Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Πέτρος Κατσαΐτης

Ιφιγένεια


(απόσπασμα)

ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Ιφιγένεια, Κλυθαιμνήστρη, Αχιλλεύς, Ορέστης, Χορός

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ανίσως κι άλλη το κακό έκαμε κι αμαρτία,
γιατί να το πλερώσω εγώ, οπού ’ναι αδικία;
Μα εγώ θωρώ οπὄρχονται άνδρες αρματωμένοι
και να μισέψω βούλομαι, γιατί ’ναι σιμωμένοι.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Ετούτος, θυγατέρα μου, είν’ άνδρας εδικός σου,
οπού τον κράζουν Αχιλλεύ και για βλογητικό σου
έταξε ο πατέρας σου ο ψεύτης να σου δώσει
και με την πονηριάν αυτή μάς ήθελε κομπώσει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Την πόρτα αυτή μ’ ανοίξετε για να κρυφτώ ’πό μέσα.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Για είντα, θυγατέρα μου, να κρύβεσαι θες τόσα;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Γιατί μου φαίνεται ντροπής αυτός να με τηράξει,
που για γυναίκα ο κύρης μου του ίδιου μ’ είχε τάξει.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Για ποιά ’φορμή πάρα πολλά ντρέπεσαι, θυγατέρα;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Γιατί μὀπροξενίσασι κακές αρχές, μητέρα,
ετούτοι οι γάμοι οι δύστυχοι και πρικαμένη τέλη,
καθώς θωρώ, ως το στερνό να έχουσι τους μέλλει.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Σ’ ετούτη την κατάσταση της κακοριζικιάς μας
δεν πρέπει να ’χομε ντροπή καμιά της φαντασιάς μας.
Μαγάρι να σὀγλίτωνε ετούτος την ζωή σου
κι ας ήσουνε σαν δούλη του· δεν ήταν εντροπή σου.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Γυναίκα δύστυχη, να ειπώ, δεν ήθελα ποτέ μου.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Ευτείνα και περσότερα αλήθεια πρέπουνέ μου.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Μία μεγάλη ταραχή στους Έλληνες εγίνη.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Πες μου, αυθέντη, διατί την έκαμαν εκείνοι;

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Διά την θυγατέρα σου αυτήν, βασίλισσά μου.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Τούτα τα λόγια που γρικώ σφάζουσι την καρδιά μου.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Να τηνε θανατώσουνε είναι χρεία μεγάλη.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Και δεν εναντιώθησαν διά ετούτο άλλοι;

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Εγώ διά να εναντιωθώ, σε κίνδυνο μεγάλο
τον εμαυτό μου σήμερο ήθελα τονε βάλω.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Αυθέντη, είντα κίνδυνο σου εσυνέβη πε μου·
να το ακούσω και εγώ είν’ άξιο, φαίνεταί μου.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Ωσάν εχθρόν του γένους μας ηθέλησαν ν’ αρχίσουν
όλοι κοινά οι Έλληνες να με λιθοβολήσουν.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Ίσως γιατί εβάλθηκες να μας διαφεντεύσεις
εμάς τις κακορίζικες, ήθελες κινδυνεύσεις.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Μα την αλήθειαν! δι’ αυτήν την ίδιαν αιτία.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Και ποιός αυθάδης είχε ’σται με τόσο αποκοτία
απάνω εις εσένανε το χέρι του ν’ απλώσει;

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Όλοι οι Έλληνες μαζί ηθέλανε ξαμώσει.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Και δεν είχες το γύρο σου από τους ανδρωμένους
τους Μυρμιδόνας εδεκεί καλά αρματωμένους
και με την ίδια τους ζωή, καθώς είναι δοσμένο,
να έχουσι τον άξιον δούκα τους φυλαμένο;

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Μάλιστα οκ τους επίλοιπους εκείνοι αρχινίσαν
ενάντιοι να φανιστούν και μὀπαραμιλήσαν.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Οϊμένα! θυγατέρα μου, οϊμένα! θυγατέρα,
κι οι δυο μας εχαθήκαμε την σημερνήν ημέρα!

