Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

119. – Ἀρεοπαγιτικὸς §§ 20-27

Ο Αρεοπαγιτικός γράφτηκε αμέσως μετά το τέλος του "συμμαχικού πολέμου" (357-355 π.Χ.), του πολέμου δηλαδή που διεξήγαγαν οι ισχυρότεροι σύμμαχοι των Αθηναίων εναντίον της Αθήνας. Οι στρατιωτικές αποτυχίες των Αθηναίων, που σήμαιναν ένα ισχυρότατο πλήγμα κατά των ηγεμονικών τους φιλοδοξιών μετά την ίδρυση της Β᾽ Αθηναϊκής συμμαχίας, δημιούργησαν την αίσθηση παρακμής στην πόλη και οδήγησαν σε τάσεις απομονωτισμού. Ο Ισοκράτης, θεωρώντας ότι το πολίτευμα αποτελεί την ψυχή μιας πόλης (ἔστι γὰρ ψυχὴ πόλεως οὐδὲν ἕτερον ἢ πολιτεία),συνδέει την απώλεια του παλαιού μεγαλείου της Αθήνας με την κατάπτωση του πολιτεύματος. Προτείνει λοιπόν στον λόγο του την ειρηνική επιστροφή στο (εν μέρει ιδεατό) πολίτευμα των πατέρων (πάτριος πολιτεία ήταν ο πολιτικός όρος που χρησιμοποιούνταν από το τέλος του 5ου αι. π.Χ. για το πολίτευμα αυτό), το οποίο είχε εγκαθιδρυθεί από τον Σόλωνα και είχε μεταρρυθμιστεί από τον Κλεισθένη. Στο ανάμικτο με αριστοκρατικά στοιχεία δημοκρατικό πολίτευμα της περιόδου εκείνης ο Άρειος Πάγος είχε μεγάλες αρμοδιότητες και έπαιζε σημαντικό ρόλο στη σωστή συμπεριφορά των πολιτών. Οι άρχοντες επίσης δεν επιλέγονταν με κλήρωση μεταξύ όλων των πολιτών, όπως συνέβαινε την εποχή του Ισοκράτη, αλλά με κλήρωση μεταξύ αυτών που είχαν προηγουμένως κριθεί άξιοι να καταλάβουν αξιώματα.

[20] οἱ γὰρ κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον τὴν πόλιν διοικοῦντες κατεστήσαντο πολιτείαν οὐκ ὀνόματι μὲν τῷ κοινοτάτῳ καὶ πραοτάτῳ προσαγορευομένην, ἐπὶ δὲ τῶν πράξεων οὐ τοιαύτην τοῖς ἐντυγχάνουσι φαινομένην, οὐδ᾽ ἣ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπαίδευε τοὺς πολίτας, ὥσθ᾽ ἡγεῖσθαι τὴν μὲν ἀκολασίαν δημοκρατίαν, τὴν δὲ παρανομίαν ἐλευθερίαν, τὴν δὲ παρρησίαν ἰσονομίαν, τὴν δ᾽ ἐξουσίαν τοῦ ταῦτα ποιεῖν εὐδαιμονίαν, ἀλλὰ καὶ μισοῦσα καὶ κολάζουσα τοὺς τοιούτους βελτίους καὶ σωφρονεστέρους ἅπαντας τοὺς πολίτας ἐποίησεν. [21] μέγιστον δ᾽ αὐτοῖς συνεβάλετο πρὸς τὸ καλῶς οἰκεῖν τὴν πόλιν, ὅτι δυοῖν ἰσοτήτοιν νομιζομέναιν εἶναι, καὶ τῆς μὲν ταὐτὸν ἅπασιν ἀπονεμούσης, τῆς δὲ τὸ προσῆκον ἑκάστοις, οὐκ ἠγνόουν τὴν χρησιμωτέραν, ἀλλὰ τὴν μὲν τῶν αὐτῶν ἀξιοῦσαν τοὺς χρηστοὺς καὶ τοὺς πονηροὺς ἀπεδοκίμαζον ὡς οὐ δικαίαν οὖσαν, [22] τὴν δὲ κατὰ τὴν ἀξίαν ἕκαστον τιμῶσαν {καὶ κολάζουσαν} προῃροῦντο καὶ διὰ ταύτης ᾤκουν τὴν πόλιν, οὐκ ἐξ ἁπάντων τὰς ἀρχὰς κληροῦντες, ἀλλὰ τοὺς βελτίστους καὶ τοὺς ἱκανωτάτους ἐφ᾽ ἕκαστον τῶν ἔργων προκρίνοντες. τοιούτους γὰρ ἤλπιζον ἔσεσθαι καὶ τοὺς ἄλλους, οἷοί περ ἂν ὦσιν οἱ τῶν πραγμάτων ἐπιστατοῦντες. [23] ἔπειτα καὶ δημοτικωτέραν ἐνόμιζον εἶναι ταύτην τὴν κατάστασιν ἢ τὴν διὰ τοῦ λαγχάνειν γιγνομένην· ἐν μὲν γὰρ τῇ κληρώσει τὴν τύχην βραβεύσειν καὶ πολλάκις λήψεσθαι τὰς ἀρχὰς τοὺς ὀλιγαρχίας ἐπιθυμοῦντας, ἐν δὲ τῷ προκρίνειν τοὺς ἐπιεικεστάτους τὸν δῆμον ἔσεσθαι κύριον ἑλέσθαι τοὺς ἀγαπῶντας μάλιστα τὴν καθεστῶσαν πολιτείαν.

