Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΓΟΡΓΙΑΣ

111. – Ἐπιτάφιος (Απόσπασμα 6 Diels-Kranz)

Η επίδραση του Γοργία στη διαμόρφωση της ρητορικής και ιδιαίτερα της επιδεικτικής ρητορείας υπήρξε πολύ μεγάλη. Δυστυχώς από τους επιδεικτικούς του λόγους -αν εξαιρέσει κανείς παίγνια όπως το Ἑλένης ἐγκώμιον και την Ὑπὲρ Παλαμήδους ἀπολογίαν- δεν έχουν σωθεί παρά ελάχιστα αποσπάσματα. Το εκτενές απόσπασμα που παρατίθεται εδώ προέρχεται από τον χαμένο Επιτάφιο λόγο, τον οποίο ο Γοργίας έγραψε ίσως μεταξύ 421-416 π.Χ. (αν ο λόγος εκφωνήθηκε από τον ίδιο ή από έναν Αθηναίο πολίτη είναι άγνωστο). Επειδή η παράδοση των επιταφίων λόγων είχε διαμορφωθεί πριν από τηνάφιξη του Γοργία στην Αθήνα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ως προς τη δομή του θα ακολουθούσε σε γενικές γραμμές το σχήμα παρόμοιων λόγων που μας έχουν σωθεί: (α) προοίμιο, (β) έπαινος, κατ᾽ αρχήν της πολιτείας και στη συνέχεια των νεκρών, (γ) παραίνεση και παραμυθία (: παρηγοριά με τη χρήση λογικών επιχειρημάτων) των ζώντων, και (δ) επίλογος. Δεδομένης της τυπικής αυτής δομής, το απόσπασμα που ακολουθεί θα ανήκε μάλλον στο τμήμα του επαίνου που αναφερόταν στους νεκρούς. Αξιοπρόσεκτο στο τμήμα του Επιταφίου που σώζεται είναι το ρητορικό ύφος: ζυγιασμένη αντιθετική οργάνωση των περιόδων με παράλληλη χρήση των "γοργίειων" σχημάτων (αντιθέσεις, ομοιοτέλευτα, πάρισα).

τί γὰρ ἀπῆν τοῖς ἀνδράσι τούτοις ὧν δεῖ ἀνδράσι προσεῖναι; τί δὲ καὶ προσῆν ὧν οὐ δεῖ προσεῖναι; εἰπεῖν δυναίμην ἃ βούλομαι, βουλοίμην δ᾽ δεῖ, λαθὼν μὲν τὴν θείαν νέμεσιν, φυγὼν δὲ τὸν ἀνθρώπινον φθόνον. οὗτοι γὰρ ἐκέκτηντο ἔνθεον μὲν τὴν ἀρετήν, ἀνθρώπινον δὲ τὸ θνητόν, πολλὰ μὲν δὴ τὸ πρᾶον ἐπιεικὲς τοῦ αὐθάδους δικαίου προκρίνοντες, πολλὰ δὲ νόμου ἀκριβείας λόγων ὀρθότητα, τοῦτον νομίζοντες θειότατον καὶ κοινότατον νόμον, τὸ δέον ἐν τῷ δέοντι καὶ λέγειν καὶ σιγᾶν καὶ ποιεῖν ‹καὶ ἐᾶν›, καὶ δισσὰ ἀσκήσαντες μάλιστα ὧν δεῖ, γνώμην ‹καὶ ῥώμην›, τὴν μὲν βουλεύοντες τὴν δ᾽ ἀποτελοῦντες, θεράποντες μὲν τῶν ἀδίκως δυστυχούντων, κολασταὶ δὲ τῶν ἀδίκως εὐτυχούντων, αὐθάδεις πρὸς τὸ συμφέρον, εὐόργητοι πρὸς τὸ πρέπον, τῷ φρονίμῳ τῆς γνώμης παύοντες τὸ ἄφρον ‹τῆς ῥώμης›, ὑβρισταὶ εἰς τοὺς ὑβριστάς, κόσμιοι εἰς τοὺς κοσμίους, ἄφοβοι εἰς τοὺς ἀφόβους, δεινοὶ ἐν τοῖς δεινοῖς. μαρτύρια δὲ τούτων τρόπαια ἐστήσαντο τῶν πολεμίων, Διὸς μὲν ἀγάλματα, ἑαυτῶν δὲ ἀναθήματα, οὐκ ἄπειροι οὔτε ἐμφύτου ἄρεος οὔτε νομίμων ἐρώτων οὔτε ἐνοπλίου ἔριδος οὔτε φιλοκάλου εἰρήνης, σεμνοὶ μὲν πρὸς τοὺς θεοὺς τῷ δικαίῳ, ὅσιοι δὲ πρὸς τοὺς τοκέας τῇ θεραπείᾳ, δίκαιοι δὲ πρὸς τοὺς ἀστοὺς τῷ ἴσῳ, εὐσεβεῖς δὲ πρὸς τοὺς φίλους τῇ πίστει. τοιγαροῦν αὐτῶν ἀποθανόντων ὁ πόθος οὐ συναπέθανεν, ἀλλ᾽ ἀθάνατος οὐκ ἐν ἀθανάτοις σώμασι ζῇ οὐ ζώντων.