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Και μὄλεγαν το πώς εγώ δεν ήθελα μιλήσω
για δίκιο της υπόθεσης, οπού είχα γνωρίσω,
μόνον μ’ εκίνα η πολλή επιθυμιά του γάμου
και της κοινότης το καλό δεν είχα στην καρδιά μου·
και πως γι’ αγάπη γυναικός ήθελα να προκρίνω
οκ της πατρίδος τ’ όφελος και όλων των Ελλήνω.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Αφέντη, δεν τους έλεγες απόκριση σε ετούτο;

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Άδικο μεγαλότατο πως κάμνουν είπα τους το:
μια κορασιά να σφάξουσι που ’χαν τηνε κομπώσουν
με πλάνη πως γυναίκα μου τσ’ είπα να τηνε δώσουν,
καθώς η φήμη ήτανε ολούθεν ακουσμένη
πως ο πατέρας της με εμέ την είχε πανδρεμένη.
Ώστε που δεν ημπόρουνα ν’ ακούγω τις φωνές τους,
αποδεκεί εμίσεψα διά τις ταραχές τους.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Οϊμέναν! η κακόμοιρη! ποιά ελπίδα μ’ απομένει
διά την θυγατέρα μου να είναι γλιτωμένη;

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Εγώ είπα βοήθεια πως έχω να σου δώσω
και τάζω σου την κορασιά πως να τηνε γλιτώσω.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Και τί να κάμεις ημπορείς σε τόσους μοναχός σου;

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Θωρείς πόσους με τ’ άρματα που στέκουσιν ομπρός σου;
Όλοι τους είναι φίλοι μου και μ’ όλην την βουλή τους
βάνουσιν εις τον θάνατο για μένα την ζωή τους.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Το λοιπονίς την πρωτινή και τη χαημένη ελπίδα
να ξαναπιάσω τάζεις μου γι’ αυτήν την κορασίδα;
Κι αν της γλιτώσεις την ζωή, πρέπει για δούλευσή σου
να τηνε λάβεις χάρισμα διά βλογητική σου.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Σ’ τούτο δεν σ’ αποκρένομαι, γιατί κανείς δεν ξέρει
η μοίρα του του καθενός το τί θέλει του φέρει.
Μα γλήγορα θε να ’ρθουσιν εδώ πολλοί στρατιώτες
και ο Δυσσέας αρχηγός μ’ αυτούς θε να ’ναι τότες.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Και έρχετ’ από λόγου του ή θέλουν τονε πέψει
οι Έλληνες στο σπίτι μου τίβοτις να γυρέψει;

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Εκείνος από λόγου του έλαβε την αξία·
το βάρος είν’ απάνω του να τελειωθεί η θυσία.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Μα την αλήθεια, αξίωμα πολλά κακό είχε πάρει:
να βάλει από πάνου του ανάξιο γομάρι.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Μα κείνο που λογιάζουσι να κάμουν δεν τσ’ αφήνω.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Δυναστικώς θα κάμουσι τάχα το έργο εκείνο;
Οϊμένα! να μου πάρουσι μέσα ’κ την αγκαλιά μου
ετούτη που ’ναι η ζωή, ψυχή και η καρδιά μου;

