Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Θάνος Κωτσόπουλος

Ατρείδες


(αποσπάσματα)

(Εμπρός από τ’ ανάκτορα των Ατρειδών. Μπαίνουν στην ορχήστρα από την πάροδο ο Ορέστης κι ο Πυλάδης).

ΠΥΛΑΔΗΣ
Η νύχτα ακόμα σκέπει τ’ Άργος, φίλε,
κι εμείς, οδοιπορώντας, νά που τέλος
των Ατρειδών τη χώρα χαιρετούμε.
Τη χώρα που ’ναι, Ορέστη μου, δική σου
και να τη λάβεις ήρθες, ως σου πρέπει.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Το γυρισμό μου πίσω στην πατρίδα
πώς να χαρώ μπορώ τώρα, Πυλάδη;
Πώς δίπλα στους πατριώτες μου να ζήσω,
αφού τέτοιο μού τάχτηκε ένα χρέος:
τη μάνα μου την ίδια να σκοτώσω!
Τη μάνα μου! Τ’ ακούς, γης κι ουρανέ μου;
Γιατί κι Εκείνη, λένε τον πατέρα μου,
σαν γύρισε στο σπίτι, με τον Αίγισθο,
το θείο μου, μια νύχτα θανατώσαν.
Αλί σε με! Κι αλί στην έρμη Ηλέκτρα,
που μ’ έσωσε στη χώρα σου, Πυλάδη,
για να γυρίσω λυτρωτής μια μέρα!
Με τέτοιο καθαρμό τώρα ποθεί
τη σωτηρία μου να της ξεπληρώσω!
Και δεν ανανογιέται το χαμό μου!

Μα πώς, Πυλάδη, να την ανταμώσω;
Πώς να την κλείσω μες στην αγκαλιά μου
κι αφήνοντας τα δάκρυά μας να τρέξουνε,
τη γη μας έτσι μόνο να ξεπλύνουμε;

Νά τ’ άλσος της Θεάς που παιδιά παίζαμε
και με το λιοβασίλεμα γυρνούσαμε
στο σπίτι μας με μόνη απαντοχή μας
να ιδούμε τον πατέρα από την Τροία.
Νά κι η πηγή που κάθονταν η μάνα μας
αντάμα με τον Αίγισθο και βλέπαμε
να σμίγουνε τα χείλη τους στο νάμα.
Κι ο φόνος όταν έγινε, δεν ήξερα.
Μα, εκεί με το πελέκι που παιχνίδιζα,
που κι ίσως τον πατέρα μου να σκότωσε,
της εξορίας τράβηξα το δρόμο.

Μα, δε μου ’φτασαν αυτά κι άλλα πιο ολέθρια
πιο φριχτά να πάθω και να ιδώ μου μέλλονταν.
Ο Τιθέας στους δρυμούς που μ’ είχε πάει
μ’ εντολή της Κλυταιμνήστρας να με ρίξει
στα θεριά —μα, που δεν το ’καμε, γροικώντας
πρόσταγμα άλλο να με σώσει της Ηλέκτρας—
ο Τιθέας, που μονάχα αυτός εγνώριζε
τη σφαγή κείνης της νύχτας, πριν πεθάνει
μου ’πε! «Τώρα που άντρας έγινες, να πας
στον Απόλλωνα κι ό,τι σου πει να κάμεις».
Έτσι, πήρα απ’ το Λοξία την προσταγή
τη μητέρα μου να σφάξω. Όμως Πυλάδη,
μη δεν είναι αλήθεια τούτα; Μη γελάστηκαν
κι η Ηλέκτρα κι ο Τιθέας κι ο Λοξίας;
Μη δε σκότωσε τον άντρα της η μάνα μου;
Πώς να γίνω εκτελεστής της Θείας Δίκης;
Πώς τη μάνα μου να σφάξω με το χέρι μου,
δίχως βέβαιος να ’μαι για την ενοχή της;
Δεν μπορώ τυφλά την πράξη να εκτελέσω.
Τί να κάμω; Πώς να βγω μέσ’ απ’ το σκότος
όπου μ’ έριξεν η θεία η προσταγή;

[...]

