Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Νίκος Καζαντζάκης

Προμηθέας Λυόμενος


(απoσπάσματα)

[...]
ΑΘΗΝΑ
(Στο Θυμό και στη Βία)
Ε σκλάβοι του Θεού φαρμακομύτες!
μη βαργκομάτε, και Θεός προστάζει
με τ’ ατσαλένια χέρια σας να σπάστε
τις αλυσίδες της σκλαβιάς ετούτες.
Εσείς την άγρια αυτή ψυχή στο βράχο
καρφώσατε, και σεις να ξεκαρφώστε·
τι, τ’ άγια δυο που σκούντρηξαν ποτάμια,
Θεός, Τιτάνας, γλύκαναν και σμίξαν.

ΗΡΑΚΛΗΣ
Δεν έχουμε ανάγκη εμείς του Δία!
και δίχως τους κακούργους παραγιούς του,
θα σπούσα μοναχός τις αλυσίδες!

ΑΘΗΝΑ
Ω καρδιά πολυσάλευτη του ανθρώπου!
την αξεθύμαστή σου καμαρώνω
αντραγαθιές γιομάτη ακόμα νιότη·
μα φτάνει πια, καλέ μου, ξεκουράσου!
Τους δώδεκά σου πια τελεύεις άθλους,
να, τούτος ο στερνός, ο πιο μεγάλος—
σκότωσες τ’ όρνιο του Θεού· πιο πέρα
χάσκει ο γκρεμός ο μαύρος, μη ζυγώνεις!

ΗΡΑΚΛΗΣ
Πάντα πιο πέρα είναι ο στερνός μας άθλος·
πάντα πιο μπρος, και τελειωμό δεν έχουν·
είσαι θεά, και ξέρεις τί σου λέω!

ΑΘΗΝΑ
Ω γιε του Κεραυνόχαρου, το ξέρω·
δουλεύει εντός σου ο σπόρος του κυρού σου,
που γκρέμισε στα νιάτα του κι εκείνος
το γέρο τον πατέρα του απ’ το θρόνο.
Ευκή κατάρα κυβερνάει την πλάση—
ο μέγας γιος τον κύρη να σκοτώνει.
Μα βιάζεσαι, είσαι νέος, έχεις δίκιο·
όμως δε βιάζεται ο Καιρός ο γέρος·
αυτός μες στη γυναίκα του τη Γης
βαθιά πολύ τους σπόρους του φυτεύει
και προσδοκάει με υπομονή τα φύτρα·
μην αψηφάς την ’πομονή, καλέ μου!

Ε σκλάβοι τ’ ουρανού, Θυμέ και Βία,
σηκώστε ορθές τις σφύρες σας, βαράτε!
Τα φρύδια μη ζαρώνετε, το θέλει
Εκείνη που κρατάει στα γόνατά της
τη Λευτεριά και τη Σκλαβιά και παίζει!

[...]

ΗΡΑΚΛΗΣ
Αθηνά, καλή ’ναι η γης, θα μείνω·
μείνε κι εσύ μαζί μου, ω Γλαυκομάτα—
καλή ’σαι συνεργάτισσα, μου αρέσεις.

ΑΘΗΝΑ
Για το χατίρι αυτής της γης, της λάσπης,
το μέγαν ουρανό μας απαρνιέσαι;
Ω, τη φωνή θαρρώ γρικώ του αντάρτη
αθάνατη απ’ το σπλάχνο σου να βγαίνει!

ΗΡΑΚΛΗΣ
Το δυο κορμιά, Αθηνά, γενήκαν ένα,
και μια βουλή κι οι δυο ψυχές κρατούνε·
στέναξε ο μέγας Νους ο αντάρτης κι ήρθα—
και πια της έρμης γης μας τον αγώνα
δε θέλω, δεν μπορώ να παρατήσω!

ΩΚΕΑΝΙΔΕΣ
Τ’ αθάνατα, γαλάζα μάτια, ω θάμα!
γλυκά σα να ’ταν μάτια ανθρώπου κλαίνε·
και σκύβουν στο χλωρό της το χορτάρι.

ΣΙΛΗΝΟΣ
Γρικώ την Αθηνά ν’ αναστενάζει!

ΑΘΗΝΑ
Πάμε μαζί στον ουρανό, καλέ μου!

ΗΡΑΚΛΗΣ
Ποιόν ουρανό, Αθηνά μου αγαπημένη;
Γιόμωσε ο μπλάβος ουρανός με χώμα,
το χώμα γίνηκε ουρανός, σκορπίστηκε
η καταχνιά, και βλέπουμε πως είναι
το στήθος μας το μέγα Ολυμποβούνι.
Για το στερνό, Αθηνά, κινώ τον άθλο,
που μου μπιστεύτη ο πρόγονος αντάρτης:
με το Θεό τον άνθρωπο να σμίξω
όχι στον ουρανό, στη γης ετούτη·
και να κοιτώ κατάματα τη Μοίρα,
το σκοτεινό γκρεμό, χωρίς να τρέμω·
να τον κοιτώ, να τον κοιτώ, ν’ αυξαίνει
περήφανη, όλο πείσμα, η δύναμή μου!
Τέτοιο, βαρύ το νέο μπροστά μου χρέος.
Συμπάθα με, θεά, το χέρι απλώνω
κι από τον ώμο το δεξό σε αρπάζω·
εδώ στη γης μαζί μου πια θα μείνεις,
γυναίκα μου, συντρόφισσα, κυρά μου,
με το κρυφό σου τ’ όνομα Αρμονία!
(Ακούγεται στον κατακάθαρο ουρανό ήσυχη γλυκιά βροντή.)

ΣΙΛΗΝΟΣ
Όχι, βροντή δεν είναι αυτή, μόν’ χάδι·
τυφλή, κουφή, βουβή χαδεύει η Μοίρα,
σα λιόντισσα λεχούνα, κι αναγλείφει
μουγκρίζοντας το νιο λιοντόπουλό της...

ΩΚΕΑΝΙΔΕΣ
α΄ Τον Ηρακλή
β΄ Την Αθηνά!
γ΄ Το νέο ζευγάρι!

ΠΑΝΑΣ
Μάνα,
ω Μάνα Γης!
Στα σγουρά, στα χλωρά φυλλοκάρδια σου
σεριανώ κι αφουκράζουμαι·
ναι, γερνούν οι θεοί και διαβαίνουνε,
ναι, πονούν οι θνητοί και σωπαίνουνε·
πατωσιές τα φιλιά, τα μυαλά, τα κουφάρια
μεγαλώνουν, παχαίνουν τη φλούδα σου,
κι ο χαμός των αθάνατων
στο χαμό των θνητών αποκρίνεται!
Μάνα,
ω Μάνα Γης!
μόνο το Αχ! μες στο σπλάχνο μας,
μόνο το Αχ! μες στο σπλάχνο μας,
μόνο το Αχ! μες στο σπλάχνο μας,
ανανιώνει, ανανιώνεται αθάνατο!

Νίκος Καζαντζάκης. 1964. Θέατρο. Τόμ. Α΄: Τραγωδίες με αρχαία θέματα. «Προμηθέας Πυρφόρος», «Προμηθέας Δεσμώτης», «Προμηθέας Λυόμενος», «Κούρος», «Οδυσσέας», "Μέλισσα". 2η έκδ. Αθήνα: Ελ. Καζαντζάκη [1η έκδ.: Αθήνα: Δίφρος, 1955].