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Βέβια αυτοί θε νά ’ρτουνε διά την κορασίδα
κι αν δεν θελήσει ν’ ακλουθά, την παίρνου οκ την πλεξίδα.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Οϊμένα! Αφέντη, συμβουλή τώρα, περικαλώ σε,
το τί να κάμω η ταπεινή για λύπησή μου δώσε.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Να την κρατείς όσο μπορείς εγώ τώρα σου λέγω
και διαφεντεύοντάς τηνε βοήθεια εγώ σου πέβγω.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Πε μου, σε χάρη, αφέντη μου, αν είναι μπορεμένο
να φύγει αυτόν τον θάνατο τον καταδικασμένο.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Να τόνε φύγει τάζω σου και μην βαρυκαρδίζεις·
τον εμαυτό σου εύκαιρα μην θες να βασανίζεις.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Τώρα τα μάτια μου σ’ εμέ, μάνα μου, γύρισέ τα
κι ό,τι έχω να σου δηγηθώ, να ζεις, αγρίκησέ τα.
Δίκι’ αφορμή την γλώσσα μου τηνε παρακινάει
αλλοιάς λογής διάφορα λόγια να σου μιλάει·
κι εκείνα τα πρωτύτερα λόγια που ’χα μιλήσω
από το νου μου εβγήκασι κι είχα τ’ αλησμονήσω.
Λόγιασε, τώρα βρίσκομαι σαν έναν πὀκοιμάτου
κι εθώρειε άλλα πράματα πολλά στα όνειρά του·
κι απήτις εξυπνήθηκε, όλα λησμόνησέ τα,
γιατί τα μάτια, που κλειστά εκράτειε, άνοιξέ τα.
Τέτοιας λογής μού φαίνεται κι εμέ πως εκοιμούμου,
όντας τα πρωτινότερα λόγια μου σὀδηγούμου.
Τώρα, μου φαίνετ’, άνοιξα τους οφθαλμούς του νου μου
και καθαρά εγνώρισα το δίκιο του κυρού μου
και σου το λέγω, ογιατί πρέπει να το κατέχεις,
πως αφορμή στον κύρη μου δίκια καμιά δεν έχεις,
γιατί μεγάλη δυναστειά τον σφίγγει να με δώσει
κι ενάντια της γνώμης του θε να με θανατώσει·
και ότι να μποδίσετε δεν είν’ στην μπόρεσή μας·
με γνώση να το στέρξομε πρέπει κι η απομονή μας
ολιγοστεύει το κακό και δείχνει ημερωμένο,
όντας με την απομονή είναι συντροφεμένο.
Κι αυθέντης τούτος άξιος, που γι’ αγαθότητά του
να μου βοηθήσει εβάλτηκε με την αποκοτιά του
και την ζωή του έταξε σε κίνδυνο να βάλει
για να μπορεί οκ τον θάνατο εμένανε να βγάλει,
θέλει μου μείνει στην καρδιά το χρέος τυπωμένο
πάντα και αμετάθετο να το ’χω φυλαμένο.
Μα πρέπει να το στοχαστείς, μην λάχει να σου πέσει
κακό πιλιό χειρότερο αντίς να σ’ ωφελέσει,
αν λάχει και οι Έλληνες κακά το αγρικήσουν
και τον αφέντη ετούτονε να τονε κακοποίσουν.
Εγώ πάγω στον θάνατο με πλήσια ευχαριστιά μου·
να δείξω θέλω την ανδρειά και μεγαλοψυχιά μου,
μ’ ολίγον πόνο της ζωής ετούτης της θνητής μου
να αποκτήσω όνομα αιώνιο της τιμής μου.
Το ξεύρεις πως εμέ θωρεί τώρα όλ’ η Ελλάδα·
σ’ εμένα στέκει ν’ ασκωθεί σαν ποθυμά η αρμάδα
και εις εμένα μοναχά στέκεται να παιδέψουν
τους Τρογιαδίτες τους κακούς και να τσ’ εξολοθρέψουν.
Για κείνη σου την αδερφή οπὄχουσι παρμένη
η νίκη της πατρίδος μας εμέναν ανιμένει.
Όλα αυτά ανιμένουσι τώρα τον θάνατό μου
να τελειωθούν με καύχημα πολύ και δοξασμό μου.
Τούτο το αίμα μου μαζί και η δική μου ζήση
όλης τσ’ Ελλάδας την τιμήν λοιπόν θέλει γυρίσει.
Δεν μου τυχαίνει λύπηση να έχω ούτε πόνο
για της ζωής μου της φθαρτής τούτον τον λίγο χρόνο.
Και δεν θωρείς, μητέρα μου, πόσους άξιους ανθρώπους,
τόσους αυθέντες που ’ρθασιν από περίσσιους τόπους,
τόσες μυριάδες όμορφα και νέα παλικάρια,
τόσα περίσσια άρμενα, κάτεργα και καράβια
πὀμαζωκτήκασιν εδώ κι ακαρτερούν να δράμουν
για την τιμή μας, πὄβλαψαν, εγδίκησην να κάμουν;
Κι ανάμεσα στα πλήθη αυτά τινάς έναν δεν βρίσκει
για της κοινότης το καλό να μην αποθινήσκει·
κι εμένα τόσον ακριβή να φαίνετ’ η ζωή μου
και τόσα κατορθώματα να τα μποδίσω ατή μου;
Βέβια δεν είναι το πρεπόν, ούτε το θέλει η γνώση,
αφέντης σαν ευτείνονε μεγάλος να σηκώσει
για μια παιδίσκη σαν εμέ όλα τα άρματά του
ενάντια στους Έλληνες με κίνδυνο θανάτου,
οπού ’ναι πλια ’ξιαζόμενη και ακριβή η ζωή του
παρά μυριάδες γυναικών δεν φθάνουν την τιμή του.
Μ’ αν η Αρτέμις η θεά έχει πιθυμισμένο
το αίμα μου θυσία της να μείνει το καημένο,
πώς είναι μπορεζάμενο ανθρωπινή βοήθεια
να με γλιτώσει; Αδύνατο είναι, μα την αλήθεια.
Τέλος πάντων, μητέρα μου, εγώ ’χω στην βουλή μου
όλης τσ’ Ελλάδας χάρισμα να δώσω το κορμί μου.
Αμέτε με στην τράπεζα λοιπόν διά να γένει
αυτή θυσία, που ’ναι εδώ τόσα πεθυμισμένη.
Με την θανή μου, ω Έλληνες, την Τρόγια επάρετέ τη·
τα υπερήφανα τειχιά κάψτε, ρημάσετέ τη.
Κι ανίσως και ο θάνατος τα τρυφερά μου μέλη
τούτα τα κορασίδικα να τα θερίσει θέλει,
ζωή θέλει έχω πάντοτε και δόξα στ’ όνομά μου
κι οι γλώσσες όλες της φημής λαλούν το καύχημά μου.
Αυτά θε να ’ν’ τα τέκνα μου του εδικού μου γάμου
και για προικιά την δόξα αυτή παίρνει το όνομά μου.
Και με το τέλος, μάνα μου, λέγω σου, δεν τυχαίνει
πλέον να απομένομε σαν καταφρονεμένοι
για τσ’ αδελφής σου την ντροπή, γιατί ανισώς και λάχει
γι’ αυτή την καταφρόνεση να μηδέν γένει μάχη,
οι βάρβαροι αποκοτιά παίρνουσι γιατ’ εκείνο
ζυγό κι εις το βασίλειο να βάλουν των Ελλήνω.

