Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Ιάκωβος Καμπανέλλης

Γράμμα στον Ορέστη


(αποσπάσματα)


Κάθε παράσταση, όπως όλοι ξέρουμε, είναι ένα πειστικό "υποτίθεται".

Νομίζω πως σε μια παρουσίαση αυτού του μονόλογου αυτό το "υποτίθεται", και μάλιστα επαυξημένο, είναι απαραίτητη προϋπόθεση.

Γι’ αυτό προτείνω η σκηνή να είναι σε συνθήκες πρόβας. Τα ελάχιστα πράγματα που χρειάζονται να είναι τα πρόχειρα και άσχετα που χρησιμοποιούμε στις δοκιμές. Μόνο η πόρτα στο βάθος θα χρειαστεί να είναι πιο συγκεκριμένη.

Έρχεται στη σκηνή η ηθοποιός που θα υποδυθεί την Κλυταιμνήστρα. Κρατά καφέ, τσιγάρο και πλησιάζει ένα μεγάλο ξύλινο κιβώτιο που θα το χρησιμοποιήσει για τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι ένα κηροπήγιο, ένα τασάκι, μολύβια, αρκετά χαρτιά γραμμένα, λευκά, τσαλακωμένα, άλλα όχι. Παίρνει μερικά χαρτιά και τα τοποθετεί σαν "δήθεν" σκόρπια μπροστά και πλάι απ’ το τραπέζι, στο πάτωμα. Ανάβει κερί, κάθεται σε σκαμνί και σβήνει το τσιγάρο της. Παίρνει ένα απ’ τα τσαλακωμένα χαρτιά και αρχίζει να διαβάζει αργά και καθαρά σαν για να επιβεβαιώσει ότι αυτά που έχει γράψει είναι καλά διατυπωμένα.


Ορέστη, αγαπημένε μου γιε,

ξέρω πως οι μέρες μου είναι μετρημένες και τρέμω που δε βλέπω να ’ρχεσαι.

Δεν είναι μόνο η λαχτάρα μου να σε δω, έστω και για τελευταία φορά, που μ’ έχει κάμει να στοιχειώσω στο παράθυρο που βλέπει στο δρόμο. Πιο πολύ είν’ ο φόβος μου ότι μπορεί να ’ρθεις όταν θα ’ναι αργά πια. Ότι μπορεί ν’ ακούσει μόνο από τους άλλους πώς έγιναν όσα έγιναν, και ποτέ από μένα. Όμως ποιός άλλος μπορεί να ξέρει για μένα πιο πολλά από εμένα την ίδια; Εγώ έκαμα αυτό που δε θα μπορούσε ποτέ κανείς να φανταστεί, εγώ αναγκάστηκα να σκοτώσω...

[...]

Πού είσαι, Ορέστη; Γιατί να σου τα γράφω αντί να σου τα λέω! Έστειλα ώς τώρα εφτά ανθρώπους να σε βρούνε. Πού έχεις πάει; (Προσπαθεί να τακτοποιήσει τα σκόρπια πάνω στο κιβώτιο χαρτιά.)

Πρέπει όμως να τα γράψω, και να βιαστώ μάλιστα. Και δεν είν’ εύκολο όπως φαίνεται... νά, ορίστε, λέω, λέω, κι ακόμη δε σου ’χω πει τίποτα. Πελαγοδρομώ, ενώ πρέπει να σου διηγηθώ γεγονότα. Αυτό θα κάμω από δω και κάτω, σου το υπόσχομαι. Όμως σε παρακαλώ, αγοράκι μου, πριν τα διαβάσεις, σκέψου —όχι για να είσαι επιεικής αλλά για να κρίνεις πιο σωστά— σκέψου πως αυτά τα μαρτυρά κάποιος που είναι πια πέρα από αυταπάτες, εγωπάθειες και ματαιότητες. Ειδικά απόψε νιώθω πολύ μακριά, σκέφτομαι όσα γίνανε και μου φαίνεται σαν ψέμα ότι χωράνε τόσα πολλά σε μια μηδαμινότητα, όπως η ανθρώπινη ζωή...

