Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Ιάκωβος Καμπανέλλης

Πάροδος Θηβών


(αποσπάσματα)


[...]


ΦΥΛΑΚΑΣ

...ακούσαμε και για τον Κρέοντα...! αλήθεια είναι...;


ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ

...ό,τι και ν’ ακούσεις πίστευέ το...


ΦΥΛΑΚΑΣ

...δηλαδή...;


ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ

...και βέβαια είν’ αλήθεια...! άμα έμαθε ότι αυτοχτόνησε κι η γυναίκα του, δεν το άντεξε, τσάκισε πια ολωσδιόλου... εκείνη είχε τσακίσει άμα έμαθε για το γιο της, ο γιος της άμα έμαθε για την Αντιγόνη, αλυσίδα το πήγανε...! έτσι βρήκανε την ευκαιρία οι αντίθετοι και ξεσηκωθήκανε να ξαναπάρουνε την αρχή...! όμως «μακάριοι οι κατέχοντες», το ’χεις ακουστά...; βαστούν τα πόστα...! να μου το θυμάσαι: το κακό θα τραβήξει ώσπου να λείψει κι ο τελευταίος που ’χει ανακατευθεί στη διαμάχη τους...! γι’ αυτό καλύτερα όσο πιο μακριά μπορείς...


ΚΟΡΗ

...και τί φταίνε η Αντιγόνη και ο Αίμονας...


ΦΥΛΑΚΑΣ

...σσστ...!


ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ

...ποιό πράμα...; (το σκέφτεται)


ΦΥΛΑΚΑΣ

...πιο σιγά...!


ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ

...ε, καλά, από μια μεριά κι εγώ λυπάμαι, δεν είμαι και κάνα χτήνος... αλλά ξέρεις κάτι...; κάτι τέτοια δράματα γίνονται πότε πότε, δεν είναι το πρώτο, ούτε το δεύτερο, όμως επειδή δεν είναι γιοι Κρέοντα και κόρες Οιδίποδα ούτε τους ακούς ποτέ, ούτε τους λυπάσαι, μένουν στην αφάνεια...! ή κάνω λάθος...; κι επιπλέον, εδώ που τα λέμε, η Αντιγόνη δεν ήτανε και καμιά αθώα, αυτή έκαμε την αρχή...!


ΚΟΡΗ

...αδερφός της ήτανε, κι εγώ το ίδιο θα ’κανα...!


ΦΥΛΑΚΑΣ

...όχι τέτοιες κουβέντες...!!


ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ

...ναι, μα παράκουσε τη διαταγή...!


ΚΟΡΗ

...αν ήσουνα συ ο άθαφτος, θα ’θελες ν’ αφήσουν να σε φαν τα όρνια και τα τσακάλια...;


ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ

...άμα είμαι ψόφιος, ας με φάει ό,τι να ’ναι...! αλλά υπάρχει και μια διαφορά, εγώ ούτε ως πτώμα θα ’χω σχέση με την πολιτική, ενώ...


ΚΟΡΗ

... (τον κόβει ζωηρά) πού τη βλέπεις την πολιτική, τον αδερφό της έθαψε...!


ΦΥΛΑΚΑΣ

...(πολύ ανήσυχος) τί τις θέτε τώρα τέτοιες κουβέντες...!


ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ

...μπορεί να μην το ’θελε, αλλ’ αφού ο πεθαμένος ήτανε πολιτικός, αυτομάτως ανακατεύτηκε κι αυτή με την...


ΦΥΛΑΚΑΣ

...σσσσστ...! για όνομα του Θεού...! (στην ΚΟΡΗ του) πήγαινε μέσα, εσύ δεν τα ’λεγες αυτά, τί σ’ έπιασε τώρα, ήμαρτον, Κύριε...!


[...]


ΚΟΡΗ

...αν είχες το θάρρος να το σκάσεις ώσπου να περάσ’ η μπόρα, αντί να βάλεις κάτω το κεφάλι...


ΦΥΛΑΚΑΣ

...έτσι λες...!


