Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Ζωή Καρέλλη

Ορέστης


(απόσπασμα)

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Η αυλαία ανοίγει, καθώς οι καλεσμένοι παρασέρνουν τη Μητέρα μαζί τους.
Μένει μόνος ο Αίγισθος, πολύ ταραγμένος και πάντα κρυμμένοι ο Ορέστης και ο Πυλάδης, ώσπου ο πρώτος προχωρεί προς τον Αίγισθο, κάνοντας νόημα στον Πυλάδη να μην τον ακολουθήσει.

ΟΡΕΣΤΗΣ
(Στον Αίγισθο που δεν τον έχει ακόμα αντιληφθεί. Η στάση του, η φωνή του έχουν κάτι το παγερό).
Γιατί χτύπησες τη γυναίκα αυτή;

ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Τί;
Ποιός είσαι; Πώς ρωτάς;
(με κάποια θρασύτητα). Τί είδες;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Είδα πως χτύπησες στο πρόσωπο την οικοδέσποινα.
Τί σου έδωσε το δικαίωμα να το κάνεις;
(Ο Αίγισθος φαίνεται να τα χάνει μπρος στο ψυχρό κι αποφασιστικό ύφος του Ορέστη).

ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Τη χτύπησα... Τόλμησα, βλέπεις, να τη χτυπήσω...
Δεν το ’κανα θεληματικά, μες στην παραφορά μου.
Μια γυναίκα δεν τη χτυπά κανείς, εκτός αν...
Μα πούθε ξεφύτρωσες εσύ,
τί θέλεις και ρωτάς; Δε σε γνωρίζω.
Με τί δικαίωμα ρωτάς για ό,τι αφορά
μόνο σ’ εμένα και δείχνεις να θέλεις
ν’ αναμειχτείς σε πράγματα που δεν μπορείς να ξέρεις
και σου είναι ξένα,
εσύ, ένας άγνωστος...
(Ξεκουμπώνει το γιακά απ’ το υποκάμισό του. Φαίνεται να έχει χάσει τελείως την ψυχραιμία του).
Τί μπορείς να ξέρεις εσύ
για τη γυναίκα αυτή που δείχνεις
σα να θέλεις να την υποστηρίξεις.
(Γελά κακόβουλα)
Εκτός αν την έχεις γνωρίσει κρυφά
και χωριστά.
Μα όχι, δεν γίνεται.
Τυχαία, θα ’χεις μπει εδώ.
(Με σφιγμένα τα δόντια του).
Μόνον
εγώ μπορώ να πω... τί είναι
και τί μπορεί να κάνει.
(Πάει κοντά στον Ορέστη και κάνει να τον αρπάξει από το γιακά. Ο Ορέστης τον αποφεύγει και τον κοιτάζει μες στα μάτια ψυχρά).

ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Θα μου πεις ποιός είσαι και τί θέλεις,
ή θα φωνάξω να σε βγάλουν έξω διά της βίας!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα πεις εσύ, τί έκανε η γυναίκα αυτή,
τί κάνατε οι δυο σας.
Θα ομολογήσεις...

ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Να ομολογήσω!
Δεν είπα τίποτα, τί άκουσες;
Ας ήμουν έξαλλος, δεν είπα τίποτα!
(Στη σκάλα της βεράντας παρουσιάζεται η Ηλέκτρα, αλύγιστη, σαν ονειροπαρμένη.
Ο Αίγισθος την αντιλαμβάνεται και δείχνει τρομοκρατημένος. Γυρίζει και την βλέπει ο Ορέστης. Καθώς ελευθερώθηκε από το βλέμμα του, ο Αίγισθος, με μιαν απότομη κίνηση και βήματα γοργά, κατεβαίνει στον κήπο και τρέχοντας σχεδόν, χάνεται ανάμεσα στα δέντρα.
Η πρώτη κίνηση του Ορέστη είναι να τον ακολουθήσει, όμως τον σταματά η παρουσία της Ηλέκτρας που τον κοιτάζει εχθρικά).

