλοι σκοτώθηκαν από τρωικές βόμβες ναπάλμ. Το μίσος στα μάτια της γυναίκας που τον έφτυνε ενώ ο συμπολεμιστής του Ναβουχοδονόσορας της ξερίζωνε τα νύχια και τα μαλλιά όταν, για εκδίκηση. Α! Α! Ααααα όχι, οι Λαιστρυγόνες, η Σκύλλα, η Χάρυβδη, οι Κύκλωπες, οι περιοδικές επιδρομές των τεράτων στο ατείχιστο κάστρο του νου του, κι ούτε ύπνος απ’ τους αιμάτινους εφιάλτες, συριγμός οι σφαίρες, οι σφαίρες στόμια κανονιών να τον σημαδεύουν, ουρλιαχτά παιδιών, άνθρωποι τρέχοντας κάτω απ’ τα αεροπλάνα, σειρήνες, χωριά ρημαγμένα. Ότι εγώ εις μάστιγας έτοιμος και η αλγηδών μου ενώπιόν μου εστί διά παντός· σειρήνες χωριά ρημαγμένα, τα κύματα, τα κύματα, οι θύελλες, τα κύματα, τα κύματα και τα στοιχειά, η Μοίρα μας.

Η αλγηδών. Διά παντός. Ενώπιόν μου.

Τα κύματα. Ναυάγιο. Η Μοίρ — Α.

Ο θάνα

Ο θα

Ο

...................................................................................................

Επιφάνια

Τώρα γιορτή μεγάλη και πανήγυρις λαμπρή στα νερά.

Άγγελοι ερωτιδείς και γυναίκες ξανθές και ωραίες και γυμνές σαν τις Ώρες της Άνοιξης, πλέουν χορευτικά στ’ ανθισμένα πέλαγα των ουρανών. Πήγασοι πρωινοί, νεφέλες σαν από πνοή ζέφυρου εαρινού, γαλάζιοι, κόκκινοι, χρυσοί τσαλαπετεινοί και παγώνια κρυστάλλινα μ’ απλωμένα φτερά άδοντας δοξαστικά υπερυψούνται στους λειμώνες του αιθέρα, όπου οι διάφανες πηγές, οι ροδώνες των αέναων πόθων, οι κρήνες οι μυστικές, οι μικροί αλαβάστρινοι ναοί των Ναϊάδων. [...]


"Ελπήνορα πώς έφτασες μες στα βαθιά σκοτάδια πεζός, κι εμένα πρόκαμες, που με καράβι ερχόμουν;"

"Αστόχησα, σαν πλάγιασα στης Κίρκης τα παλάτια, κι αντίς ξανά απ’ την αψηλή να κατεβώ τη σκάλα εγώ μπροστά μου ολόισια τράβηξα, κι απ’ τη στέγη κάπου έπεσα...

κι αμέσως στου Άδη τους βυθούς κατέβηκε η ψυχή μου

σῆμά τέ μοι χεῦαι πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης,

πῆξαί τ᾿ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν,

τῷ καὶ ζωὸς ἔρεσσον ἐών μέτ᾿ ἐμοῖς ἑτάροισιν".


Στέλιος Λύτρας. 1980. Ελπήνωρ. Αθήνα: Εξάντας. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Στέλιος Λύτρας. 2000. Έργα Ποιητικά. Αθήνα: Πατάκης.