ΧΟΡΟΣ
Κοράσιο μεγαλόψυχο, η δυνατή καρδιά σου
σε κάνει και άλλη καμιά δεν έχεις όμοιά σου.
Μα η θεά, που θάνατο θέλει εις τη ζωή σου,
κάνει πολλά κακόμοιρη να ’ν’ η κατάστασή σου.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Βέβια, του Αγαμέμνονος άξια θυγατέρα
και τ’ Άργους πλια περίφημη κι ωραία περιστέρα,
τα άξια λόγια που μιλείς ευτείνα φανερώνουν
την υψηλή σου γέννηση κι εις τ’ άστρα σ’ ασηκώνουν.
Να σε παινέσω δεν μπορώ όσον σου ανιμένει,
γιατί δεν έχει η γλώσσα μου λόγια σαν σου τυχαίνει.
Ετούτο λέγω μοναχά, πως σε μεγάλη χάρη
ήθελα το ’χω, ανισώς γυναίκα σ’ είχα πάρει.
Και ανισώς και ο μέγας Ζευ ήθελε μ’ αξιώσει
να σ’ αποκτήσω, ακριβό τάσιμο του ’χα δώσει.
Μα ξεύροντας πως δύναμη ανθρωπινή καμία
ν’ αντισταθεί εις τους θεούς δεν έχει αποκοτία
και τις βουλές τους δεν μπορώ εγώ να τις ξετάζω,
μα πρέπει με ταπείνωση και σέβας να δοξάζω,
ώστε που θέλω να ειπώ πως είχα προτιμήσει
απ’ όσους έχει θησαυρούς ο κόσμος να μετρήσει
καλύτερα του λόγου σου διά δικό μου ιταίρι,
γιατί πλια φρονιμότερη στον κόσμο δεν είχ’ εύρει.
Ετούτη είν’ η ποθυμιά πὄχω, να σε κερδαίσω
με τ’ άρματά μου σήμερα, ανίσως και μπορέσω.
Μα αν είναι και δεν το ’καμνε η τύχη η κακή μου,
να θανατώσω ήθελα ο ίδιος το κορμί μου.
Λοιπόν, κόρη, απαράτησε ευτείνη την βουλή σου,
οπού λογιάζεις εύκαιρα να χάσεις τη ζωή σου·
γιατί δεν είναι πλια πρικό ποτήρι οκ του θανάτου,
ούτε πλια τρομερότερα είν’ από τ’ άρματά του.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Αυθέντη, εμέ τα λόγια μου βγαίνουν οκ την καρδιά μου
και για ζωή ανθρωπινή δεν είν’ η πεθυμιά μου·
ούτε ’ς κανέναν Έλληνα οπού παραπονάμαι,
μα της Ελένης η εντροπή πληγώνει και κεντά με,
που γι’ ομορφιά της η ψευτή μέλλει να είν’ αιτία
μυριάδες να θανατωθούν, σαν πάτε εις την Τροία.
Ούτε, αφέντη, γιατ’ εμέ ποτέ σου μην θελήσεις
σ’ άλλους να δώσεις θάνατο διά να με κερδίσεις·
μην βάλεις εισέ κίνδυνο την ακριβή σου ζήση
να λάχει να θανατωθείς, π’ ο θεός να μην τ’ ορίσει·
ούτε να πάρεις πείραξη καθόλου, αν θελήσω
την άξια πατρίδα μας να τηνε ωφελήσω,
απήτις και να κρέμεται και στέκει εις την ζωή μου
όλη τσ’ Ελλάδας την τιμή να δώσω μοναχή μου.