[24] αἴτιον δ᾽ ἦν τοῦ ταῦτα τοῖς πολλοῖς ἀρέσκειν καὶ μὴ περιμαχήτους εἶναι τὰς ἀρχὰς, ὅτι μεμαθηκότες ἦσαν ἐργάζεσθαι καὶ φείδεσθαι, καὶ μὴ τῶν μὲν οἰκείων ἀμελεῖν, τοῖς δ᾽ ἀλλοτρίοις ἐπιβουλεύειν, μηδ᾽ ἐκ τῶν δημοσίων τὰ σφέτερ᾽ αὐτῶν διοικεῖν, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν ἑκάστοις ὑπαρχόντων, εἴποτε δεήσειε, τοῖς κοινοῖς ἐπαρκεῖν, μηδ᾽ ἀκριβέστερον εἰδέναι τὰς ἐκ τῶν ἀρχείων προσόδους ἢ τὰς ἐκ τῶν ἰδίων γιγνομένας αὑτοῖς. [25] οὕτω δ᾽ ἀπείχοντο σφόδρα τῶν τῆς πόλεως, ὥστε χαλεπώτερον ἦν ἐν ἐκείνοις τοῖς χρόνοις εὑρεῖν τοὺς βουλομένους ἄρχειν ἢ νῦν τοὺς μηδὲν δεομένους· οὐ γὰρ ἐμπορίαν ἀλλὰ λειτουργίαν ἐνόμιζον εἶναι τὴν τῶν κοινῶν ἐπιμέλειαν, οὐδ᾽ ἀπὸ τῆς πρώτης ἡμέρας ἐσκόπουν ἐλθόντες εἴ τι λῆμμα παραλελοίπασιν οἱ πρότερον ἄρχοντες, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον εἴ τινος πράγματος κατημελήκασι τῶν τέλος ἔχειν κατεπειγόντων. [26] ὡς δὲ συντόμως εἰπεῖν, ἐκεῖνοι διεγνωκότες ἦσαν ὅτι δεῖ τὸν μὲν δῆμον ὥσπερ τύραννον καθιστάναι τὰς ἀρχὰς καὶ κολάζειν τοὺς ἐξαμαρτάνοντας καὶ κρίνειν περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων, τοὺς δὲ σχολὴν ἄγειν δυναμένους καὶ βίον ἱκανὸν κεκτημένους ἐπιμελεῖσθαι τῶν κοινῶν ὥσπερ οἰκέτας, καὶ δικαίους μὲν γενομένους ἐπαινεῖσθαι καὶ στέργειν ταύτῃ τῇ τιμῇ, [27] κακῶς δὲ διοικήσαντας μηδεμιᾶς συγγνώμης τυγχάνειν, ἀλλὰ ταῖς μεγίσταις ζημίαις περιπίπτειν. καίτοι πῶς ἄν τις εὕροι ταύτης βεβαιοτέραν ἢ δικαιοτέραν δημοκρατίαν, τῆς τοὺς μὲν δυνατωτάτους ἐπὶ τὰς πράξεις καθιστάσης, αὐτῶν δὲ τούτων τὸν δῆμον κύριον ποιούσης;