ΚΟΡΗ

...γιατί, όχι...; ήσουνα υποχρεωμένος σώνει και καλά να πας ίσια γραμμή να τα μαρτυρήσεις...;


ΦΥΛΑΚΑΣ

...κι εσείς...; τί θα γινόσαστε σεις...; έτσι νομίζεις πως θα σας αφήνανε...; δε θα ξεσπούσαν απάνω σας για να με κάνουν να παραδοθώ...; αυτό ήθελες, να θυσιάσω εσάς για την Αντιγόνη...; να την πληρώσετε σεις για να κάνω τον ήρωα...; τόσο πρόστυχο μ’ έχεις...; όχι, μάτια μου, είχα να διαλέξω, και διάλεξα εσάς...! — λάθος κάνεις, δεν έβαλα κάτω το κεφάλι σαν γομάρι, είχα συναίσθηση τί κουβαλώ και πού το πάω...! και μόνο εγώ ξέρω τί τράβηξα στο δρόμο απ’ το φυλάκιο ώς την κάμαρα του Κρέοντα... σε είδα που έκλαιγες εχτές με τις ώρες, καλά έκανες, κορίτσι είσαι, το καταλαβαίνω... χαρά Θεού νέοι κι οι δυο, ωραίο ζευγάρι, ετοιμαζόντανε να παντρευτούνε...! Αίμων και Αντιγόνη...! και τώρα... νομίζεις ότι εγώ δεν τους έκλαψα μέσα μου...; πολλές φορές κλαίω μέσα μου... στο κάτω κάτω εγώ τα γνώριζα από τόσα δα... τον πρώτο καιρό, τότε που έκανα σκοπιά στα παλάτια, εκείνα παίζανε όλα μαζί στον κήπο, η Αντιγόνη, η Ισμήνη, ο Ετεοκλής, ο Πολυνείκης, ο Αίμονας... βέβαια...! τα πρόσεχα να μη σκαρφαλώνουνε στα δέντρα και πέσουνε, να μη βουτήξουνε σε καμιά στέρνα και βραχούνε και κρυολογήσουνε... ήτανε ζωηρά παιδιά, πολύ ζωηρά...! άμα έβγαζα το ψωμί μου να κολατσίσω, μαζευόντανε όλα γύρω μου και κοιτάζανε... ρωτούσανε «τί είν’ αυτό πους τρως...» «ψωμί» τους έλεγα, «τόσο μαύρο; εμείς δεν έχουμε τέτοιο», λέγανε, «μόνο άσπρο έχουμε» και μου ζητούσανε να τους δώσω...


ΚΟΡΗ

...(συγκινημένη) ...τους άρεσε...;


