Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

215. – Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν §§ 41-45, 61-62

Η πραγματεία του Λουκιανού Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν αποτελεί το μοναδικό συστηματικό έργο για την ιστοριογραφία που έχει σωθεί από την αρχαιότητα. Έχει χαρακτήρα επιστολής και η συγγραφή τοποθετείται στο 166 μ.Χ. Αφορμή για τη συγγραφή του έργου στάθηκε η εμφάνιση πληθώρας ιστοριογραφικών έργων μετά τον πόλεμο του Ρωμαίου αυτοκράτορα Βήρου εναντίον των Πάρθων (162-166 μ.Χ.), τα οποία εγκωμίαζαν χωρίς μέτρο τα κατορθώματα των Ρωμαίων, επιδεικνύοντας αρκετές φορές κακό γούστο. Ο Λουκιανός, αφού στο πρώτο μέρος αναφέρεται -συχνά με εύθυμη διάθεση- στα λάθη των συγχρόνων του ιστορικών, δίνει στο δεύτερο μέρος με συστηματικότερο τρόπο συμβουλές προς τους επίδοξους ιστορικούς. Δύο κύριες ιδιότητες πρέπει να διαθέτει, σύμφωνα με τον Λουκιανό, ο καλός ιστορικός: «πολιτική σκέψη και συγγραφική ικανότητα. Η πρώτη είναι δώρο της φύσης που δεν διδάσκεται, ενώ η συγγραφική ικανότητα μπορεί να αποκτηθεί με πολλή άσκηση, συνεχή κόπο και μίμηση των αρχαίων» (§ 34). Ακολουθώντας τον Θουκυδίδη, αναγνωρίζει ως βασικό στόχο της ιστορίας, της οποίας το έργο αντιδιαστέλλει από αυτό της ρητορικής, την ωφέλεια των αναγνωστών με την έκθεση της αλήθειας, ενώ παράλληλα ψέγει την άκριτη μίμηση των κλασικών προτύπων.

[41] τοιοῦτος οὖν μοι ὁ συγγραφεύς. ἔστω ἄφοβος, ἀδέκαστος, ἐλεύθερος, παρρησίας καὶ ἀληθείας φίλος, ὡς ὁ κωμικός φησίν, τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάσων, οὐ μίσει οὐδὲ φιλίᾳ νέμων οὐδὲ φειδόμενος ἢ ἐλεῶν ἢ αἰσχυνόμενος ἢ δυσωπούμενος, ἴσος δικαστής, εὔνους ἅπασιν ἄχρι τοῦ μὴ θατέρῳ τι ἀπονεῖμαι πλεῖον τοῦ δέοντος, ξένος ἐν τοῖς βιβλίοις καὶ ἄπολις, αὐτόνομος, ἀβασίλευτος, οὐ τί τῷδε ἢ τῷδε δόξει λογιζόμενος, ἀλλὰ τί πέπρακται λέγων.

[42] ὁ δ᾽ οὖν Θουκυδίδης εὖ μάλα ταῦτ᾽ ἐνομοθέτησεν καὶ διέκρινεν ἀρετὴν καὶ κακίαν συγγραφικήν, ὁρῶν μάλιστα θαυμαζόμενον τὸν Ἡρόδοτον ἄχρι τοῦ καὶ Μούσας κληθῆναι αὐτοῦ τὰ βιβλία. κτῆμά τε γάρ φησιν μᾶλλον ἐς ἀεὶ συγγράφειν ἤπερ ἐς τὸ παρὸν ἀγώνισμα, καὶ μὴ μυθῶδες ἀσπάζεσθαι ἀλλὰ τὴν ἀλήθειαν τῶν γεγενημένων ἀπολείπειν τοῖς ὕστερον. καὶ ἐπάγει τὸ χρήσιμον καὶ ὃ τέλος ἄν τις εὖ φρονῶν ὑπόθοιτο ἱστορίας, ὡς εἴ ποτε καὶ αὖθις τὰ ὅμοια καταλάβοι, ἔχοιεν, φησί, πρὸς τὰ προγεγραμμένα ἀποβλέποντες εὖ χρῆσθαι τοῖς ἐν ποσί.