ΠΥΛΑΔΗΣ
Στα μάτια της και συ θα δεις ολάξαφνα
το παγωμένο βλέμμα του πατέρα σου
κι αλλόφρενος επάνω της θα πέσεις!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Όχι! Δε θα μπορέσω! Όχι, Πυλάδη!
Θα μπήξω το σπαθί κάλλιο στα στήθια μου!
Δεν έπρεπε να ’ρθω πίσω μαζί σου!
Δεν έπρεπε να πάω στο Λοξία!
Δε θέλω τους Θεούς! Δεν τους πιστεύω!
Μας τρέφουν την καρδιά μόνο με μίσος.
Μ’ αίμα και γδικιωμό μάς την ποτίζουνε.
Κι εμείς χρέος τον όλεθρο ονομάζουμε
και το φονιά σαν ήρωα τον υμνούμε.
Μα, ώς πότε θα ’ναι τούτη η γης ο τόπος,
που εκείνους που θα σφάζουν, άλλοι θα ’ρχονται
να σφάξουν κι έτσι δε θα παραλλάζουν
απ’ τα θεριά τ’ ανθρώπινα τα πλάσματα;
Τον Δία, αυτόν τον άγριο ματοπότη,
ποιός ήμερον κι ανθρώπινο θα κάμει;
Μας κυνηγούν, Πυλάδη, οι Ερινύες
και πριν αιματοβάψουμε τα χέρια μας.
Εκεί ’ναι! Βλέπεις; Νά, παραμονεύουν
και καρτερούν απάνω μας να πέσουν!
Πάμε πίσω στη χώρα σου, Πυλάδη!
Στη χώρα την αγνή, την τρισμακάριστη!
Δεν έρχεσαι; Λοιπόν, φεύγω μονάχος...
(Κινείται να φύγει, μα σταματάει, ολάξαφνα μεταλλαγμένος).

Όμως, εκεί, τί φέγγει στο σκοτάδι;
Δεν είναι μάτια τούτα λαμπερά,
που κατά δω προβαίνουν και μας βλέπουν;
Αυτός είναι, Πυλάδη! — Είναι ο πατέρας μου!...
(Πέφτει στα γόνατα, ενώ το φάσμα του Αγαμέμνονα προβαίνει).
Ψυχή μεγάλη, βόηθα με, που χάνουμαι!

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ
Στητός, Ορέστη, μείνε! Μη λυγίζεις!
Θεριόκαρδος και βάρβαρος δεν είναι
στο χρέος όποιος στέκεται πιστός.
Κι αν ποταμοί τα δάκρυά σου κυλήσουνε,
του καθαρμού την πράξη δε θα δώσουν.
Με τη ζωή σου μόνο θα πληρώσεις
το δίδαγμα που πρέπει στους ανθρώπους.

[...]

ΛΑΟΣ
Ναι, πάνω της! Εμπρός, Ορέστη, φύγε!
Κι αν γύρισες, γι’ αυτό χαρά δεν πήραμε,
γιατ’ ήρθες τους φονιάδες να γλυτώσεις.
Όμως, στάσου μακριά απ’ την Κλυταιμνήστρα.
Γιατί, μαζί της αν θελήσεις να ’σαι,
κανείς απ’ την οργή μας δε σε σώζει!
(Το πλήθος κινείται απειλητικά προς την Κλυταιμνήστρα. Μα ο Ορέστης βγάζει το σπαθί του και στέκεται μπροστά της. Ο Πυλάδης τον μιμείται).

ΟΡΕΣΤΗΣ
Μακριά από τη μητέρα μου, πολίτες!
Θα την υπερασπίσω, όσο τα μάτια μου
θωρούν αυτόν τον κόσμο τον ανίλεο!
Σαν είσαστε θεριά κι εγώ θα γίνω!

