Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιωργής Κότσιρας

Τα πρόσωπα του φόνου


Η μόνη μέθοδος είν’ ο θάνατος

ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ


Φωνή λησμονημένη στην αιωνιότητα

Περνάω τις μέρες μου ακατοίκητες μες στο συνωστισμό
Σε μιαν αιωνιότητα δίχως πουλιά και δίχως ουρανό
Προσμένοντας την άνοιξη πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα
Γυρεύοντας μια χαραμάδα φως σ’ αυτό το ρημαγμένο σπίτι.

Φωνές πανάρχαιες που τώρα δεν ακούω πια ούτ’ ένα ψίθυρο
Ένας αγέρας μόνο χαμηλός το χώρισμα σαλεύοντας στο παραθύρι
Κι η ηχώ αργοφέρνοντας σαν έν’ ανάσασμα απ’ το αιώνιο κύμα:
«Αίγισθε-Αγαμέμνονα» πού να ’ναι η μοίρα σας
Εδώ στο αφρόγιαλο το μακρινό με τόσα ερείπια τσακισμένα
Σκόρπιες κολόνες και συντρίμμια σ’ ένα φίλημα του ζέφυρου
Που πνέει αλαφροκρούοντας τη νοτισμένη ανάσα.

ΚΙ εγώ αποξεχασμένος, έρημος και συλλογιέμαι εδώ:
«Ηλέκτρα-Ορέστη, ποιός να χάραξε τη μοίρα σας
Χρόνια πολλά με την αιθάλη του καπνού αχνισμένη
Σε τόσες πυρκαγιές στου χρόνου τα γυρίσματα
Ρημάδια μάρμαρα, αγάλματα σπαρμένα, μνήμες μαντικές
Πνιγμένα μες στα δακρυσμένα αγριόχορτα που ανθίζουνε
Μαζί με πυρωμένα χαμομήλια στου ήλιου τη φεγγοβολή.

Κι όλο να περιμένει εδώ στην άκρη του χαμού αγναντεύοντας
Μισός στο φως, μισός στη σκιά, ξένος χωρίς εσάς έξι φωνές
Αιώνιες με το μίσος και τον έρωτα στην πέτρα χαραγμένες
«Κασσάνδρα-Κλυταιμνήστρα», τόσος έρωτας πού πήγε τώρα

Τόσος χαμός με το λεπίδι αστράφτοντας για τελευταία φορά.
Όμως ασάλευτοι στη λάμψη από το ακοίμητο σκοτάδι
Πάνω απ’ τα πράσινα βαθιά νερά τα νυχτωμένα
Τυφλοί δίπλα στου φεγγαριού τον καταρράχτη πετρωμένοι
Μια χαραμάδα ζωής ελπίζοντας μες στην αιώνια Νύχτα
Θα ζείτε πάντα αγέραστοι σαν τα πιο ευγενικά λουλούδια
Που ανθίζουν άσπρα κι υπερήφανα μέσα απ’ τη λάσπη.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

1
(Αίγισθος)

Πού να τοποθετήσω τον εαυτό μου
Σε ποιό σταυροδρόμι, σε ποιό σκαλί.
Μέσα στη νύχτα θα κλείσω την πόρτα
Ν’ αφήσω έξω τη συνείδησή μου.

Ένας ανεμοστρόβιλος θα έχει πάρει την ψυχή μου
Ένας κακός αέρας σφυρίζοντας θυμωμένα
Θ’ αναβοσβήνει με πείσμα χιλιάδες κεριά.
Το φάντασμά μου με άσπρο χιτώνα στη σκοτεινιά
Με παγωμένα δάχτυλα θα χορεύει στον κατατρεγμό
Κι εγώ θα μένω εδώ άσπιλο αστέρι στη μοναξιά
Ασάλευτος στην αιωνιότητα της προσμονής μου.

Πού θα βρίσκομαι, σε ποιό σκαλί
Πού θα πηγαίνω, σε ποιό σταυροδρόμι
Γδυμένος από το ανθρώπινο βάρος μου
Αφού θα υπάρχω και χωρίς το κορμί μου.
Όμως εσύ πάντα θα ζεις ωραία γυναίκα μέσα μου συμπληρωμένη
Εξουσία παντοτινή καταχτημένη στην αιωνιότητα
Έκπτωτο αστέρι ταξιδεύοντας εκατοντάδες έτη φωτός
Μισό και φαγωμένο, αεροκρέμαστο στου θρύλου τη σκοτεινιά
Μνήμη ερωτική ανέσπερη που φωσφορίζει
Με χιλιάδες θρύψαλα στου ονείρου μου τη χαρά.

2
(Αγαμέμνων)

Έζησα τη ζωή μου μέσα στο φως τού προβολέα
Μέρα μεσημέρι — με τον ήλιο, το φως τού προβολέα
Μόνο η χαρά μου στη σκιά κι η αυχμηρή αίγλη της δόξας
Μια γεύση στυφή στα χείλια, παντοτινή.

Δεν θα πεθάνω έτσι αδυσώπητα κρεουργημένος
Ακίνητος θα ταξιδεύω στην αίθουσα του λουτρού
Το ξίφος μια πληγή για την αιωνιότητα.
Θα ταξιδεύω ακίνητος μέσα στο κενό
Η μοναξιά μια πλήξη στο ατέλειωτο ταξίδι
Χάρος παντοτινός ο Χρόνος στο άσωστο ταξίδι.