ΗΛΕΚΤΡΑ
(Η φωνή της είναι βραχνή και βαριά)
Εσείς ποιός είστε και τί θέλετε
μες στο δυστυχισμένο τούτο σπίτι;
Και τί του είπατε αυτού του ταπεινού ανθρώπου,
έτσι που να τον κάνετε να φύγει αμέσως,
τρομαγμένος, όπως θα ήθελα εγώ
να τον δω, να φεύγει για πάντα.
(Περνά το χέρι της στο μέτωπο και στα μάτια της.
Το βλέμμα της δεν αφήνει τον Ορέστη).
Θε μου, τί περνά απ’ το μυαλό μου!
(Η φωνή της τρέμει από συγκίνηση).
Καθώς τόσο ταραγμένη και δυστυχής είμαι
απόψε.
Πέστε μου, ποιός είστε;

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ηλέκτρα...
(Η Ηλέκτρα απαντά μ’ ένα βογκητό κι ορμά προς τον Ορέστη. Του ψαύει το πρόσωπο, του πιάνει τους ώμους).

ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω, ήρθες, επιτέλους, μ’ άκουσες!
(Στο πρόσωπό της τρέχουν δάκρυα).

ΟΡΕΣΤΗΣ
(Η φωνή του είναι θλιμμένη κι αυστηρή).
Ησύχασε Ηλέκτρα.
Θαρρώ, περσότερο
παρά ποτέ, χρειάζεται να συγκρατήσουμε
τα λογικά μας.

ΗΛΕΚΤΡΑ
(Ψαύοντας διαρκώς τον Ορέστη —που δείχνει αθέλητα να δυσφορεί γι’ αυτό— μιλεί και το σώμα της ολόκληρο συγκλονίζεται).
Ω, πρόσωπο αδελφικό, γλυκύτατο για μένα!
Πόσον καιρό σε περιμένω, από τη μοναξιά
να απαλλαγώ, να σ’ αντικρίσω, να σε ξαναβρώ
και να σου δώσω την αγάπη που μέσα μου
κρατώ αξόδιαστη και άχρηστη, για να με τυραννεί.
Νά ’ρθεις να σου μιλήσω, να σου πω
για το φριχτό καημό, όπου με κατατρώγει.
Φρίκη και φόβος την ψυχή μου έχουν μοιραστεί,
δεν ξέρω πού το βλέμμα μου να στρέψω,
όταν εκείνη μού έχει δώσει τη ζωή,
μονάχ’ αποστροφή γεμίζει την καρδιά μου.
Τα πάντα έχω χάσει, αδελφέ, σαλεύουνε
τα λογικά μου, σε όνειρο θαρρώ να ζω κακό,
απάνθρωπο, δεν έχω πια κανέναν να συμβουλευτώ
και να ρωτήσω, ως έχασα το στήριγμα το πατρικό
και το κακό που ολοένα, μέσα μου αυξαίνει,
μονάχη μου η ψυχή δεν το υπομένει.
Διπλόηχες, αμφίβολες οι σκέψεις μου,
διχαλωτές, ορθώνονται θανατερές, φθείρουνε
την ψυχή μου ανήκουστες επιθυμίες.
Δεν έχω πια νεότητα καμία μέσα μου
ουδέ καν ηλικία, είμ’ ένα πλάσμα σκοτεινό.
Κι από την ομορφιά του κόσμου, τίποτα
δεν μπορώ να δω. Ακίνητα και αμετάλλαγα
όλα τριγύρω μου
και η σκιά εκείνου μοναχά,
μ’ αφύσικη ζωντάνια να μου ζητά...
Τί είναι τούτο που ζητά ο δόλιος μας
πατέρας, τί θέλει από μας τούτ’ η σκιά
στο θάνατο που ανήκει για πάντα
και τριγυρνά για με, ανήσυχη, ανήσυχη, ανήσυχη.
Ορέστη, δε μου δίνεται να ησυχάσω πια,
καθώς μονάχη μου ώς τώρα, την αντέχω.