(Ξαναπιάνει μολύβι και γράφει προφέροντας με έξαψη την κάθε λέξη.) Τον πατέρα σου, Ορέστη, δεν τον διάλεξα εγώ για άντρα μου. (Αφήνει πάλι το μολύβι.) Εμάς τις γυναίκες μάς αφήνουν να διαλέγουμε μόνο το νυφικό μας, όχι και τη ζωή μας. Με δώσανε στον Αγαμέμνονα. Κι αφού αυτός θα ήταν ο άντρας μου, έκανα με το μικρό μου το μυαλό τα πάντα για ν’ αγαπηθούμε, να είναι το σπίτι μας ωραίο, χαρούμενο, ήθελα να τον θαυμάζω. Αλλά ο πατέρας σου ήταν ένας άνθρωπος απρόσιτος, χαμένος μέσα σ’ έναν άπληστο, σ’ έναν θεοσκότεινο εγωισμό. Ό,τι και να έκανα για να τον ευχαριστήσω δεν άκουγα ποτέ έναν καλό λόγο. Μ’ έβλεπε σαν οφειλέτη που του δίνει αυτά που του χρωστά. Όταν δεν έβλεπε να γίνεται αυτό που ήθελε, ακόμη κι αν ήταν κάτι φύσει αδύνατον, φρένιαζε, έδερνε, υποπτευόταν ότι πάνε να τον ταπεινώσουν. Επειδή το πρώτο μας παιδί ήταν κορίτσι, κι όχι αγόρι όπως περίμενε, έφυγε απ’ τις Μυκήνες για να μην το βλέπει και γύρισε ύστερ’ από μήνες. Όταν ανταμώσαμε, εντελώς τυχαία, στον κήπο, εγώ είχα το παιδί στην αγκαλιά, πλησίασε, το κοίταξε σα να ’ταν περίεργο φαινόμενο και είπε «με απογοητεύσατε κι εσύ κι αυτό»...

Έτσι σημαδιακά άρχισε η ζωή της Ηλέκτρας. Όταν άρχισε να μεγαλώνει και να καταλαβαίνει πια, η μόνη τρυφερή κουβέντα που άκουγε απ’ το στόμα του ήταν το «πόσο θα την αγαπούσε αν ήταν αγόρι». Η Ηλέκτρα τριβόταν στα πόδια του, τον κοίταζε παρακλητικά, λαχταρούσε να την πάρει στα χέρια του, να σφιχτεί απάνω του. Αυτός τίποτα... και ενώ το κοριτσάκι μου ζητιάνευε την αγάπη του, αυτός λες και ευχαριστιόταν να το διώχνει από κοντά του, να το βλέπει να κρύβεται πίσω απ’ τις πόρτες και να κλαίει. Έτσι, σιγά σιγά, μέσα στο παιδικό της μυαλό ζυμώθηκε η ιδέα ότι εγώ που τη γέννησα κορίτσι της φταίω. Άρχισε να με αποφεύγει. Ύστερα να με κοιτάζει εξεταστικά, σαν να ψάχνει να καταλάβει ποιά είμαι, τί είμαι. Άπλωνα τα χέρια να την πάρω κοντά μου, να τη χαϊδέψω, κι αυτή τραβιότανε πίσω τρομαγμένη, λες και πήγαινα να τη χτυπήσω. Κι ενώ εγώ με τη λατρεία που της έδειχνα μέρα με τη μέρα την έχανα, εκείνος με την αντιπάθειά του την κέρδιζε. Στο τέλος έγινε πάθος και στους δυο, ο πατέρας να φανερώνει όλο και πιο πολύ την απέχθειά του και η κόρη τη λατρεία της. Ένιωθα τόσο μονάχη, τόσο ξένη...

Ο πατέρας σου, σ’ αυτό δεν το αδικώ, γυρεύοντας το γιο που δεν του γέννησα, ξαναήρθε. Όλους τους εννιά μήνες που ήμουν έγκυος, προσευχόμουν να ’ναι αγόρι. Όταν και πάλι γέννησα κορίτσι, βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που έπιασε μέσα μου ο σπόρος που το ’καμε. Είμαι μάνα και δε θα ’πρεπε ν’ αμαρτήσω έτσι βαριά. Μετάνιωσα πικρά, έκλαψα, και ούτε έχω πάψει να κλαίω. Και νιώθω και ένοχη, Ορέστη. Μπορεί για την κακοτυχία της Ιφιγένειας να φταίει η βλαστήμια μου εκείνη. Ποιός ξέρει... Αλλά πάντως δεν τη θυσίασα εγώ την Ιφιγένειά μας έτσι άσπλαχνα, έτσι παγερά...

