Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

126. – Κατὰ Φιλίππου Α᾽ §§ 35-40

Ο πρώτος λόγος Κατά Φιλίππου εκφωνήθηκε πιθανότατα το 349 π.Χ.. Ο Φίλιππος, από το 357 π.Χ., όταν κατέλαβε την Αμφίπολη, βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Αθηναίους, την παρουσία και την επιρροή των οποίων στη βόρεια Ελλάδα είχε καταφέρει ενδιαμέσως να συρρικνώσει ουσιαστικά, ενώ παράλληλα είχε διεισδύσει προς τον Νότο. Λίγο πριν από την εκφώνηση του λόγου, είχε αναμιχθεί αποφασιστικά στα πράγματα της Θράκης και πολιορκούσε το Ηραίο τείχος στα βόρεια της Προποντίδας. Η πολιορκία αυτή και ο έλεγχος των ζωτικής σημασίας για τις αθηναϊκές εισαγωγές Στενών φαίνεται ότι σήμανε συναγερμό στην Αθήνα. Ο Δημοσθένης επικρίνει τους Αθηναίους για την τακτική που ακολούθησαν έως τώρα, αλλά δεν θεωρεί την υπόθεση χαμένη, αν αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος. Προτείνει να συγκροτηθούν -με τη συμμετοχή τουλάχιστον κατά 1/4 και Αθηναίων πολιτών- δύο στρατιωτικά σώματα, τα οποία θα παρενοχλούν τον Φίλιππο στην ξηρά και θα του επιτίθενται στη χώρα του με ναυτική δύναμη, ώστε να του αφαιρέσουν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Καταθέτει επίσης εισήγηση για την εξασφάλιση χρημάτων.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα συμβουλευτικού λόγου του Δημοσθένη, αξιοπρόσεκτο και για τον τρόπο επιχειρηματολογίας και για το χαρακτηριστικό δημοσθενικό ύφος και τη δραστική ειρωνεία.

[35] καίτοι τί δήποτ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, νομίζετε τὴν μὲν τῶν Παναθηναίων ἑορτὴν καὶ τὴν τῶν Διονυσίων ἀεὶ τοῦ καθήκοντος χρόνου γίγνεσθαι, ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τ᾽ ἰδιῶται οἱ τούτων ἑκατέρων ἐπιμελούμενοι, εἰς ἃ τοσαῦτ᾽ ἀναλίσκεται χρήματα, ὅσ᾽ οὐδ᾽ εἰς ἕνα τῶν ἀποστόλων, καὶ τοσοῦτον ὄχλον καὶ παρασκευὴν ὅσην οὐκ οἶδ᾽ εἴ τι τῶν ἁπάντων ἔχει, τοὺς δ᾽ ἀποστόλους πάντας ὑμῖν ὑστερίζειν τῶν καιρῶν, τὸν εἰς Μεθώνην, τὸν εἰς Παγασάς, τὸν εἰς Ποτείδαιαν; [36] ὅτι ἐκεῖνα μὲν ἅπαντα νόμῳ τέτακται, καὶ πρόοιδεν ἕκαστος ὑμῶν ἐκ πολλοῦ τίς χορηγὸς ἢ γυμνασίαρχος τῆς φυλῆς, πότε καὶ παρὰ τοῦ καὶ τί λαβόντα τί δεῖ ποιεῖν, οὐδὲν ἀνεξέταστον οὐδ᾽ ἀόριστον ἐν τούτοις ἠμέληται· ἐν δὲ τοῖς περὶ τοῦ πολέμου καὶ τῇ τούτου παρασκευῇ ἄτακτα, ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ᾽ ἅπαντα. τοιγαροῦν ἅμ᾽ ἀκηκόαμέν τι καὶ τριηράρχους καθίσταμεν καὶ τούτοις ἀντιδόσεις ποιούμεθα καὶ περὶ χρημάτων πόρου σκοποῦμεν, καὶ μετὰ ταῦτ᾽ ἐμβαίνειν τοὺς μετοίκους ἔδοξε καὶ τοὺς χωρὶς οἰκοῦντας, εἶτ᾽ αὐτοὺς πάλιν, εἶτ᾽ ἀντεμβιβάζειν, εἶτ᾽ ἐν ὅσῳ ταῦτα μέλλεται, προαπόλωλεν τὸ ἐφ᾽ ὃ ἂν ἐκπλέωμεν· [37] τὸν γὰρ τοῦ πράττειν χρόνον εἰς τὸ παρασκευάζεσθαι ἀναλίσκομεν, οἱ δὲ τῶν πραγμάτων οὐ μένουσι καιροὶ τὴν ἡμετέραν βραδυτῆτα καὶ εἰρωνείαν. ἃς δὲ τὸν μεταξὺ χρόνον δυνάμεις οἰόμεθ᾽ ἡμῖν ὑπάρχειν, οὐδὲν οἷαί τ᾽ οὖσαι ποιεῖν ἐπ᾽ αὐτῶν τῶν καιρῶν ἐξελέγχονται. ὁ δ᾽ εἰς τοῦθ᾽ ὕβρεως ἐλήλυθεν ὥστ᾽ ἐπιστέλλειν Εὐβοεῦσιν ἤδη τοιαύτας ἐπιστολάς.

ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΙΣ

[38] τούτων, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τῶν ἀνεγνωσμένων ἀληθῆ μέν ἐστι τὰ πολλά, ὡς οὐκ ἔδει, οὐ μὴν ἀλλ᾽ ἴσως οὐχ ἡδέ᾽ ἀκούειν. ἀλλ᾽ εἰ μέν, ὅσ᾽ ἄν τις ὑπερβῇ τῷ λόγῳ, ἵνα μὴ λυπήσῃ, καὶ τὰ πράγμαθ᾽ ὑπερβήσεται, δεῖ πρὸς ἡδονὴν δημηγορεῖν· εἰ δ᾽ ἡ τῶν λόγων χάρις, ἂν ᾖ μὴ προσήκουσα, ἔργῳ ζημία γίγνεται, αἰσχρόν ἐστι φενακίζειν ἑαυτούς, καὶ ἅπαντ᾽ ἀναβαλλομένους ἃν ᾖ δυσχερῆ πάντων ὑστερεῖν τῶν ἔργων, [39] καὶ μηδὲ τοῦτο δύνασθαι μαθεῖν, ὅτι δεῖ τοὺς ὀρθῶς πολέμῳ χρωμένους οὐκ ἀκολουθεῖν τοῖς πράγμασιν, ἀλλ᾽ αὐτοὺς ἔμπροσθεν εἶναι τῶν πραγμάτων, καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον ὥσπερ τῶν στρατευμάτων ἀξιώσειέ τις ἂν τὸν στρατηγὸν ἡγεῖσθαι, οὕτω καὶ τῶν πραγμάτων τοὺς βουλευομένους, ἵν᾽ ἃν ἐκείνοις δοκῇ, ταῦτα πράττηται καὶ μὴ τὰ συμβάντ᾽ ἀναγκάζωνται διώκειν. [40] ὑμεῖς δ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πλείστην δύναμιν ἁπάντων ἔχοντες, τριήρεις, ὁπλίτας, ἱππέας, χρημάτων πρόσοδον, τούτων μὲν μέχρι τῆς τήμερον ἡμέρας οὐδενὶ πώποτ᾽ εἰς δέον τι κέχρησθε, οὐδὲν δ᾽ ἀπολείπετε, ὥσπερ οἱ βάρβαροι πυκτεύουσιν, οὕτω πολεμεῖν Φιλίππῳ. καὶ γὰρ ἐκείνων ὁ πληγεὶς ἀεὶ τῆς πληγῆς ἔχεται, κἂν ἑτέρωσε πατάξῃ τις, ἐκεῖσ᾽ εἰσὶν αἱ χεῖρες· προβάλλεσθαι δ᾽ ἢ βλέπειν ἐναντίον οὔτ᾽ οἶδεν οὔτ᾽ ἐθέλει.