ΦΥΛΑΚΑΣ

...πολύ... μου παίρνανε και ελιές και κρομμύδι... ουκ ολίγες φορές μου το τρώγανε όλο... εκείνα είχανε του πουλιού το γάλα, εμένα αφήνανε νηστικό...! ώσπου μια μέρα τα είδε ο επιστάτης, βάζει τις φωνές «Ντροπή, τί κάνετε εκεί, φτύστε το αμέσως» «όχι, δεν το φτύνω» είπε η Αντιγόνη και κάμανε όλα τα ίδιο... χιμάει ο επιστάτης απάνω μου «τώρα θα δεις τί θα πάθεις» μου λέει και μου κοπανά και δύο γροθιές στην κοιλιά...! ευτυχώς τον είδε η Ευρυδίκη απ’ το παράθυρο και του φώναξε «αφήστε τον άνθρωπο ήσυχο, τί φταίει αυτός...;» ένεκα τούτου όμως με μεταθέσανε σε άλλη σκοπιά... κι απ’ τη μια σκοπιά στην άλλη με φέρανε στην τελευταία και μοιραία...! ούτε στο χειρότερο εχθρό μου δεν το εύχομαι να... όσο ξεμάκραινα απ’ τη σκοπιά, θα κόντευε πια μεσημέρι, όσο ξέμενα όλο και πιο πολύ έρημος και μόνος στο δρόμο για τη Θήβα... και να κάνει μια ζέστη που δεν τη θυμάμαι άλλοτε, ένας ήλιος θεόρατος, ένα φως αλύπητο, μια άπνοια που να μη σαλεύει ούτε φύλλο... και ψυχή...! ούτε στο δρόμο, ούτε στα χωράφια, ούτε στη λίμνη... σ’ όλο τον κάμπο το μόνο πράμα που σάλευε ήμουνα ’γω... ποτέ στη ζωή μου δε φοβήθηκα έτσι...! και δώσ’ του να σκέφτομαι συνέχεια σ’ όλο το δρόμο, «Κύριε και Θεέ, τί γίνεται δω...; ο Οιδίπους... » (σαν να αλλάζει αυτά που θέλει να πει) ...τα ’χεις ακούσει αυτά... δηλαδή για να μη σου πολυλογώ, φεύγει ο Οιδίπους, έρχεται ο Κρέοντας, ύστερα ο ένας γιος του Οιδίποδα φέρνει ξένο στρατό να ρίξει τον αδερφό του και τον Κρέοντα... τα δυο αδέρφια αλληλοσκοτώνονται... η Αντιγόνη παρακούει τις διαταγές και θάβει αυτόν που είπανε προδότη...! φοβερά πράματα...! όμως αυτοί όλοι είναι μεγάλοι, μεγάλες δουλειές, μεγάλες φουρτούνες... αλλά εγώ που δεν έχω δεύτερο βρακί, που μ’ έχουνε σκόνη των παπουτσιών τους, εγώ γιατί στα ξαφνικά να γίνω ρόδα στη μηχανή της κατάρας τους...! και να το σκάσω σκέφτηκα, κι άλλα διάφορα... ε, και...; μπρος φωτιά, πίσω ρέμα...! είναι όμως και κάτι άλλο... μπορεί και το πιο σοβαρό... αυτό δεν το ’πα στη μάνα σου, αυτή δεν καταλαβαίνει, σε σένα όμως θα το πω... υπάρχει ένας φόβος που δεν ξέρεις από πού έρχεται και που σου λέει αυστηρά «μείνε στ’ αυλάκι που σε βάλανε να τρέχεις και μην κοιτάς αλλού, αυτά δεν είναι πράματα του χεριού σου...! ούτε αυτοί που νομίζουν πως είναι δικά τους δεν μπορούν να τ’ αλλάξουνε, ποιός είσαι συ που σου περνά τέτοιο πράμ’ απ’ το νου...;»


ΚΟΡΗ

...τ’ άκουσες αυτά...;


ΦΥΛΑΚΑΣ

...τί όρκο θες να σου κάνω...;


ΚΟΡΗ

...δε χρειάζεται...


ΦΥΛΑΚΑΣ

...δε θυμάμαι ακριβώς σε ποιό σημείο του δρόμου τ’ άκουσα, αλλά τ’ άκουσα...!


ΚΟΡΗ

...κι ύστερα...;


ΦΥΛΑΚΑΣ

...(της κάνει νόημα να κοιτάξει προς το σπίτι όπου έχει εμφανιστεί η ΓΥΝΑΙΚΑ του)... κρυφακούει...


ΚΟΡΗ

...κι ύστερα...;


ΦΥΛΑΚΑΣ

...υπολόγιζα ότι θα ’λεγα για την ταφή σε κανένα αξιωματικό και θα τέλειωνα, όμως αυτοί με πήρανε σηκωτό και με πήγανε στον ίδιο τον Κρέοντα...


ΓΥΝΑΙΚΑ

...όποιος πεινά σε έρθει να φάει...


ΚΟΡΗ

...και σίγουρα θα χάρηκε το χτήνος άμα τ’ άκουσε...


ΦΥΛΑΚΑΣ

...αυτά είναι ψέματα...


ΚΟΡΗ

...έτσι λέει ο κόσμος...!


ΦΥΛΑΚΑΣ

...κι εσύ ποιόνε πιστεύεις, τους άλλους ή τον πατέρα σου...;


ΓΥΝΑΙΚΑ

...τί σου λέει τόση ώρα...;


ΚΟΡΗ

...σταμάτα κι εσύ πια...!


ΓΥΝΑΙΚΑ

...όποτε τα σκατώνει, ύστερα η γλώσσα του πάει ροδάνι...