3
(Κλυταιμνήστρα)

Κατέβηκα ένα ένα τα σκαλοπάτια, κατέβηκα
Από λύπη σε λύπη μέσα στην πιο βαθιά Σιωπή
Και τώρα προσμένοντας νύχτες σε ξαναβρίσκω
Αναστημένο πρόσωπο σ’ ένα φεγγάρι λησμονημένο
Φαγωμένο από το αλάτι του καιρού σαν αχιβάδα
Χρόνια θαμμένη μες στην αρμυρή αμμουδιά
Διώχνοντας αποδιώχνοντας τη λυπημένη ανάμνησή μου.
Τώρα σε ξέρω και σε περιμένω, ωραίε
Ύπαρξή μου φωτεινή σαν άστρο σε γεναριάτικη νύχτα
Σε ξέρω και σε περιμένω και θα σε δεχτώ
Όσο κι αν γίνεις θάνατος μια μέρα.

4
(Κασσάνδρα)

Τα μαύρα τα κοκόρια μου μην τα πιστέψετε
Μην τα πιστέψετε όταν λαλήσουν την αυγή.

Φονιάς ή σκοτωμένος ποτέ δεν θα πεθάνει
Έτσι πολύ που εζήτησε τον έρωτα στο αιμάτινο ποτάμι.
Όλοι οι χρησμοί μου βγήκαν τώρα πλάνες
Μονάχα το τσεκούρι ξεχασμένο περιμένει στη γωνιά
Όσο κι αν τον ζητούσα κι αν τον ήθελα το φόνο ετούτο.

Όμως το ξέρω πως οι χαρές μου κρεμάστηκαν σε δάκρυα
Τίποτα πια δεν προμηνά ένα τέλος που είχα αποζητήσει
Κι η μοναξιά θ’ αναστηθεί μ ’ένα θάνατο
Ωραίο σαν μια ανατολή ηλίου και υπερήφανο
Όπως το λάφυρό μου στη σκηνή του Αρχιστρατήγου.

Μην πείτε λοιπόν ότι δεν είναι φρόνιμο μια γυναίκα
Μια υπεροπτική βασίλισσα να προτιμά ένα φονιά μες στο παλάτι
Από ένα μακρινό Αρχιστράτηγο πέρ’ από τ’ ακρογιάλι της πατρίδας.
Ο θάνατος μας θέλει ωραίους και καθαρούς στο άσπιλο φως
Μετά από ένα λουτρό μάς θέλει ο θάνατος στο ατέλειωτο ταξίδι.

Όταν τ’ άσπρα κοκόρια μου λαλήσουν τα μεσάνυχτα
Να τα πιστέψετε φίλοι μου, να τα πιστέψετε.

5
(Ορέστης)

Δεν έχω μνήμη τώρα που δεν με παίρνει ο καιρός
Αναμονή μιας στιγμής που ζυγίζει μια αιωνιότητα
Κι οι ώρες με φαγωμένο πρόσωπο που τις μετρώ στα δάχτυλά μου
Αγναντεύοντας το πατρικό σπίτι ζεστό ακόμη απ’ το αίμα
Κι η προσμονή μου μαύρες νυχτερίδες που διψούν την ψυχή.

Απ’ την παλίρροιά του έξω μ’ έχει βγάλει πια ο Χρόνος
Με το φονικό ετούτο που με γυρεύει καρτερικά
Σε δρόμο δίχως αλλαγή προς την ακοίμητη πληγή
Γυρεύοντας όλο γυρεύοντας σε ώρες που δεν με χωρούν
Τη δίψα μου στεγνωμένη σε άδεια λαγήνια.

Όσο κι αν μου διψάτε την ψυχή νυχτοπούλια του Άδη
Το φονικό ετούτο είναι αμετάπειστα χαραγμένο
Με πελέκι διπλό στο μάρμαρο της βρύσης.
Ω να μπορούσε να γινόμουν όλος μνήμη
Καθώς θα μου αδειάζουν οι Ερινύες τα μάτια!

6
(Ηλέκτρα)

Είναι ωραία τα κορίτσια όταν χτενίζονται
Ανάβουν σπίθες τα μαλλιά τους, γεννιώνται αστέρια
Κι αν είναι νύχτα χάνεται, έρχεται η αυγή.
Όμως εγώ δεν είχα ποτέ χτενισμένα μαλλιά
Μόνο ένα βαθύ καημό μέσα στα στήθια
Έναν αγέννητο βλαστό στα σπλάχνα μου.

Η μνήμη τώρα έχει μεγαλώσει να χωρέσει Εκείνον
Χωρίς να ξέρω αν πέθανε ή θα ξαναζήσει αιώνια
Μέσα στα μάτια ενός παιδιού που μεγαλώνει ο ίσκιος του τη νύχτα
Γιατί η φωνή του είναι δροσερή σαν το τρεχούμενο νερό
Τα λόγια του απαλά φρεσκοκομμένα μύγδαλα.

Δεν θα βάλω ποτέ στάχτη στα μαλλιά μου
Δεν θα τα στολίσω με στρύχνους
Θα χορεύω τις νύχτες στο γυμνό φεγγάρι
Θα γυρίζω την αυγή σε δράνες και ξερά πηγάδια
Γιατί η ψυχή μου θα ’ναι αδειανή σαν ρημαγμένο σπίτι
Και θα ’χω πάντα έναν αγέννητο βλαστό στα σπλάχνα μου.

Γιωργής Κότσιρας. 1964. Ανατομία εγκλήματος. Αθήνα.