[35] Γιατί όμως, άνδρες Αθηναίοι, νομίζετε ότι οι μεν γιορτές των Παναθηναίων και των Διονυσίων1 πάντα τελούνται στη σωστήν ημερομηνία, είτε είναι έμπειροι, είτε άπειροι οι επιφορτισμένοι με τη φροντίδα της μιας ή της άλλης γιορτής, και γι᾽ αυτές ξοδεύονται τόσα χρήματα όσα για καμιά σας εκστρατεία και γίνεται τέτοια αναστάτωση και τόση ετοιμασία, όση δεν ξέρω να γίνεται σε καμιάν άλλην περίσταση, ενώ οι πολεμικές σας εξορμήσεις πάντοτε αργοπορούν και στη Μεθώνη και στις Παγασές και στην Ποτείδαια;2

[36] Διότι εκείνα μεν κανονίζονται από το νόμο και καθένας σας ξέρει από πολύ πριν ποιος είναι ο χορηγός, ποιος ο γυμνασίαρχος3 της φυλής του· ξέρει τι έχει να λάβει και πότε και από ποιον, και αφού λάβει, τι πρέπει να πράξει. Τίποτα δεν αφέθηκε ανεξέταστο και αόριστο. Στα ζητήματα όμως του πολέμου και της προπαρασκευής του όλα είναι ακατάστατα, ανοργάνωτα και αόριστα. Έτσι όταν πληροφορηθούμε κάτι, και τριηράρχους ορίζομε και κανονίζομε τις αντιδόσεις4 και φροντίζομε για την εξεύρεση χρημάτων και μετά αποφασίζομε να επιβιβάσομε τους μετοίκους και τους απελεύθερους και ύστερα πάλι τους εαυτούς μας και τέλος τους υποκαταστάτους μας.5

[37] Και ενόσω χάνεται καιρός για όλα αυτά, ο σκοπός για τον οποίο επρόκειτο να πλεύσομε έχει κιόλας ματαιωθεί. Το χρόνο που έπρεπε να δράσομε, τον καταναλίσκομε σε προετοιμασίες. Οι ευκαιρίες που προσφέρουν τα πράγματα, δεν περιμένουν τις αργοπορίες και τις υποκριτικές προφάσεις μας. Έτσι με τις δυνάμεις, στις οποίες εν τω μεταξύ υπολογίζομε, αποδεικνύεται πως τίποτα πια δεν μπορεί να κάνομε, όταν σημάνει η ώρα της δράσης. Εκείνος δε έφθασε σε τέτοιο σημείο αλαζονείας, ώστε να στέλνει επιστολές6 στους Ευβοείς, σαν και τούτην:

ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

[38] Άνδρες Αθηναίοι, από αυτά που διαβάσθηκαν τα πιο πολλά είναι αληθινά -μακάρι να μην ήταν- και θαρρώ πως δεν είναι και ευχάριστα να τα ακούτε. Και αν όσα κανείς θα διέγραφε από τα λόγια του, για να μην σας λυπήσει, μπορούσε να τα διαγράψει και από τα πράγματα, τότε θα έπρεπε να δημηγορεί μόνο για να σας ευχαριστεί. Αν όμως η ευχαρίστηση από τα λόγια, όταν δεν είναι εκείνα που πρέπει, καταντά ζημιά στα έργα, τότε είναι ντροπή να φενακίζομε τον εαυτό μας, και αναβάλλοντας όλα όσα είναι δύσκολα, να φθάνομε καθυστερημένοι σε όλες τις επιχειρήσεις μας· [39] και ούτε τούτο να μην μπορούμε να αντιληφθούμε, ότι εκείνοι που διεξάγουν καλά έναν πόλεμο, δεν ακολουθούν τα πράγματα, αλλά προπορεύονται των πραγμάτων· και όπως έχομε την αξίωση ο στρατηγός να οδηγεί το στρατό του, έτσι αξιούμε και οι πολιτικοί να κατευθύνουν τα δημόσια πράγματα, ώστε αυτά που εκείνοι φρονούν, αυτά να εκτελούνται, και να μην σέρνονται πίσω από τα γεγονότα.

