Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΥΠΕΡΕΙΔΗΣ

130. – Ἐπιτάφιος §§ 41-43

Όταν το 323 π.Χ. έφτασε στην Αθήνα η είδηση για τον θάνατο του Αλεξάνδρου, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να εξεγερθούν εναντίον των Μακεδόνων. Στη λήψη της απόφασης αυτής, στην οποία εναντιώθηκαν ανεπιτυχώς ισχυροί Αθηναίοι πολιτικοί, πρωτοστάτησε ο ορκισμένος εχθρός των Μακεδόνων Υπερείδης και ο στρατηγός Λεωσθένης, ο οποίος ετέθη επικεφαλής του αντιμακεδονικού αγώνα. Ο Λεωσθένης προσεταιρίστηκε τους Αιτωλούς, τους Λοκρούς και τους Φωκείς, κατέλαβε τις Θερμοπύλες, νίκησε αρχικά τους Βοιωτούς και την εγκατεστημένη στη Θήβα μακεδονική φρουρά κοντά στις Πλαταιές και αργότερα, κοντά στην Ηράκλεια, τον ίδιο τον Αντίπατρο, που τον ανάγκασε να κλειστεί στη Λαμία. Στη διάρκεια της πολιορκίας σκοτώθηκε ο Λεωσθένης στις αρχές του 322 π.Χ.. Την άνοιξη του ίδιου έτους οι Αθηναίοι ανέθεσαν στον Υπερείδη, που λίγους μήνες αργότερα θα εκτελεστεί από τον Αντίπατρο, να εκφωνήσει τον επιτάφιο, που τον εγκωμιάζει ιδιαίτερα ένας κριτικός της ολκής του Ψευδο-Λογγίνου.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι ο ακρωτηριασμένος επίλογος του λόγου, όπου ο ρήτορας προσπαθεί να παρηγορήσει τους οικείους των νεκρών, παρ᾽ όλο που γνωρίζει και τονίζει πόσο δύσκολη είναι η παρηγορία.

[41] χαλεπὸν μὲν ἴσως ἐστὶ τοὺς ἐν τοῖς τοιούτοις ὄντας πάθεσι παραμυθεῖσθαι. τὰ γὰρ πένθη οὔτε λόγῳ οὔτε νόμῳ κοιμίζεται, ἀλλ᾽ ἡ φύσις ἑκάστου καὶ φιλία πρὸς τὸν τελευτήσαντα ‹τὸν› ὁρισμὸν ἔχει τοῦ λυπεῖσθαι. ὅμως δὲ χρὴ θαρρεῖν καὶ τῆς λύπης παραιρεῖν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον, καὶ μεμνῆσθαι μὴ μόνον τοῦ θανάτου τῶν τετελευτηκότων, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀρετῆς ἧς καταλελοίπασιν. [42] οὐ γὰρ θρήνων ἄξια πεπόνθασιν, ἀλλ᾽ ἐπαίνων μεγάλων πεποιήκασιν. εἰ δὲ γήρως θνητοῦ μὴ μετέσχον, ἀλλ᾽ εὐδοξίαν ἀγήρατον εἰλήφασιν, εὐδαίμονές τε γεγόνασι κατὰ πάντα. ὅσοι μὲν γὰρ αὐτῶν ἄπαιδες τετελευτήκασιν, οἱ παρὰ τῶν Ἑλλήνων ἔπαινοι παῖδες αὐτῶν ἀθάνατοι ἔσονται. ὅσοι δὲ παῖδας καταλελοίπασιν, ἡ τῆς πατρίδος εὔνοια ἐπίτροπος αὐτοῖς τῶν παίδων καταστήσεται. [43] πρὸς δὲ τούτοις, εἰ μέν ἐστι τὸ ἀποθανεῖν ὅμοιον τῷ μὴ γενέσθαι, ἀπηλλαγμένοι εἰσὶ νόσων καὶ λύπης καὶ τῶν ἄλλων τῶν προσπιπτόντων εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον· εἰ δ᾽ ἔστιν αἴσθησις ἐν Ἅιδου καὶ ἐπιμέλεια παρὰ τοῦ δαιμονίου, ὥσπερ ὑπολαμβάνομεν, εἰκὸς τοὺς ταῖς τιμαῖς τῶν θεῶν καταλυομέναις βοηθήσαντας πλείστης κηδεμονίας ὑπὸ τοῦ δαιμονίου τυγχάνειν….

[41] Είναι ίσως δύσκολο να παρηγορηθούν άνθρωποι που τους χτύπησαν τόσο βαριές συμφορές. Τα πένθη δεν ανακουφίζονται ούτε με λόγους ούτε με νόμους. Το μέγεθος της λύπης καθορίζεται από το χαρακτήρα του καθενός μας και την αγάπη που είχε για το νεκρό. Και όμως· πρέπει να δείξουμε θάρρος, να μετριάσουμε, όσο μπορούμε, τον πόνο μας, και να μην έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας το θάνατο των αγαπημένων μας προσώπων αλλά και την αρετή που άφησαν φεύγοντας από τον κόσμο αυτόν. [42] Γιατί δεν έχουν πάθει μόνο συμφορές που αξίζουν το θρήνο, αλλά έχουν κάνει και έργα που αξίζουν τον έπαινο. Βεβαίως δεν έζησαν ώς τα βαθιά γεράματα, κέρδισαν εντούτοις καλή φήμη που θα παραμείνει αγέραστη και έτσι πάντα θα καλοτυχίζονται. Όσοι πέθαναν χωρίς να αφήσουν απογόνους, θα έχουν τέκνα αθάνατα τους επαίνους των Ελλήνων. Όσοι άφησαν παιδιά ορφανά, η εύνοια της πατρίδας θα τα κηδεμονεύσει. [43] Αλλά και ακόμη· αν ο θάνατος είναι σαν να μην είχε ο άνθρωπος ποτέ γεννηθεί, έχουν οι νεκροί μας απαλλαγεί από τις αρρώστιες, τις στενοχώριες και τα άλλα δυσάρεστα που λυμαίνονται την ανθρώπινη ζωή. Και τέλος, αν όπως θέλουμε να πιστεύουμε, οι νεκροί έχουν στον Άδη τη δική τους ζωή, αν η θεότητα τους φροντίσει, τότε είναι φυσικό ότι ιδιαίτερη αγάπη θα δείξει σ᾽ αυτούς που υπερασπίστηκαν τις τιμές των θεών όταν κινδύνευαν να καταργηθούν.

(μετάφραση Μ. Ζ. Κοπιδάκης)