[43] καὶ τὴν μὲν γνώμην τοιαύτην ἔχων ὁ συγγραφεὺς ἡκέτω μοι, τὴν δὲ φωνὴν καὶ τὴν τῆς ἑρμηνείας ἰσχύν, τὴν μὲν σφοδρὰν ἐκείνην καὶ κάρχαρον καὶ συνεχῆ ταῖς περιόδοις καὶ ἀγκύλην ταῖς ἐπιχειρήσεσιν καὶ τὴν ἄλλην τῆς ῥητορείας δεινότητα μὴ κομιδῇ τεθηγμένος ἀρχέσθω τῆς γραφῆς, ἀλλ᾽ εἰρηνικώτερον διακείμενος. καὶ ὁ μὲν νοῦς σύστοιχος ἔστω καὶ πυκνός, ἡ λέξις δὲ σαφὴς καὶ πολιτική, οἵα ἐπισημότατα δηλοῦν τὸ ὑποκείμενον.

[44] ὡς γὰρ τῇ γνώμῃ τοῦ συγγραφέως σκοποὺς ὑπεθέμεθα παρρησίαν καὶ ἀλήθειαν, οὕτω δὲ καὶ τῇ φωνῇ αὐτοῦ εἷς σκοπὸς ὁ πρῶτος, σαφῶς δηλῶσαι καὶ φανότατα ἐμφανίσαι τὸ πρᾶγμα, μήτε ἀπορρήτοις καὶ ἔξω πάτου ὀνόμασι μήτε τοῖς ἀγοραίοις τούτοις καὶ καπηλικοῖς, ἀλλ᾽ ὡς μὲν τοὺς πολλοὺς συνεῖναι, τοὺς δὲ πεπαιδευμένους ἐπαινέσαι. καὶ μὴν καὶ σχήμασι κεκοσμήσθω ἀνεπαχθέσι καὶ τὸ ἀνεπιτήδευτον μάλιστα ἔχουσιν, ἐπεὶ τοῖς κατηρτυμένοις τῶν ζωμῶν ἐοικότας ἀποφαίνει τοὺς λόγους.

[45] καὶ ἡ μὲν γνώμη κοινωνείτω καὶ προσαπτέσθω τι καὶ ποιητικῆς παρ᾽ ὅσον μεγαληγόρος καὶ διηρμένη καὶ ἐκείνη, καὶ μάλισθ᾽ ὁπόταν παρατάξεσι καὶ μάχαις καὶ ναυμαχίαις συμπλέκηται· δεήσει γὰρ τότε ποιητικοῦ τινος ἀνέμου ἐπουριάσοντος τὰ ἀκάτια καὶ συνδιοίσοντος ὑψηλὴν καὶ ἐπ᾽ ἄκρων τῶν κυμάτων τὴν ναῦν. ἡ λέξις δὲ ὅμως ἐπὶ γῆς βεβηκέτω, τῷ μὲν κάλλει καὶ τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων συνεπαιρομένη καὶ ὡς ἔνι μάλιστα ὁμοιουμένη, ‹μὴ› ξενίζουσα δὲ μηδ᾽ ὑπὲρ τὸν καιρὸν ἐνθουσιῶσα. κίνδυνος γὰρ αὐτῇ τό τε μέγιστον παρακινῆσαι καὶ κατενεχθῆναι ἐς τὸν τῆς ποιητικῆς κορύβαντα, ὥστε μάλιστα πειστέον τηνικαῦτα τῷ χαλινῷ καὶ σωφρονητέον, εἰδότας ὡς ἱπποτυφία τις καὶ ἐν λόγοις πάθος οὐ μικρὸν γίγνεται. ἄμεινον οὖν ἐφ᾽ ἵππου ὀχουμένῃ τότε τῇ γνώμῃ τὴν ἑρμηνείαν πεζῇ συμπαραθεῖν, ἐχομένην τοῦ ἐφιππίου ὡς μὴ ἀπολείποιτο τῆς φορᾶς.