Η ζωή στο σπίτι έγινε ακόμα χειρότερη. Ο πατέρας σου ξέκοψε εντελώς από μας. Αν δεν άκουγα τη φωνή του απ’ έξω, δε θα ’χα άλλο σημάδι ότι υπάρχει. Και ασφαλώς θα σκεφτόταν πώς να με ξεφορτωθεί, να παντρευτεί με άλλην — και μακάρι να το είχε κάμει. Αλλά δυστυχώς δεν τόλμησε γιατί θα σκέφτηκε πως η ρήξη με την οικογένειά μου θα αποδυνάμωνε τη θέση του στη συμμαχία. Οι κοπέλες, Ορέστη, παντρεύονται για ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν, να γίνουν σύντροφοι, μητέρες. Οι άντρες παντρεύονται για να κυριαρχούν...

Την Ιφιγένειά μου τη μεγάλωσα σε τέτοια μοναξιά που ο Θεός ούτε σε αγρίμι του βουνού να μην τη δώσει. Ούτε κι η Ηλέκτρα, αντιγράφοντας φυσικά τον πατέρα της, ερχόταν να δει την αδελφή της. Και μια μέρα που είδε το μωρό αφύλαχτο στην αυλή, του γέμισε το στόμα με χώμα. Αν δεν ήταν η παραμάνα εκεί κοντά να τρέξει, θα το είχαμε βρει πνιγμένο...

Ορέστη αγάπη μου, μην πάρεις στραβά όσα λέω για την Ηλέκτρα. Μην πάει ο νους σου ότι πάω να τη βγάλω τέρας και μάλιστα από παιδί. Το δράμα μας είναι πως ενώ κανείς μας δε γεννήθηκε τέρας, κάνουμε τερατώδεις πράξεις. Κι αυτό που θέλω να καταλάβεις κατά είναι πως δεν έχασα μόνο την Ιφιγένεια εξαιτίας του, έχασα και την Ηλέκτρα. Αυτός την έκαμε να ντρέπεται που είναι κορίτσι, να μισήσει και τον εαυτό της και μένα. Ξέρεις ότι δεν έχυσε ούτ’ ένα δάκρυ για τη θυσία της Ιφιγένειας...; και ασφαλώς για να μη φανεί ότι πάει κόντρα στον πατέρα της... Ούτε και τώρα θα είχε κάμει σκοπό της ζωής της το θάνατό μου αν ήταν άντρας. Για το γυναικείο της φύλο θέλει να πάρει εκδίκηση, όχι για τον πατέρα της...

(Νομίζει και πάλι ότι άκουσε θόρυβο απ’ τη μεριά της πόρτας. Πάει ώς εκεί, αφουγκράζεται, κάτι άλλο της περνά απ’ το νου και ρωτά με πνιχτή φωνή.)

Ορέστη... Ορέστη...;

(Διαπιστώνει πως κανείς δεν είναι έξω. Στρέφει και αρχίζει να μιλά ερχόμενη αργά προς τα μπρος όπου υποτίθεται υπάρχει ένα παράθυρο.)

[...]

Και ύστερα ήρθε ο πόλεμος. Αμέσως μόλις βρέθηκε το πρόσχημα να τον αρχίσουν. Το πόσο αχρείαστος και άδικος ήταν δεν το λέω πια μόνο εγώ, το λέει πρώτα πρώτα το κακό τέλος που είχαν όλοι αυτοί που τον θέλανε... Είχα την ελπίδα ότι μπορεί να γυρίσει άλλος άνθρωπος. Ότι τουλάχιστο για όσους γλιτώσουνε η Τροία θα είναι ένα καλό μάθημα. Εσχάτη πλάνη. Ο Αγαμέμνονας γύρισε με μυαλά θριαμβευτή. Πήγε στην Τροία, είδε, έφυγε, χωρίς ούτε και εκεί επί δέκα χρόνια να καταλάβει τίποτα.