ΠΥΛΑΔΗΣ
(Πλησιάζει τον Ορέστη, ενώ η Ηλέκτρα εξακολουθεί να μιλεί σαν ονειροπαρμένη).
Ορέστη πρόσεξε. Μην αφεθείς
να σε καταβάλλουν τα γεγονότα. Σκέψου τον εαυτό σου.

ΗΛΕΚΤΡΑ
(Σχεδόν ταυτόχρονα με τον Πυλάδη).
Πρέπει το σπίτι αυτό, ο άντρας
που απόμεινε και του πατέρα κληρονόμος
να το κυβερνά.
Γι’ αυτό δεν ήρθες;
Μια τάξη για να βάλεις και στη γυναίκα
που ζητά να διοικεί, τη θέση της να ορίσεις,
εσύ, ο αληθινός απόγονος, μοναχογιός αγαπημένος.
Και τον πατέρα μας να θυμηθείς, του αδόκητου
θανάτου του ν’ αναζητήσεις τις αιτίες,
που ’του κοψε το νήμα τη ζωής
στην πιο καλή του ώρα.
(Αλλάζοντας τόνο). Ορέστη,
άκουσέ με, μη με κοιτάζεις διαφορετικά
και συ, όπως οι άλλοι...
Δεν είναι αδυναμία της πληγωμένης μου ψυχής,
όπου παράλογα με ορμηνεύει.
Υπάρχει κάτι
ανομολόγητο κι απαίσιο, κρυμμένο πίσω
απ’ το θλιβερό τέλος του πατέρα μας.
Ζήτησα μόνη να το βρω, προσπάθησα,
δεν δύναμαι, το μίσος με τυφλώνει
και στους άλλους με μαρτυρά.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ηλέκτρα,
ησύχασε το πάθος σου. Το μίσος αυτό
κι αν οδηγούμαι να το καταλάβω, με τρομάζει.
Δεν πρέπει να παρασυρθώ.
Πυλάδη,
έλα εσύ κοντά μας. Καθώς είσαι πιο ξένος,
ίσως σταθείς και ικανός να κρίνεις
την κατάστασή μας.
Ηλέκτρα, θα θυμάσαι
που σου έγραφα για τον Πυλάδη. Φίλος ξεχωριστός
πάντα μού έχει σταθεί και με τη λογική του
μ’ έχει συγκρατήσει σε στιγμές δύσκολες.
Πυλάδη...

ΠΥΛΑΔΗΣ
(Απότομα)
Ένα έχω να συμβουλέψω και να ξαναπώ:
την ίδια συμβουλή, Ορέστη.
Αμέσως, απόψε, να φύγουμε και οι τρεις.
Ηλέκτρα κι εσύ να ’ρθεις μαζί μας.
Θα συνέρθεις, θα γιατρευτείς απ’ τις παραφορές σου.
Δώσατε τόπο στην οργή
που δίκαια φαίνεται πολύ μεγάλη.
Όμως, πρέπει και οι δυο σας να το καταλάβετε
πως ζούμε σ’ έναν κόσμο, όπου οι ανθρώπινες
αδυναμίες δε θεωρούνται τόσο αποτρόπαιες.
Τόση υπήρξε η δυστυχία και του ανθρώπου
οι συμφορές πολλές που μ’ άλλο μάτι κρίνει
την αμαρτία στη ζωή του.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Να φύγω!
Αφήνοντας τούτο που έφτασε
να γίνει η ζωή μου όλ’ αυτά τα χρόνια;
Πυλάδη, δεν ξέρεις τί είναι να μισείς.
Δεν ξέρεις τ’ είναι, η δύναμη της αγάπης,
μέσα σου, η ψυχή σου να ρημάξει από το μίσος.

ΠΥΛΑΔΗΣ
Ηλέκτρα, γιατί τέτοιο ένα κακό
έχει αφανίσει το μυαλό και την ψυχή σου,
γι’ αυτό μαζί μας σε καλώ, διαφορετικά
να ζήσεις, την όψη της ζωής διαφορετική
θα δεις.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Αν την ορμή αυτού του μίσους
χάσω από μέσα μου, χάνω την πάσαν δύναμή μου.