ΧΟΡΟΣ
Ω φρόνεση πολλά ψηλή εισέ καρδιά ’νδρωμένη!
σε κοπελίστικη ηλικιά γνώση παλαιωμένη!

ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Δεν θέλω πλια τα λόγια μου εύκαιρα να τα χάνω·
εγώ θωρώ ’κ την γνώμη σου πως όφελος δεν κάνω,
γιατί καθένας φανερά μαθαίνει τη βουλή σου
από τα λόγια που μιλεί η γλώσσα η δική σου.
Μα θε να ειπώ πως πάντοτε ένα ’μορφο κλωνάρι
με το δενδρό που το γεννά έχει όμοια τη χάρη·
και να σωπάσω δεν μπορώ, μα φόρις θέλει γένει
σε λίγο εκείνο οπού κανείς δεν το απαντιχαίνει.
Ίσως και η αποκοτιά η τόση της καρδιάς μου
να κάμει κάμωμα φρικτό όμοιο της ανδρειάς μου,
ώστε για να βεβαιωθείς πως έχω να σπουδάξω
για να τελειώσω τη δουλειά, καθώς είχα σου τάξω,
στην τράπεζα την ιερή με τ’ άρματα πηγαίνω·
τον ερχομό σου εδεκεί στέκω να ανιμένω·
κι εκεί σου τάσσω θες ιδείς πως θέλει κάμω τόσο
οπού ελπίζω την ζωή να σ’ την ελευθερώσω.