ΦΥΛΑΚΑΣ

...άκου δω εγώ δεν είμαι κανένα στουρνάρι, κι έχω ακούσει και πέντε μορφωμένους ανθρώπους... εν πάση περιπτώσει εμέν’ αυτή είν’ η γνώμη μου, πως ήτανε καλός άνθρωπος, ότι έβγαλε τη διαταγή βέβαιος ότι κανένας δε θα την παρακούσει, πλην όμως άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων και έσκαψε ένα λάκκο που ’πεσε ο ίδιος μέσα...!


ΚΟΡΗ

...η Αντιγόνη έπεσε, όχι αυτός...


ΦΥΛΑΚΑΣ

...όλοι τους πέσανε...


[...]


ΦΥΛΑΚΑΣ

...δε σου φτάνουνε τα τωρινά, θα ξεθάψεις τώρα και τα παλιά...;


ΚΟΡΗ

...γιατί δε μιλάτε καθαρά...;


ΘΕΡΑΠΩΝ

...(ερεθισμένος)...εδώ, ορίστε, απαντήστε μου, σας ρωτώ...! μου φέρανε ένα μωρό να το σφάξω και δεν το ’σφαξα...! είναι κατηγορία αυτό...; απαντάτε μου ένας ένας... (στη ΓΥΝΑΙΚΑ) ...εσύ θα το ’σφαζες...;


ΓΥΝΑΙΚΑ

...εγώ είμαι γυναίκα...


ΘΕΡΑΠΩΝ

...(στον ΦΥΛΑΚΑ) ...εσύ...!


ΦΥΛΑΚΑΣ

...τα ’χουμε πει εμείς...


ΓΥΝΑΙΚΑ

...όχι δε θα το ’σφαζα, αλλά δε θα φρόντιζα και να ζήσει, δε θα το ’δινα χέρι χέρι σ’ άλλο να το μεγαλώσει...


ΦΥΛΑΚΑΣ

...ξένος ήτανε...!


ΓΥΝΑΙΚΑ

...και τί θα πει ξένος...; το τί μικρός είν’ ο κόσμος το ξέρουνε κι οι κότες...


ΚΟΡΗ

...ποιό παιδί να σφάζατε και να μη σφάζατε...; δώστε μου και μένα να καταλάβω...


ΓΥΝΑΙΚΑ

...κουφή ή ζαβή είσαι...; ακόμα δεν πήρες χαμπάρι...;


ΦΥΛΑΚΑΣ

...είναι κρίμα από το Θεό αυτό που κάνεις...


ΚΟΡΗ

...κι εμείς τί σχέση έχουμε...; (κοιτάζει τον ΘΕΡΑΠΟΝΤΑ)


ΓΥΝΑΙΚΑ

...να σου τα πουν οι ίδιοι, εγώ απαγορεύεται...


ΚΟΡΗ

...τί μου κρύβετε πάλι...;


ΦΥΛΑΚΑΣ

...ξέρουμε τί κάνουμε...


ΚΟΡΗ

...δηλαδή...;


ΦΥΛΑΚΑΣ

...βγαίνουν οι άλλοι να κάνουν τη ζωή τους βούκινο...; ή νομίζεις πως είμαστε οι μόνοι που μπλέξαμε σ’ αυτή την υπόθεση...!


ΚΟΡΗ

...και γιατί μου τα βαστάτε μυστικά...; παιδί σας δεν είμαι, δεν έχω δικαίωμα να ξέρω ποιοί είστε και ποιά είμαι...; άκου, α δε μου τα πείτε σεις, θα πάω να τα μάθω απ’ αλλού, δε θ’ αφήσω πέτρα που να μην τη σηκώσω... (χιμά προς την ξώπορτα)


ΦΥΛΑΚΑΣ

...(στη ΓΥΝΑΙΚΑ του) ...τα βλέπεις τί διάλυση αρχίνισες...; (πιάνει γερά την ΚΟΡΗ για να μη φύγει)


ΓΥΝΑΙΚΑ

...(στην ΚΟΡΗ της) ...φύγε άμα θες, αλλά πάρε και τα κουρέλια σου και να μη σε ξαναδώ...! εγώ μπορεί να μη βαστώ τη γλώσσα μου, αλλά μονάχα μες στο σπίτι μας, ούτε στην αδερφή μου δεν έχω πει ένα κιχ...! φωτιά να πέσει να με κάψει, αν δε στα πουν αυτοί, θα στα πω όλα εγώ...!