ΠΥΛΑΔΗΣ
Ω, πόσο δυστυχής είσαι, Ηλέκτρα!

ΗΛΕΚΤΡΑ
Και για τη δυστυχία μου αυτή, ποιός
φταίει; Κι ο φταίχτης ατιμώρητος θα μείνει;
Παραδομένος στου κακού τη δύναμη
ελεύθερος να θριαμβεύει.
Πυλάδη,
ποιά νεότητα ανέμελη σε οδηγεί
να προτείνεις το πιο ανάρμοστο;

ΠΥΛΑΔΗΣ
Η θέση σας με τρομάζει.
Αλίμονο,
κι ούτε μπορούμε το κύμα του κακού
που ξέσπασε να σταματήσουμε εμείς οι νέοι,
και την οργή που άλλοι έχουνε ’τοιμάσει,
μας μένει μόνο να την αποφύγουμε.
Είν’ εφιαλτικό, η μεγαλόπρεπη γιορτή
κι όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Ίδια συνέβαιναν και τότε, φρικτά
τα γεγονότα έφτασαν και προσήλθαν,
ακαταμάχητες δυνάμεις το προκάλεσαν,
(σα να βλέπει κάτι το φοβερό)
εκείνη τη βραδιά, ίδια ωσάν και τούτη,
όταν μες στα σκουπίδια τον βρήκανε νεκρό.

ΠΥΛΑΔΗΣ
Ορέστη...

ΗΛΕΚΤΡΑ
(Σε κατάσταση έξαλλη).
Απίθανες στιγμές!
Έξω από κάθε σημασία βεβαιότητας εύλογης...
Αισθάνεσαι τότε τα βήματα
τ’ ακούς πώς προχωρούν;
Τ’ ακούς πώς συμβαίνουν,
ενώ πλησιάζουν, τα γεγονότα!
Και το σώμα σφαδάζει,
έντρομο, τρέμει ανώφελα,
το καθετί ανώφελο, οι κινήσεις,
η θέληση, τίποτα.
Τίποτα δεν υπάρχει
να κρατήσει εκείνο που έρχεται,
όταν εκείνα τα βέβαια, πολύ βέβαια,
σε πλησιάζουν ανήκουστα βήματα,
που τ’ ακούς ψίθυρο ακαθόριστης βεβαιότητας.
Μήπως τα είχες λησμονήσει ποτέ;
Ακούς τώρα, τήν που πλησιάζει συνοδεία;
Όχι, του βίου συνοδειά,
δεν είναι το άγνωστα βέβαιο,
η σημασία του αόριστου υπάρχει,
ανυπόφορη, η σκιώδης βεβαιότητα.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν το καταλαβαίνεις, Πυλάδη,
πως δεν μπορώ να φύγω πια; Όχι
μόνο γιατί θα ήτανε ανήθικη δειλία,
μα πιο πολύ, γιατί όπου κι αν πάω,
αυτό που είδα εδώ, μαζί μου θα το κουβαλώ!
Πρέπει να μάθω, τί πίσω απ’ όλ’ αυτά
είναι κρυμμένο κι ως φαίνεται
για τούτο έφτασα εδώ.
Ω, ποιά έρμη ορμή,
ποιός ορισμός ακάθεκτος κι από ποιά αίτια
ετοιμασμένος, μ’ έσπρωξε, μ’ έφερε ώς την ώρ’ αυτή;
Ηλέκτρα ησύχασε,
πρέπει κι εγώ να ησυχάσω...
Τρομάζω,
τ’ είναι να δω και τί ν’ ανακαλύψω;
Ποιά δυστυχία ακάθαρτη, ποιό μυστικό
του κόσμου και δικό μου να γνωρίσω;
Αρνιέται ο νους μου να το φανταστεί!
Ώς το μεδούλι του ανθρώπινού μου σκελετού
αισθάνομαι την αηδία και τον πόνο.
Ποιός είν’ ο κόσμος που μου τάχτηκε να ζω,
Τί πρέπει ν’ αρνηθώ και τί μου μένει
να κρατήσω, εγώ, ο νέος άνθρωπος;
Κι ώς πόσο θα μπορώ ν’ αδιαφορήσω.
Ηλέκτρα, είναι βαρύ το δίκιο σου.
Το παρελθόν λοιπόν εσύ φυλάγεις!
Κι όπως είναι γραφτό του ανθρώπου αμετάλλαγο
το ριζικό ν’ απομένει, η πάλη του πάντα καινούργια
κι άνιση να είναι, ανάμεσα στο κακό και το καλό.