 

«Tι έλειπε σ᾽ αυτούς τους άνδρες απ᾽ όσα πρέπει να ᾽χει ένας άνδρας; Αλλά και τι είχαν απ᾽ όσα δεν πρέπει να ᾽χει; Ας μπορούσα να έλεγα αυτά που θέλω, ας ήθελα αυτά που πρέπει, χωρίς να προκαλέσω τη θεϊκή δυσαρέσκεια και αποφεύγοντας τον ανθρώπινο φθόνο. Γιατί θεϊκή ήταν η αρετή που είχαν κατακτήσει αυτοί οι άνδρες, ανθρώπινη ήταν μόνο η θνητή φύση τους: προτιμούσαν, συχνά, τη γεμάτη πραότητα επιείκεια από το άκαμπτο δίκαιο, και την ορθότητα του λόγου από την ακριβή τήρηση ενός νόμου, γιατί πίστευαν ότι ο πιο θεϊκός, ο πιο καθολικός νόμος είναι να λες και να αποσιωπάς και να πράττεις και να παραλείπεις στην κατάλληλη στιγμή αυτό που πρέπει· και από τα πρέποντα καλλιέργησαν προπαντός δύο πράγματα: την κρίση και τη δύναμη, τη μια με το να βουλεύονται, την άλλη με το να πράττουν· συμπαραστάτες σ᾽ όσους δυστυχούσαν αδίκως, τιμωροί όσων ευτυχούσαν χωρίς να το αξίζουν, επίμονοι στην επιδίωξη του κοινού συμφέροντος, παθιασμένοι για το σωστό, έτοιμοι να αναχαιτίσουν την παραφροσύνη της δύναμης με τη φρονιμάδα της κρίσης, βίαιοι απέναντι στους βίαιους, ευπρεπείς απέναντι στους ευπρεπείς, άφοβοι απέναντι στους άφοβους, τρομεροί στις τρομερές καταστάσεις. Απόδειξη αυτών των ιδιοτήτων τα τρόπαια που έστησαν από τα λάφυρα των εχθρών -τιμή για τον Δία, κόσμημα γι᾽ αυτούς τους ίδιους, αυτούς που ούτε η έμφυτη μαχητικότητα τους ήταν ξένη, ούτε οι θεμιτοί έρωτες, ούτε η έριδα η ζωσμένη στ᾽ άρματα, ούτε η ειρήνη που αγαπά την ομορφιά. Με τη δικαιοσύνη τους γεμάτοι δέος απέναντι στους θεούς, με τη φροντίδα τους γεμάτοι σεβασμό στους γονείς, με την τήρηση της ισότητας γεμάτοι δικαιοσύνη απέναντι στους συμπολίτες τους, με την πίστη τους γεμάτοι αφοσίωση στους φίλους. Για τούτο ο θάνατός τους δεν έσβησε και τον πόθο γι᾽ αυτούς, αλλά αθάνατος μέσα σε θνητά σώματα ζει ο πόθος γι᾽ αυτούς που δεν ζουν».

 

(μετάφραση Νίκος Σκουτερόπουλος)