…………………………………………………………

[61] τὸ δ᾽ ὅλον ἐκείνου μοι μέμνησο —πολλάκις γὰρ τοῦτο ἐρῶ— καὶ μὴ πρὸς τὸ παρὸν μόνον ὁρῶν γράφε ὡς οἱ νῦν ἐπαινέσονταί σε καὶ τιμήσουσιν, ἀλλὰ τοῦ σύμπαντος αἰῶνος ἐστοχασμένος πρὸς τοὺς ἔπειτα μᾶλλον σύγγραφε καὶ παρ᾽ ἐκείνων ἀπαίτει τὸν μισθὸν τῆς γραφῆς, ὡς λέγηται περὶ σοῦ, «ἐκεῖνος μέντοι ἐλεύθερος ἀνὴρ ἦν καὶ παρρησίας μεστός, οὐδὲν οὐδὲ κολακευτικὸν οὐδὲ δουλοπρεπὲς ἀλλ᾽ ἀλήθεια ἐπὶ πᾶσι.» τοῦτ᾽, εἰ σωφρονοῖ τις, ὑπὲρ {τὰς} πάσας τὰς νῦν ἐλπίδας θεῖτο ἄν, οὕτως ὀλιγοχρονίους οὔσας.

[62] ὁρᾷς τὸν Κνίδιον ἐκεῖνον ἀρχιτέκτονα οἷον ἐποίησεν; οἰκοδομήσας γὰρ τὸν ἐπὶ τῇ Φάρῳ πύργον, μέγιστον καὶ κάλλιστον ἔργον ἁπάντων, ὡς πυρσεύοιτο ἀπ᾽ αὐτοῦ τοῖς ναυτιλλομένοις ἐπὶ πολὺ τῆς θαλάττης καὶ μὴ καταφέροιντο ἐς τὴν Παραιτονίαν, παγχάλεπον, ὥς φασιν, οὖσαν καὶ ἄφυκτον εἴ τις ἐμπέσοι ἐς τὰ ἕρματα— οἰκοδομήσας οὖν τὸ ἔργον ἔνδοθεν μὲν κατὰ τῶν λίθων τὸ αὑτοῦ ὄνομα ἐπέγραψεν, ἐπιχρίσας δὲ τιτάνῳ καὶ ἐπικαλύψας ἐπέγραψε τοὔνομα τοῦ τότε βασιλεύοντος, εἰδώς, ὅπερ καὶ ἐγένετο, πάνυ ὀλίγου χρόνου συνεκπεσούμενα μὲν τῷ χρίσματι τὰ γράμματα ἐκφανησόμενον δέ, «Σώστρατος Δεξιφάνους Κνίδιος θεοῖς σωτῆρσιν ὑπὲρ τῶν πλοϊζομένων.» οὕτως οὐδ᾽ ἐκεῖνος ἐς τὸν τότε καιρὸν οὐδὲ τὸν αὑτοῦ βίον τὸν ὀλίγον ἑώρα, ἀλλ᾽ εἰς τὸν νῦν καὶ τὸν ἀεί, ἄχρι ἂν ἑστήκῃ ὁ πύργος καὶ μένῃ αὐτοῦ ἡ τέχνη.