[40] Σεις, άνδρες Αθηναίοι, που διαθέτετε περισσότερη δύναμη από όλους σε τριήρεις, οπλίτες, ιππείς, σε χρηματικές προσόδους, ποτέ δεν την χρησιμοποιήσατε ώς σήμερα με τον κατάλληλο τρόπο και δεν διαφέρετε, καθώς πολεμάτε το Φίλιππο, από τους βάρβαρους πυγμάχους. Γιατί όταν κάποιος από αυτούς χτυπηθεί, πάντα βάζει το χέρι του εκεί που τον χτύπησαν· και αν αλλού τον χτυπήσουν, εκεί πάλι βάζει το χέρι του. Να αποκρούσει όμως ένα χτύπημα, ή, κοιτάζοντας κατάματα τον αντίπαλο, να παρακολουθεί τις κινήσεις του, ούτε ξέρει, ούτε θέλει.

 

(μετάφραση Κ. Τσάτσος)

 

1 Τα (Μεγάλα) Παναθήναια είναι η μεγαλύτερη αθηναϊκή γιορτή. Γιορτάζονταν προς τιμήν της Αθηνάς κάθε πέντε χρόνια, στις 28 του μηνός Εκατομβαιώνος (περ. 15 Αυγούστου), την ημέρα γέννησης της Αθηνάς. Μετά τα Παναθήναια, τα (Μεγάλα) Διονυσία, που γιορτάζονταν κάθε χρόνο στις 10 του μηνός Ελαφηβολιώνος (περ. 25 Μαρτίου), ήταν η δεύτερη σημαντικότερη αθηναϊκή γιορτή. Και στις δύο περιπτώσεις η δαπάνη ήταν ανάλογη με τη σημασία των γιορτών.

2 Το 356 π.Χ. ο Φίλιππος κατέλαβε, έπειτα από πολιορκία, τη σύμμαχο των Αθηναίων Ποτείδαια (στη χερσόνησο της Κασσάνδρας), ενώ το θέρος του 353 π.Χ. συνέβη το ίδιο με την Μεθώνη (κοντά στην Κατερίνη), την τελευταία σύμμαχο των Αθηναίων στις ακτές της Μακεδονίας. Το 352 π.Χ. εγκατέστησε μακεδονική φρουρά στις Παγασές (στον Παγασητικό κόλπο).

3 Ο χορηγός αναλάμβανε τη δαπάνη για τον χορό, ο γυμνασίαρχος για τους αθλητικούς αγώνες.

4 Αν ανέθεταν σε Αθηναίο πολίτη τη δαπάνη για κάποια "λειτουργία" και εκείνος πίστευε ότι έπρεπε να την αναλάβει άλλος συμπολίτης του, επειδή ήταν πλουσιότερος, είχε δικαίωμα να ζητήσει από τον "πλουσιότερο" ή να αναλάβει τη δαπάνη ή να ανταλλάξουν τις περιουσίες τους (ἀντίδοσις).

5 Οι αντικαταστάτες μπορεί να ήταν και δούλοι.

6 Κατά τον αρχαίο σχολιαστή ο Φίλιππος έγραφε στους Ευβοείς να μην ελπίζουν στη συμμαχία των Αθηναίων, επειδή αυτοί δεν μπορούν να σώσουν ούτε τον εαυτό τους. Οι Ευβοείς από το 357 π.Χ. ήσαν σύμμαχοι με τους Αθηναίους. Αυτή τη συμμαχία κατάφερε να τη διασπάσει ο Φίλιππος το 350 π.Χ..