ΦΥΛΑΚΑΣ

...ποιούς φοβερίζεις, δε μου λες...; τί κακό έχει κάνει αυτός ο άγιος άνθρωπος...; (στην ΚΟΡΗ του) ...άκου τί θα σου πω, κόρη μου, γιατί εδώ έχει γίνει μια παρεξήγηση... για το καλό σου δεν ήθελα να ξέρεις ορισμένα πράματα...! κι ούτε θα σου βγει σε καλό να τα μάθεις...


ΚΟΡΗ

...ας μη μου βγει...!


ΘΕΡΑΠΩΝ

...(στην ΚΟΡΗ)...έλα δω... πε μου εμένα τί θες... εγώ δε σου κάνω πάντα όλα τα χατίρια...;


ΚΟΡΗ

...τί έχεις κάμει, τί μου κρύβετε...;


ΘΕΡΑΠΩΝ

...(στον ΦΥΛΑΚΑ)... τί λέει...;


ΚΟΡΗ

...(ξεφεύγει απ’ τον πατέρα της και πάει στον ΘΕΡΑΠΟΝΤΑ) γι’ αυτό το μωρό θέλω να μου πεις...


ΘΕΡΑΠΩΝ

...δε μου πήγαινε η καρδιά...


ΚΟΡΗ

...πού το βρήκες εσύ...;


ΘΕΡΑΠΩΝ

...μου το φέρανε...


ΚΟΡΗ

...ποιός...;


ΘΕΡΑΠΩΝ

...δε θυμάμαι...


ΚΟΡΗ

...θυμάσαι...!


ΘΕΡΑΠΩΝ

...(στον ΦΥΛΑΚΑ) να της πω...;


ΦΥΛΑΚΑΣ

...(με βαριά καρδιά)...πες της...


ΘΕΡΑΠΩΝ

...η Ιοκάστη μού το ’φερε...


ΚΟΡΗ

...πότε...;


ΘΕΡΑΠΩΝ

...είναι πολλά χρόνια...


ΚΟΡΗ

...πού σου το ’φερε...;


ΘΕΡΑΠΩΝ

...απάνω στα μαντριά, στον Κιθαιρώνα... το χειμώνα ο ήλιος πέφτει νωρίς κι εγώ είχα κιόλας ανάψει φωτιά να ζεστάνω φαΐ...


ΦΥΛΑΚΑΣ

...μονάχος ήσουνα...


ΘΕΡΑΠΩΝ

...μονάχος ήμουνα... οι άλλοι βοσκοί ήτανε στα χειμαδιά... τότε αρχίζει να γαβγίζει ο σκύλος και ανοίγω την πόρτα να δω τί τρέχει... βλέπω εκεί κάτω κοντά στο νερό, στις γούρνες, κάτι γυναίκες... δε φαινόντανε καθαρά, είχε σκοτεινιάσει... (στον ΦΥΛΑΚΑ)... πόσες γυναίκες ήτανε...;


ΦΥΛΑΚΑΣ

...τρεις μου ’χες πει...


ΘΕΡΑΠΩΝ

...ρωτάω φωναχτά τί γυρεύουνε τέτοια ώρα στο βουνό, χάσανε το δρόμο τους...; και τότε μία απάντησε ότι εμένα γυρεύουνε... «αν είναι έτσι» τους λέω...


ΦΥΛΑΚΑΣ

...κάτι ξέχασες, στη αρχή φοβήθηκες...


ΘΕΡΑΠΩΝ

...φοβήθηκα, το βουνό τη νύχτα είναι γεμάτο... όμως άκουσα κλάματα μωρού, μια φωνή κοριτσιού που το ησύχαζε... (στον ΦΥΛΑΚΑ)... τότε τους είπα «ελάτε...;»


ΦΥΛΑΚΑΣ

...τότε...