Στην αρχή αναρωτήθηκα, «μήπως έπαιζε θέατρο; μήπως χρειάζεται κάποια βοήθεια για να βγει από τη σπηλιά του με τα λάθη και τις αυταπάτες του...» Αλλά όταν τόλμησα να τον ρωτήσω με τρόπο αν άξιζαν τόσες θυσίες, έγινε θηρίο, ούρλιαξε πως μου απαγορεύει να ξαναθίξω αυτό το θέμα, πως «σε τέτοια ζητήματα μια γυναίκα δεν είναι σε θέση να ’χει γνώμη». Καταλαβαίνεις, Ορέστη; Μου απαγόρεψε να ’χω γνώμη για έναν πόλεμο που τον πλήρωσα με την Ιφιγένειά μου. Μα όσο πιο πολύ σου την απαγορεύουνε, τόσο πιο ανάγκη την έχεις... Άλλοτε δεν είχα γνώμη για τίποτα. Ο ίδιος μ’ έκανε να ’χω για όλα. Άκου λοιπόν κι άλλα γι’ αυτόν τον ένδοξό τους πόλεμο. Τόση ήταν η υστερία τους που ώς και η φτωχολογιά του Άργους, η πιο δαρμένη και πεινασμένη στον κόσμο, οπλίστηκε πρώτη και καλύτερη και ξεφώνιζε μέρα νύχτα «στην Τροία, στην Τροία». Λες και τους χρωστούσαν οι Τρωαδίτες όσα τους είχαν στερήσει οι Αργίτες.

Για μένα όμως το πιο θλιβερό απ’ όλα, ήταν οι μανάδες από τη Σπάρτη που συνόδεψαν τα παιδιά τους ώς εδώ με την ευχή «ή ταν ή επί τας»... Για ποιό λόγο νεκρά τα παιδιά τους, παρά ηττημένα; Για ποιόν εχθρό; πού τον είδαν τον εχθρό;

Αν ήξερα τότε όσα ξέρω τώρα, θα ’βγαινα να τους έλεγα «γυναίκες, ψάξτε τον εχθρό σας μέσα στη Σπάρτη, εγώ τον βρήκα μέσα στις Μυκήνες»... Τί να λέμε τώρα...; μη σου πάει ο νους ότι τα λέω αυτά για να σου παραστήσω την τόσο μεγαλόψυχη που πονά ακόμα και τους ξένους... όχι, Ορέστη... τα λέω μόνο και μόνο για να ξαναπώ ότι εγώ δεν έβαλα ποτέ τίποτα πιο πάνω απ’ τη ζωή των παιδιών μου. Τί σχέση είχε η μήτρα μου, ο ομφάλιος λώρος μου με τα συμφέροντά τους στην Τροία; Νά γιατί ώς την τελευταία μου ανάσα δεν πρόκειται να χωρέσει στο μυαλό μου η θυσία της Ιφιγένειας, ούτε να του το συγχωρήσω ποτέ κι ας είναι πια νεκρός κι απόνεκρος. (Τινάζεται όρθια φράζοντας με το χέρι το στόμα φοβισμένη κι η ίδια απ’ αυτό που ξεστόμισε, κάνει δυο τρία άσκοπα βήματα, γονατίζει ανάμεσα στα σκόρπια χαρτιά, πιάνει ένα αφηρημένη και λέει...)

Ορέστη, θυμάσαι τίποτα;... μια μαμά τρέμει άμα το παιδί της αργεί να γυρίσει απ’ το παιχνίδι, τρέμει γιατί του πρήστηκαν οι αμυγδαλές του, επειδή έχει πυρετό... Για τέτοιους αστείους λόγους την πιάνει τρόμος. Καταλαβαίνεις τί σημαίνει να της πάρουν το παιδί για να το... φτάνει... Έτσι κι αλλιώς ο πόνος μου για την Ιφιγένεια δε χωράει πουθενά... Όμως κάτι άλλο ήθελα να πω... (Πάει στο τραπέζι, ψαχουλεύει στα χαρτιά για να βρει κάποιο φύλλο. Το βρίσκε και διαβάζει.) Ναι, αυτό, ότι επειδή πονώ για λογαριασμό μου, γι’ αυτό πονώ και για τους άλλους. Αλλά και για έναν άλλο λόγο, Ορέστη, επειδή γνώρισα τον Αίγισθο... αυτός μ’ έμαθε να καταλαβαίνω τους άλλους.