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ
Ιφιγένεια, Κλυθαιμνήστρη, Ορέστης, Χορός.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Μητέρα μου, γιά δεν μιλείς, μόνο τα δάκρυά σου
τρέχουν και καταβρέχουσι οϊμέ! τα μάγουλά σου;

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Οϊμένα! θυγατέρα μου, δίκι’ αφορμή γνωρίζω
πως έχω πάντα να πονώ και πάντα να δακρύζω.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ώχου, μητέρα μου γλυκιά, μην παίρνεις την εξιά μου,
μην εμποδάς την γνώμη μου και κόβεις την καρδιά μου·
σύσταση της καρδούλας μου και δύναμη της δώσε
για ύστερό μου χάρισμα, τώρα περικαλώ σε.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Κατέχεις, θυγατέρα μου, πάντα ευχαρίστησά σου
κι όλα τα παρακάλια σου πάντα μου έκαμά σου.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Μηδέν θελήσεις, μάνα μου, απήτις αποθάνω,
να κάμεις καμιάν ασκημιά στα μάγουλά σου απάνω·
ούτε να βάλεις λύπηση και πίκρα στην καρδιά σου,
αλλ’ ούτε να μαυρίσει σκιάς καθόλου η φορεσιά σου.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Πώς ημπορώ να στερευτώ το φως των ομματιώ μου
και να περνώ χωρίς καημό και δάκρυα τον καιρό μου;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ο θάνατός μου δεν είναι χαημός να υστερήσεις,
γιατί φημή παντοτινή και δόξα θ’ αποκτήσεις.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Λοιπόν δεν είναι το πρεπόν εγώ το θάνατό σου
να κλαύσω, θυγατέρα μου, τον αποχωρισμό σου;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ετούτο για του λόγου μου καθόλου δεν τυχαίνει,
γιατί κανένας εις την γην τάφος δεν μ’ απομένει.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Ώχου! δεν είναι αρκετός τάφος η στέρησή σου;
να ξεύρω πως εσβήστηκε η ακριβή ζωή σου;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Της θέας της Αρτέμιδος θε να ’ναι εδικός μου
όλος εκείνος ο ναός για τάφος άξιός μου·
μέσα σ’ αυτόν να στέκεται ετούτη η καθαρή μου
ψυχή με αναγάλλιαση μεγάλη και τιμή μου.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Τώρα απήτις δεν μπορώ περσότερο να πείσω,
γλυκιά μου θυγατέρα μου, πρέπει να σου γρικήσω.
Μα είντα θέλεις να ειπώ διά παράγγελμά σου
στις άλλες αδερφάδες σου, σαν πάγω, απ’ όνομά σου;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ότι να μην ντυθεί καμιά μαύρα κι αραχνιασμένα,
μόνο να ’ναι περίχαρες σα να ’χασι και εμένα.
Κι εσένα, μάνα μ’ ακριβή, τ’ αδέλφι το μικρό μου
σου παραγγέλνω ν’ αγαπάς σαν και τον εμαυτό μου.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Την αδελφή σου αγκάλιασε, Ορέστη μου ακριβέ μου·
τούτη είν’ η ύστερη φορά που τηνε βλέπεις, γιε μου.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ηγαπημένε μ’ αδελφέ, πάρα πολλά ’κριβέ μου,
παρά την ίδια μου ζωή άξιε θησαυρέ μου,
εσύ πολλά επάσχισες κατά τη δύναμή σου
να μη ποθάνω κι έκαμες ό,τ’ ήτο η μπόρεσή σου.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ηγαπημένη μ’ αδελφή, ανίσως κι η δική μου
δύναμη ήθελ’ είχε ’σται όμοια στην θέλησή μου,
κανείς δεν ήθελ’ ήτανε καλός ν’ αποκουτήξει
ετούτο το κορμάκι σου καθόλου να σου ’γγίξει.
Μ’ απής η τύχη ηθέλησε ύστερο να γεννήσει
για να μην έχω δύναμη τώρα να σου βοηθήσει,
να σου γλιτώσω την ζωή ’ς τούτο το κίνδυνό σου,
θέλει σου κλάψω με πρικά δάκρυα τον θάνατό σου.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Και άλλη, θυγατέρα μου, παραγγελιά καμία
εις τ’ Άργος δεν μ’ απαρατάς να ’χω παρηγορία;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Έχθρα καμιά ουδέ λύπηση διά τον θάνατό μου
μην δείξεις, σε παρακαλώ, καθόλου του πατρός μου.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Τούτο δεν είναι μπορετό όσον καιρό κι α ζήσω,
τέτοιον σκληρό κι αλύπητον άνθρωπο ν’ αγαπήσω.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Σου ξαναλέγω πως αυτός οκ την στενοχωριά του
εσύγκλινε δυναστικώς, χωρίς το θέλημά του,
γιατί των μέγιστων θεών έτσ’ ήτον η βουλή τους
διά να λάβουν οι Έλληνες οπίσω την τιμή τους.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Όσον θες μεγαλύτερη να ήτον γι’ αφορμή του
τόσο πιλιό κατηγορά θε να ’χει το κορμί του.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Τώρα ποιός είναι που θα ’ρτει με εμέ στον τόπο απάνω
να με υπάγει ώς εδεκεί που μέλλει να ποθάνω,
πριχού κανείς κοινόδοξος και τολμηρός προφθάξει
δυναστικώς οκ τα μαλλιά τραβήξει και μ’ αρπάξει;