ΠΥΛΑΔΗΣ
Ορέστη, άκουσέ με—
σου λέω, ήρθ’ η ώρα,
ν’ αποτινάξουμε του πόνου την κατάρα.
Ώς πότε θα δεχόμαστε να οδυρόμαστε
για βάσανα καινούργια και παλιά.
Ποτέ δε θα σημάνει ώρα απελευθέρωσης
καμία;
Ας φύγουμε απ’ το σπίτι σου
που το λυμαίνεται η αμαρτία κι εσύ ξένος
αισθάνεσαι σ’ αυτό.

ΗΛΕΚΤΡΑ
(Σε μεγάλη παραφορά).
Ξένος!
Όχι. Δικός μου
είναι ο αδελφός μου, ο άντρας του σπιτιού.
(Πηγαίνει κοντά στον Ορέστη και σκαλώνεται επάνω του).

ΠΥΛΑΔΗΣ
Ορέστη, σκέψου και φυλάξου για τον εαυτό σου.
Λογάριαζε τον εαυτό σου μόνο.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Μόνον!
Μονάχα;... Μονάχον κι ολομόναχον!
Πώς είναι δυνατόν σε τέτοια μοναξιά
ο άνθρωπος ν’ ανθέξει, σ’ αυτή ν’ αρκεστεί,
να την παραδεχτεί; Και,
πες μου, Πυλάδη,
λογάριασες ποτέ, αν τέτοια μοναξιά
μπορεί με το μυαλό να κατανοηθεί;
Μπορεί ο άνθρωπος και να τη φανταστεί ακόμα;
Κι αν είναι η αγάπη χάρη οδυνηρή, σκέψου,
αν μας λείψει, τί μας περιμένει.
Τυχαία γέννηση, τυχαία ύπαρξη κι ο θάνατος
τυχαίος και μοναχικός. Μπορείς με το μυαλό σου
να συλλάβεις, τί θα σημαίνει σαν από μέσα μας
λείψει τούτο που ονομάζουμε αγάπη
κι είναι η μαρτυρία της ανθρώπινης ψυχής;
Πικρότατη η εμπειρία, όταν το μίσος σε κυριαρχεί,
τότε και να θυμάσαι τ’ είναι η αγάπη!
Διπλός καημός, γλυκός, ανάγκη
της ανθρώπινης αδυναμίας ευγενής, όταν
η προσφορά μέσα σου δεν αφήνει τίποτα
ανεκπλήρωτο.

ΠΥΛΑΔΗΣ
Σε λόγια και στη φαντασία
παραδινόμαστε, όταν ο χρόνος βιάζει.
Μεγάλη είν’ ανάγκη και ο κίνδυνος τραχύς.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Μη λησμονείς, Πυλάδη, σε ποιά σκηνή
πριν λίγο, έχουμε παρασταθεί, τί ακούσαμε.
Δεν ξέρω ποιά είναι της Ηλέκτρας η υπερβολή...
μα έχω να μάθω, πώς πέθανε ο πατέρας μου.
Δεν είναι μόνο ζήτημα δικαιοσύνης,
μήτ’ ενοχής και τιμωρίας. Είναι
θανάτου και ζωής για την ψυχή μας.
Πάντα ένα έγκλημα είναι μια φρίκη
και να υποπτευθείς πως—
η μητέρα σου
σκότωσε τον πατέρα σου...
[...]

Ζωή Καρέλλη. 1971. Ορέστης. Θεσσαλονίκη.