ΛΑΟΣ
Τραβήξου! Τι, κι εσένα θα σκοτώσουμε!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Παιδί μου, μη χαθείς κι εσύ μαζί μου!
Μα, πήγαινε πιο πέρα να σε βλέπω
τα χέρια τους απάνω μου σαν πέφτουν.
Σαν έπραξα, χρωστώ και να πληρώσω.
Την ώρα τούτη πιο καλά τη βρίσκω,
θωρώντας μες στα μάτια του παιδιού μου
τη λίγη μου δικαίωση που μου δίνει.
Ζητάς να με γλυτώσεις. Κι όμως, σ’ έστειλα
στ’ αγρίμια του βουνού για να πεθάνεις.
Αχ, τί να πω; Και ποιός θα με πιστέψει;
Για σένα μοναχά τα λέω, γιε μου:
Τις νύχτες μου περνούσα με βραχνάδες
και σ’ έβλεπα μπροστά μου ζωντανό·
και φώναζα: χίλιες φορές καλύτερα
να βγαίναν οι χρησμοί και να χανόμουν
απ’ το δικό σου χέρι, μα, ποτέ μου
στον Άδη να μη σ’ έστελνα, παιδί μου!
Και νά που μ’ εισακούσαν οι Θεοί
και γύρισες, ως τους παρακαλούσα!
Με χέρια καθαρά γλύτωσε τώρα,
χωρίς να δεις ποτές τις Ερινύες!
Αυτή ’ναι των Θεών η προσταγή:
Το χέρι του λαού να με χτυπήσει!
Πήγαινε, γιε μου! Ζήσε ευτυχισμένος!
Ευτυχισμένη πάω τώρα κι εγώ
που βρήκα της μετάνοιας μου τη χάρη!
Στη ζωντανή μορφή σου τηνε βλέπω
κι ολάκερη με πλημμυρά με θάρρος.

[...]

(Ο Ορέστης προχωρώντας ακουμπάει στα σκαλιά του παλατιού το νεκρό κορμί της Κλυταιμνήστρας, ενώ ο θρήνος τον συνταράζει).
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν είμ’ εγώ τα μάτια σου που τα ’καμα
να με θωρούν έτσι τώρα, μητέρα μου!
Την ομορφιά σου τούτη την απείραχτη
στον Άδη δεν την έστειλα για δώρο!
Δεν είμαι εγώ που το ’καμα! Το ξέρεις!

ΗΛΕΚΤΡΑ
Ορέστη! Μη θρηνείς! Όλοι το ξέρουν:
Η Νέμεση την Κλυταιμνήστρα σκότωσε.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Μα κι αν από τα χέρια μου σ’ αρπάξανε,
θενά σε θρηνωδώ, ωσπού να πεθάνω.
Γιατί, μάνα μου, μόνο να μ’ αφήσεις
απάνω που τα χάδια σου ξανάβρα
κι εκεί στα ξένα αντάμα που θα φεύγαμε
δικούς μας ουρανούς θα ’χαμε κι ήλιο;

ΗΛΕΚΤΡΑ
Γιατί λοιπόν, Ορέστη, τηνε σκότωσες;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ακούς, μάνα; Κανείς δε θα πιστέψει!
Θαρρούνε πως μπορούσα να σε σκότωνα!

ΗΛΕΚΤΡΑ
Μ’ αν θέλεις να τ’ αρνιέσαι, πίστευε έτσι!
Και μη θρηνολογάς τούτη τη φόνισσα!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν ξέρουν οι σκληροί, μάνα, δε νιώθουν!
Εγώ πού σ’ είχα ανάγκη, ξάφνου, σ’ έχασα!

ΗΛΕΚΤΡΑ
Μετάνιωσες και πλήρωσες το χρέος!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Όχι, όχι! Δεν ακούτε; Εγώ δεν το ’καμα!

ΗΛΕΚΤΡΑ
Και ποιός τότες το χρέος μας το ξόφλησε;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Κανένας. — Ως την έβλεπα μπροστά μου,
μου χάθηκε, σαν άστρο μες στη νύχτα...

ΗΛΕΚΤΡΑ
Παραμιλάς αλίμονο! Το βλέπω.
Κι η τρέλα που θα φτάσεις, είναι κοντά.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ποιά τρέλα λες; Εγώ τρελός δεν είμαι.
Δε ζύγωσαν ποτές οι Ερινύες
τον άμοιρον Ορέστη. Τι, δε σκότωσε!
Δε σήκωσε σπαθί να την αγγίξει!
Δεν ήθελα ποτέ του να το κάμει!
Μήτε κι εκεί μετάνιωσε στο μνήμα
που, πριν της ξενιτειάς πάρει το δρόμο
μαζί με τη μητέρα του, γονάτισε
την άφεση μαζί της να ζητήσει!

ΗΛΕΚΤΡΑ
Μα, τότες, ποιός καθάρισε τη χώρα μας;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Εκείνος, απ’ το χρέος μάς απάλλαξε!

ΗΛΕΚΤΡΑ
Ποιός είπες;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ο πατέρας μας, Ηλέκτρα!

Θάνος Κωτσόπουλος. 1961. Ατρείδες: Τραγωδία. Αθήνα.