[41] Τέτοιος λοιπόν πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι ο ιστορικός: άφοβος, αδέκαστος, ελεύθερος, φίλος της παρρησίας και της αλήθειας, να ονομάζει «τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη», όπως λέει και ο κωμικός ποιητής, χωρίς να ικανοποιεί το μίσος ή τη φιλία, χωρίς να λυπάται ή να αισθάνεται οίκτο ή ντροπή ή να πτοείται. Να είναι δίκαιος δικαστής, ευνοϊκά διατεθειμένος προς όλους έως το σημείο να μην παραχωρεί περισσότερο από όσο πρέπει, ξένος και χωρίς πατρίδα στα βιβλία του, ανεξάρτητος, χωρίς να υπακούει σε κανένα βασιλιά, ούτε να υπολογίζει τι εντύπωση θα σχηματίσει ο ένας ή ο άλλος αλλά να γράφει ό,τι έγινε.

[42] Ο Θουκυδίδης πολύ εύστοχα θέσπισε αυτούς τους κανόνες και διέκρινε τα προτερήματα του ιστορικού από τα ελαττώματα βλέποντας πόσο θαυμάστηκε ο Ηρόδοτος, ώστε τα βιβλία του να ονομαστούν Μούσες. Και λέει ότι έγραψε την ιστορία του περισσότερο για να μείνει αιώνιο κτήμα παρά έργο επίκαιρου διαγωνισμού και ότι δεν προτιμά το μυθικό στοιχείο, αλλά κληροδοτεί στους μεταγενέστερους την αλήθεια των γεγονότων. Αναφέρει ακόμη τη χρησιμότητα της ιστορίας και ποιος πρέπει να είναι ο σκοπός της για κάθε συνετό άνθρωπο, ώστε, αν ποτέ συμβούν και πάλι παρόμοια γεγονότα, θα μπορεί στρέφοντας το βλέμμα προς τα παρελθόντα να αντιμετωπίσει σωστά τα παρόντα.

[43] Τέτοιο τρόπο σκέψεως λοιπόν αν έχει ο συγγραφέας, ας έρθει σ᾽ εμένα. Όσο για τη γλώσσα και την εκφραστική δύναμη, δεν πρέπει να ξεκινήσει το γράψιμο με πολύ ορμητικό ύφος υιοθετώντας τη σφοδρή εκείνη και αιχμηρή και μακροπερίοδη και περίπλοκη στα επιχειρήματα και τα λοιπά τεχνάσματα ρητορική δεξιοτεχνία, αλλά με νηφάλια διάθεση. Η σκέψη του πρέπει να έχει συνοχή και να είναι πυκνή, το λεκτικό να έχει σαφήνεια και να ταιριάζει σε πολιτικές υποθέσεις κατά τρόπο που να εκφράζει με απόλυτη ακρίβεια το θέμα.

[44] Γιατί, όπως για τη σκέψη του συγγραφέα θέσαμε ως σκοπό την παρρησία και την αλήθεια, έτσι και για τη γλώσσα του πρώτος σκοπός πρέπει να είναι να δηλώσει με σαφήνεια και να εκθέσει με διαύγεια το ζήτημα χωρίς σπάνιες και ασυνήθιστες λέξεις ούτε με αγοραίες και φτηνές, αλλά τέτοιες, που το πλήθος να καταλαβαίνει και οι μορφωμένοι να επαινούν. Επίσης να στολίζει τους λόγους του με σχήματα απλά και ανεπιτήδευτα, επειδή διαφορετικά οι λόγοι του θα μοιάζουν με υπερβολικά καρυκευμένες σούπες.