[20] Εκείνοι λοιπόν που διοικούσαν τότε την πόλη δεν εγκαθίδρυσαν πολίτευμα που είχε ονομασία προσιτή σε όλους και πολύ ωραία, αλλά όμως κατά την εφαρμογή του δεν φαινόταν τέτοιου είδους σε όσους το ζούσαν, ούτε πολίτευμα που εκπαίδευε τους πολίτες με τρόπο που να θεωρούν δημοκρατία την ασυδοσία, ελευθερία την παρανομία, ισονομία την ελευθεροστομία και ευτυχία τη δυνατότητα να κάνει κάποιος τούτα· αντίθετα εγκαθίδρυσαν πολίτευμα που, επειδή μισούσε και τιμωρούσε τους ανθρώπους αυτού του είδους, έκανε καλύτερους και φρονιμότερους όλους τους πολίτες. [21] Τους βοήθησε πάρα πολύ στην καλή διοίκηση της πόλης, γιατί, ενώ νομιζόταν πως υπάρχουν δύο είδη ισότητας, και η μία προσφέρει τα ίδια σε όλους ενώ η άλλη στον καθένα ό,τι πρέπει, οι πολίτες δεν αγνοούσαν ποια είναι η χρησιμότερη· αποδοκίμαζαν την ισότητα που αξιολογούσε εξίσου τους χρηστούς και τους ανήθικους, γιατί τη θεωρούσαν άδικη, [22] και προτιμούσαν εκείνη που τιμούσε και τιμωρούσε τον καθένα ανάλογα με την αξία του. Σύμφωνα λοιπόν με τούτη διοικούσαν την πόλη και δεν εξέλεγαν τους άρχοντες κάνοντας κλήρωση ανάμεσα σε όλους τους πολίτες, αλλά προκρίνοντας για κάθε λειτούργημα τους καλύτερους και τους ικανότερους. Είχαν την ελπίδα πως και οι υπόλοιποι θα γίνουν τέτοιου είδους, όπως ακριβώς θα ήταν και οι άρχοντες. [23] Θεωρούσαν επίσης περισσότερο αποδεκτή από τον λαό την εγκατάσταση των αρχόντων με τον τρόπο τούτο, απ᾽ ό,τι αυτή που γινόταν με κλήρο, γιατί στην κλήρωση η τύχη θ᾽ αποφασίσει και συχνά θα καταλάβουν αξιώματα οι επιθυμητές της ολιγαρχίας, ενώ με την επιλογή των καλύτερων ο λαός θα είναι κυρίαρχος να εκλέξει εκείνους που υποστηρίζουν σταθερά το ισχύον πολίτευμα.

[24] Εκείνο που έκανε τον λαό να προτιμά τούτα και να μην είναι περιζήτητα τα αξιώματα, ήταν ότι οι πολίτες είχαν μάθει να εργάζονται, να μην είναι σπάταλοι, να μην παραμελούν τα ατομικά τους συμφέροντα και επιβουλεύονται τα ξένα, και να μη ρυθμίζουν τις υποθέσεις τους σε βάρος του δημοσίου, αλλά να προσφέρουν στην πολιτεία -όποτε υπήρχε ανάγκη- από τα υπάρχοντα του καθενός, χωρίς να γνωρίζουν με περισσότερη ακρίβεια τα έσοδά τους που προέρχονταν από τα δημόσια ταμεία, από τα έσοδα που είχαν από την περιουσία τους. [25] Τόσο πολύ απέφευγαν να καταλάβουν δημόσιο αξίωμα, ώστε ήταν πιο δύσκολο να βρει κάποιος εκείνη την εποχή ανθρώπους που ήθελαν να κυβερνούν, παρά σήμερα ανθρώπους που δεν θέλουν καθόλου την εξουσία. Γιατί πίστευαν πως η φροντίδα για τα κοινά δεν είναι εμπορία αλλά τιμητικό αξίωμα, και δεν σκέφτονταν από την πρώτη μέρα αν οι προκάτοχοί τους είχαν αφήσει κάτι κερδοφόρο, αλλά αν είχαν παραμελήσει κάποια υπόθεση που έπρεπε να τακτοποιηθεί επειγόντως. [26] Για να είμαι λοιπόν σύντομος, εκείνοι είχαν αντιληφθεί πως ο λαός έπρεπε -σαν τύραννος- να εγκαθιστά τους άρχοντες, να τιμωρεί όσους σφάλλουν και ν᾽ αποφασίζει για τα αμφισβητούμενα ζητήματα, ενώ εκείνοι που είχαν διαθέσιμο χρόνο και αρκετή περιουσία να φροντίζουν τις δημόσιες υποθέσεις ως υπηρέτες του λαού. Σε περίπτωση που αποδεικνύονταν δίκαιοι, θα επαινούνταν και θ᾽ αρκούνταν στην τιμή τούτη, [27] ενώ σε περίπτωση που εκτελούσαν πλημμελώς τα καθήκοντά τους, δεν θα έλπιζαν σε καμιά επιείκεια και θ᾽ αντιμετώπιζαν τις αυστηρότερες ποινές. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να βρει κανείς ασφαλέστερη και δικαιότερη δημοκρατία από αυτή, η οποία τοποθετούσε στα αξιώματα τους ικανότερους ενώ έκανε τον λαό κυρίαρχό τους;

 

(μετάφραση Σ. Παπαϊωάννου)