ΘΕΡΑΠΩΝ

...ήρθε μόνο μία και μου λέει πως ήτανε παραμάνα και πως το θήλαζε κι αυτή το μωρό γιατί η Ιοκάστη ήταν ακόμα μικρή και λιανή και δεν είχε πού γάλα... ύστερα, μεγάλη η χάρη του, μου είπε για το χρησμό...! και για το λόγο που αυτό το παιδί δεν έπρεπε να ζήσει... «και τί θέτε από μένα...;» ...«εσένα διάλεξε ο Λάιος, κι η Ιοκάστη συμφώνησε... στα κρυφά γίνονται όλα και πρέπει να μείνουμε κρυφά... εσένα σου ’χουν κι οι δυο εμπιστοσύνη...!»


ΚΟΡΗ

...γιατί σου ’χαν εμπιστοσύνη...;


ΘΕΡΑΠΩΝ

...γιατί και ο πατέρας μου ήτανε υπηρέτης του πατέρα του, με το Λάιο πάλι γνωριζόμαστε από νέοι, και πάντα είχε ένα καλό λόγο να μου πει, με εκτιμούσε πολύ...


ΦΥΛΑΚΑΣ

...είχαμε πολύ καλό όνομα...


ΚΟΡΗ

...ύστερα...;


ΦΥΛΑΚΑΣ

...έφυγε η παραμάνα κι ήρθε η Ιοκάστη...


ΘΕΡΑΠΩΝ

...ναι... έφυγε η παραμάνα και ήρθε η Ιοκάστη... κάθισε κοντά στη φωτιά και του ’δωσε να βυζάξει...


ΦΥΛΑΚΑΣ

...σαν για να το αποχαιρετήσει, πες το κι αυτό...


ΘΕΡΑΠΩΝ

...κι αυτή με εκτιμούσε πολύ, ήτανε πολύ ευγενικιά ψυχή... εμένα με πήρανε τα κλάματα... κι άμα τέλειωσε το βύζαγμα, το ακούμπησε πάνω στις προβιές που είχα για στρώμα, το φίλησε και γύρισε και μου ξανάπε «σε σένα έχουμε εμπιστοσύνη»... έμεινα επί ώρες μονάχος με το μωρό και το κοίταζα και δε μ’ έπαιρνε ύπνος, και μπορεί να ’τανε μεσάνυχτα πια άμα πήγα και ξάπλωσα...


ΦΥΛΑΚΑΣ

...όχι...! πήγανε πρώτα ο σκύλος και η κατσίκα και ξαπλώσανε πλάι στο μωρό, μη τα ξεχνάς, έχουν σημασία αυτά, κι ύστερα πήγες εσύ...


ΘΕΡΑΠΩΝ

...τα ζώα ξέρουνε πιο πολλά απ’ τον άνθρωπο...! γι’ αυτό άμα ξύπνησα το πρωί, άρχισα να σκέφτομαι τί σημαίνει ότι διαλέξανε εμένα...; ότι μου ’χουνε εμπιστοσύνη...; εμένα με ξέρουνε για άκακο, για πονόψυχο άνθρωπο... άρα μπορεί να σημαίνει και τα δύο...! και να μην τ’ αφήσω να ζήσει, αλλά και να το αφήσω να ζήσει...! το τάιζα όπως όπως με γάλα κατσίκας ώσπου την παράλλη μέρα ήρθε περαστικός ένας βοσκός από την Κόρινθο, φίλος μου, πολύ καλός άνθρωπος... του λέω βρήκα ένα παρατημένο μωρό, θα το άφησε καμιά που το ’κανε κρυφά, έλα να το δεις... και τότε...


ΦΥΛΑΚΑΣ

... (στην ΚΟΡΗ) ... πρόσεξέ το αυτό...


ΘΕΡΑΠΩΝ

...ποιό...;


ΦΥΛΑΚΑΣ

...τίποτα, συνέχισε...


ΘΕΡΑΠΩΝ

...μου ζητά να του το δώσω να το πάει σ’ ένα δικό του, άτεκνο, που θα το θέλει σαν να ’ναι δώρο Θεού...

[...]


Ιάκωβος Καμπανέλλης. 1994. Θέατρο. Τόμος ΣΤ΄: «Γράμμα στον Ορέστη», «Ο Δείπνος», «Πάροδος Θηβών», «Στη Χώρα Ίψεν», «Ο διάλογος», «Ποιος ήταν ο κύριος ...;», "Ο Κανείς και οι Κύκλωπες". Αθήνα: Κέδρος.