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Εγώ θε νά ’ρτω μετά σε, η δόλια σου μητέρα,
για συντροφιά σου ώς εδεκεί, δύστυχη θυγατέρα.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Δίκιο δεν είναι και πρεπό ’ς τέτοια υπερεσία
μαζί μου την μητέρα μου να έχω συντροφία.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Μάλιστα εμέ τυχαίνει μου να είμαι οδηγός σου
και συντροφιά χωρίς ποτέ να βγω από το πλευρό σου.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Απόμεινε, μανούλα μου, κι εις τούτο γρίκησέ μου,
καθώς δεν σε παράκουσα ούτε εγώ ποτέ μου,
γιατί ’ναι πλειότερη τιμή για σένα και για μένα·
και οι ’πηρέτες που ’ρθασι ετούτοι μπιστεμένα
θέλει με πάγουν ώς εκεί μαζί συντροφιασμένη
ως δούλοι που ’ν’ του κύρη μου άξοι και τιμημένοι.
Αμέτε με το λοιπονίς, δούλοι μου μπιστεμένοι,
στον τόπο όπου μέλλει μου να ’μαι θανατωμένη.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Οϊμέ! μισεύεις από με, ακριβοθυγατέρα;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Πάγω, μα δεν γιαγέρνω πλιο, θλιμμένη μου μητέρα.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Ώχου! σκληρή αποχωρισιά κι εμένα πού μ’ αφήνεις,
την τεθλιμμένη μάνα σου; Ποιά παργοριά μού δίνεις;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Εισέ κατάσταση οϊμέ! ελεεινή σ’ αφήνω
κι εκείνη που δεν σὄπρεπε την παργοριά σού δίνω.