Ας έρθω λοιπόν στην ενοχή μου για τον Αίγισθο... Θα βρεις χίλιους ανθρώπους στο Άργος που θα σε βεβαιώσουν ότι δεν τον έφερα εγώ στις Μυκήνες. Ο λαός τον ήθελε, Ορέστη, κι ο λαός τον έφερε. Αλλά για να μη νομίζεις ότι αρχίζω με δικαιολογίες, σου λέω αμέσως αμέσως ότι πιο πολύ απ’ όλους ήθελα εγώ να ’ρθει. Από τότε που τον είχε εξορίσει ο πατέρας σου, ζούσε αποτραβηγμένος σε μια ερημιά στον Πάρνωνα. Όσοι τον είχαν συναντήσει μιλούσαν για ένα σοφό, μοναχικό άνθρωπο. Όταν τον ρώτησαν τί προμηνάει η κατάσταση που δημιούργησε ο πόλεμος, είπε: «η Τροία θα είναι το τέλος του Άργους».

Και ήταν καιρός πια να το πει κάποιος καθαρά, ο πόλεμος που δεν έλεγε να τελειώσει ξεζούμιζε τη χώρα. Σε ποιόν άλλον θα ’στρεφαν οι Αργίτες τα μάτια τώρα που καταριόντουσαν και τον πόλεμο και τον Αγαμέμνονα; Έστειλα ανθρώπους που τον ήξεραν από παλιά και του ζήτησαν νά ’ρθει. Άφησε την ακίνδυνη ζωή στο βουνό και ήρθε στις Μυκήνες. Μόνος, άοπλος, με μόνη ακολουθία τις ιδέες του, το θάρρος του και τη μεγάλη του καρδιά. Η πρώτη απόφασή του ήταν να σταματήσουν οι αποστολές στην Τροία. Και η πρώτη δήλωση στη συνέλευση, πως θα ξανάφευγε στον Πάρνωνα μόλις έφτιαχνε πάλι η ζωή στο Άργος και άμα εσύ, Ορέστη, έμπαινες στα δεκαοχτώ. (Χουφτιάζει και με τα δυο χέρια μάτσο τα χαρτιά απ’ το τραπέζι, σηκώνεται... βηματίζει μπροστά, κάπου κάπου της πέφτουν χαρτιά απ’ τα χέρια.) Γιε μου, δύσκολα λέγονται τα πάντα από μια γυναίκα, και πιο πολύ από μια μάνα στο παιδί της, αλλά πρέπει να τα ξέρεις κι αυτά από μένα την ίδια. Γιατί ενώ ο έρωτας για τη γυναίκα είναι ό,τι πιο ιερό, είναι κι ο πιο εύκολος τρόπος να τη διασύρουν. Τη χρονιά που ήρθε ο Αίγισθος στις Μυκήνες, ήμουν τριάντα έξι χρονών. Στην ηλικία που ο ποιητής τη λέει απόγεμα. Αν με ρωτούσε κανείς τότε «τί είναι η ζωή...;» θα του απαντούσα «μια τιμωρία που όλοι τη ζουν και όλοι την κρατούν μυστική, που από την αρχή του κόσμου οι γονείς δεν τη φανερώνουν στα παιδιά τους, τα παιδιά τους στα δικά τους παιδιά, και η τιμωρία με το ψευδώνυμο ζωή συνεχίζεται». Τόσα ήξερα, τόσα έλεγα. Ο Αίγισθος μ’ έκανε ν’ αλλάξω ιδέα. Να δω πως η ζωή δεν είναι βέβαια ανθόσπαρτη όλες τις μέρες, αλλά ούτε σώνει και καλά μια ισόβια θλίψη, ότι δεν είναι πάντα η μοίρα που μας κακομεταχειρίζεται... κάνουμε κι εμείς οι άνθρωποι κακή χρήση της μοίρας μας...

Πρώτη η Ηλέκτρα έκαμε ό,τι μπορούσε για να φτάσουμε ώς εδώ...! η Ηλέκτρα, αυτό το αιώνιο θύμα του πατέρα της.