[45] Η σκέψη του συγγραφέα ας συμμετέχει και ας προσεγγίζει κάπως την ποίηση και ας είναι, όπως και εκείνη, μεγαλόπρεπη και υψηλή και μάλιστα όταν ασχολείται με παρατάξεις, μάχες και ναυμαχίες. Τότε θα χρειαστεί ένας ποιητικός άνεμος να φουσκώνει τα πανιά και να σηκώσει μαζί του το καράβι ψηλά στις κορυφές των κυμάτων. Η έκφραση όμως καλύτερα ας πατάει στη γη· μπορεί να ανυψώνεται στο κάλλος και στο μεγαλείο των ιστορουμένων και να εξομοιώνεται, όσο είναι δυνατό, με αυτά χωρίς όμως να ξενίζει και να ενθουσιάζει άκαιρα. Γιατί υπάρχει γι᾽ αυτήν κίνδυνος και να φτάσει σε μεγάλη έξαψη και να περιπέσει στην ποιητική μανία. Επομένως θα πρέπει να υπακούσει στο χαλινάρι και να είναι φρόνιμη γνωρίζοντας ότι η υπερβολική υπερηφάνεια και στα λόγια ακόμα δεν είναι μικρή αρρώστια. Το καλύτερο λοιπόν είναι, ενώ η σκέψη πηγαίνει έφιππη, η έκφραση να πορεύεται πλάι της πεζή κρατώντας τη σέλλα, για να μη μείνει πολύ πίσω.

..............................................................................

[61] Γενικά να θυμάσαι εκείνο -και θα στο πω πολλές φορές- να γράφεις αποβλέποντας όχι μόνο στο παρόν για να σε επαινέσουν και να σε τιμήσουν οι σύγχρονοί σου, αλλά, έχοντας στόχο την αιωνιότητα, γράφε για τους επερχομένους και από εκείνους να απαιτήσεις την αμοιβή για το έργο σου, ώστε να λένε για σένα: «Εκείνος ήταν ελεύθερος άνθρωπος και γεμάτος θάρρος, χωρίς να λέει κολακείες ούτε δουλοπρεπείς εκφράσεις αλλά την αλήθεια σε όλα». Αυτό τον κανόνα πρέπει κάθε φρόνιμος να τοποθετεί πάνω από όλες τις ελπίδες του παρόντος, που είναι τόσο βραχυχρόνιες.

[62] Θυμάσαι τι έκανε ο αρχιτέκτονας εκείνος από την Κνίδο; Έχτισε τον πύργο στη νήσο Φάρο,1 μέγιστο και κάλλιστο έργο, για να φωτίζονται από αυτό οι ναυτιλλόμενοι σε μεγάλη απόσταση μέσα στη θάλασσα, και να μην παρασύρονται στην Παραιτονία,2 ακτή πολύ δύσκολη, όπως λένε, που δε γλύτωνες αν έπεφτες στους βράχους της. Αφού λοιπόν έχτισε το έργο, έγραψε από μέσα, επάνω στην πέτρα, το όνομά του και κατόπιν το έχτισε με γύψο και το κάλυψε γράφοντας το όνομα του τότε βασιλιά, ξέροντας, όπως και έγινε, ότι σε λίγο χρόνο τα γράμματα θα πέσουν μαζί με το επίχρισμα και θα φανεί το Σώστρατος Δεξιφάνους Κνίδιος θεοῖς σωτῆρσιν ὑπὲρ τῶν πλοϊζομένων.3 Έτσι ούτε εκείνος απέβλεπε στις τότε περιστάσεις ούτε στη σύντομη ζωή του, αλλά στη σημερινή εποχή και στη μελλοντική, όσο ο πύργος θα στέκεται όρθιος και θα διατηρείται η τέχνη του.

 

(μετάφραση Β. Τσακατίκας)

 

1 Πρόκειται για το νησάκι μπροστά στην Αλεξάνδρεια, το οποίο συνδεόταν με στενή λωρίδα γης με την ξηρά. Επί Πτολεμαίου Β΄ του Φιλάδελφου ανατέθηκε (γύρω στο 280 π.Χ.) στον αρχιτέκτονα Σώστρατο από την Κνίδο να κτίσει τον περίφημο φάρο.

2 Πόληκαι λιμάνι της Αιγύπτου, περ. 300 χλμ. δυτικά της Αλεξάνδρειας.

3 «Ο Σώστρατος, ο γιος του Δεξιφάνη, από την Κνίδο στους θεούς σωτήρες υπέρ των πλεόντων».