ΚΛΥΘΑΙΜΝΗΣΤΡΗ
Οϊμένα! θυγατέρα μου, μην θες ν’ απαρατήσεις
τη μάνα σου με δίχως σκιάς να μ’ αποχαιρετήσεις.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Όσο περσότερο ξαργώ τόσο πιλιό πληθαίνει
ο πόνος και τα δάκρυα σου, θωρώ, κατακαημένη.
Για τούτο το χεράκι σου δώσε μου το γλυκό σου·
στο μάγουλό μου σίμωσε κι εσύ το μάγουλό σου·
κι αυτό το στήθος το γλυκό, που μὄδωσε το πρώτο
γάλα κι εγλυκοβύζασα, κλιτά γλυκοφιλώ το.
Τούτα ’ναι τά ’στερα φιλιά, μάνα μου, που σου δίνω·
τα λόγια μου τα ύστερα π’ οκ την καρδιά σ’ αφήνω.
Κι εσείς, κοράσια νιούτσικα, στου Ζευ την θυγατέρα,
στην καθαρή Αρτέμιδα σήμερον όλη μέρα
τους ύμνους της να ψάλλετε διά να προξενήσει
ο θάνατός μου εύτυχον άνεμο να φυσήσει
και με πολλήν ευλάβεια ο στόλος των Ελλήνων
να κάμουσι την προσευχή χωρίς κανέναν θρήνον·
και ένας οκ τους αρχηγούς να πιάσει τα κλαδία,
όταν ανάψει η φωτιά να γένει η πυρκαΐα·
ο κύρης μου να στέκεται σιμά εις την αγία
τράπεζα για να με δεκτεί ως καθαρή θυσία,
που μέλλω για τον χαλασμόν να γένω της Τρωάδας
κι εις νίκην και για τρόπαιον Ελλήνων της αρμάδας.
Πλέξετε και τα στέφανα που θέλετε μου βάλει
από μυρτιά κι από ανθούς άλλους εις το κεφάλι.
Με ευωδή αρώματα πάσά ’νας ας ραντίσει
την αδελφή τ’ Απόλλωνα, να την παρακινήσει,
την μάνητα και τον θυμόν να της εξιλεώσει,
με την σφαγή μου εύτυχον τέλος να σασε δώσει.

ΧΟΡΟΣ
Οϊμέ! και πώς να χύσομε εμείς τα δάκρυά μας,
καθώς είναι το χρέος μας και η επιθυμιά μας,
ανίσως και οι ιερές θυσίες να γενούσι
με δάκρυα κι αναστεναγμούς οι νόμοι εμποδούσι;

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ακριβοκορασίδες μου, όλο το σύστημά σας
ας ψάλει στίχους μελωδείς μ’ όλη την πιθυμιά σας
της θέας οπού κατοικά εδώ ’ς τούτον τον τόπον,
οπ’ ανιμένει εύκαιρα τόσο πλήθος ανθρώπων
για ν’ ασκωθούσιν από επά κι εκείνη να συνδράμει
οπού τον τόπον κυβερνά καλόν καιρόν να κάμει.
Και τόσα αναρίθμητα άρμενα καρτερούσι
τούτο το τρυφερό κορμί θυσία να το γδούσι,
οπού για τούτο ήλθα εδώ και θεληματικώς μου·
κι ο θάνατος δεν φαίνεται καθόλου βαρετός μου.

ΧΟΡΟΣ
Καλότυχον τον θάνατον μπορεί να νοματίσει
καθένας, όντας αλλωνών ζωή τουσε χαρίσει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ήλιε καθάριε και λαμπρέ, όμορφο φως του κόσμου,
απήτις και τέτοιας λογής είν’ ο προορισμός μου,
παράκαιρα την λάμψη σου να στερευτώ και αφήσω
κι εις άλλον κόσμον σκοτεινό να πα να κατοικήσω,
εγώ μισεύω από σε, μα εσύ εδώ απομένεις
και των θνητών χαιράμενες ημέρες να τους φέρνεις,
πλια καλοριζικότατες παρά τις εδικές μου,
που σήμερον τελειώνουσι με φόνο οι χαρές μου.

ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Οι κορασιές τελειώνουσι τά παραγγέλνεις ούλα
και στον ναόν ας πηαίνομε, άξια βασιλοπούλα,
καθώς μας είπ’ ο βασιλιάς ο κύρης σου, να γένει.
Καιρός είναι να πηαίνομε να μην μας ανιμένει.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ας πηαίνομε το λοιπονίς κι εσείς, ηγαπημένα
κοράσια, σας αφήνω γεια και εύχεστε για εμένα.

Πέτρος Κατσαΐτης. "Ιφιγένεια" [1720]. Στο Εμμανουήλ Κριαράς (επιμ.). 1950. Πέτρος Κατσαΐτης. Ιφιγένεια-Θυέστης-Κλαθμός Πελοποννήσου. Ανέκδοτα έργα. Αθήνα: Collection de l’Institut Français d’Athènes.