Έτσι προετοιμάστηκαν από μέρους τους αυτά που έμελλε να γίνουν μόλις θα γύριζε ο Αγαμέμνων. Αλλά και από μας. Γιατί ήρθαν πολλοί που πρότειναν στον Αίγισθο να φύγει πριν γυρίσει ο πατέρας σου. Είπε: «αν φύγω σαν τον κλέφτη, θα ’χουνε δίκιο να με πούνε κλέφτη». Και ήταν αμετάπειστος. Τόσο αθώα ψυχή έχει, Ορέστη. Μοιραία συμφώνησα με ό,τι αποφάσισε, παρ’ όλο που έβλεπα πως έκανε λάθος. Το ’βλεπα πεντακάθαρα ποιό θα ήταν το τέλος. Θα γλίτωνε όποιος χτυπούσε πρώτος. Την απόφαση την πήρα εγώ, όχι ο Αίγισθος. Αναγκάστηκα να την πάρω. Θα ’δινα και τη ζωή μου για να σώσω το δάσκαλό μου, τον έρωτά μου, τον άντρα μου. Που εγώ τον κάλεσα στις Μυκήνες κι ήμουν υπεύθυνη για τη ζωή του. Δεν του είπα τί απόφαση πήρα, όλα εγώ τα έκαμα με τους δικούς μου έμπιστους. Ο Αίγισθος τα έμαθε όταν πια είχαν όλα τελειώσει. Αλλά τελειώσει μόνο για τον Αγαμέμνονα, όχι και για μας. Στις Μυκήνες οι άλλοι είναι πάντα πιο δυνατοί...

(Βηματίζει αφηρημένη προς το προσκήνιο, τα χαρτιά που κρατούσε της γλιστρούν λίγα λίγα απ’ τα χέρια, σκορπάνε στο πάτωμα.)

Τώρα είναι στο δωμάτιό του, το ακριανό που βλέπει προς τη θάλασσα. Μπορεί να μην έχει κοιμηθεί ακόμα, κάθεται και διαβάζει μέχρι αργά, ξεχνάει να φάει. Πριν αρχίσω να σου γράφω, του πήγα ζεστό κρασί, τυρί, καρύδια και παξιμάδια, κάτι τέτοια του αρέσουν. Από κείνον πήρα το χαρτί για το γράμμα... και δεν μείνανε και πολλά φύλλα... λες να μη μου φτάσουνε; Ήταν περιττό να σου γράψω και τί του αρέσει να τρώει, αλλά τώρα πάει, αν τα σβήσω, θα μουντζουρώσω τη σελίδα και θα αναρωτιέσαι κιόλας τί ήταν αυτά που έσβησα. Και εκτός αυτού, ποιός το λόγος...; Ναι, γιε μου, αγαπώ τον Αίγισθο, αν τον είχες γνωρίσει, θα καταλάβαινες... νά γιατί λέω ότι αυτός με γέννησε, μου ’δωσε φως, αν τον αφήνανε ανεμπόδιστο, θα μπορούσε να γεννήσει ένα ολόκληρο άλλο Άργος, να σου παραδώσει άλλες Μυκήνες, καθαρές επιτέλους και ήσυχες... Δεν έγινε, κι ούτε μπορεί πια να γίνει. Είχαμε κάνει τάμα να μη χυθεί πια σταγόνα αίμα. Δεν το ξεφύγαμε. Τώρα μας έχουν κυκλώσει από παντού. Αποχαιρετήσαμε το όνειρο να φύγουμε και να ζήσουμε ήσυχα στον Πάρνωνα. Και περιμένουμε...

(Ξανάρχεται στο τραπέζι και γράφει. Ταυτόχρονα ανοίγει αθόρυβα η πόρτα και εμφανίζεται η ΗΛΕΚΤΡΑ που παραμερίζει για να περάσει ο ΟΡΕΣΤΗΣ. Η ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ συνεχίζει ανύποπτη.)

Τελειώνω, Ορέστη, έγραψα ό,τι είχα να σου πω. Όμως... προς Θεού, μην παρασυρθείς κι εσύ απ’ τα καμώματα του παππού σου και του πατέρα σου! ελευθερώσου, Ορέστη. Και ακόμη, γιε μου, σώσε την Ηλέκτρα μας, δε φταίει η αδελφή σου. Ό,τι κι αν έχει κάμει, συγχώρησέ την. Διάβασέ της το γράμμα μου και εξήγησέ της ότι ποτέ, μα ποτέ...

(Ο ΟΡΕΣΤΗΣ την έχει πλησιάσει και σαν να κρατά με τα δυο χέρια μαχαίρι ετοιμάζεται να τη χτυπήσει. Τα φώτα σβήνουν στην τελική κίνησή του.)


ΤΕΛΟΣ


Ιάκωβος Καμπανέλλης. 1994. Θέατρο. Τόμος ΣΤ΄: «Γράμμα στον Ορέστη», «Ο Δείπνος», «Πάροδος Θηβών», «Στη Χώρα Ίψεν», «Ο διάλογος», «Ποιος ήταν ο κύριος ...;», "Ο Κανείς και οι Κύκλωπες". Αθήνα: Κέδρος.