Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

95. – Ἱστορίαι 7, 219-220, 223-225

Στις αρχές Αυγούστου του 480 π.Χ. η στρατιά του Ξέρξη έφτασε μπροστά στις Θερμοπύλες και στρατοπέδευσε σε απόσταση 4-5 χιλιομέτρων από τη στενωπό, τη φρούρηση της οποίας είχε αναλάβει ολιγάριθμη ελληνική δύναμη υπό την ηγεσία του βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα. Πέντε ημέρες αργότερα οι Πέρσες εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση, αλλά, παρά το γεγονός ότι χρησιμοποίησαν ακόμα και το επίλεκτο σώμα των "Αθανάτων", δεν κατάφεραν, κατά τις δύο πρώτες ημέρες, να απωθήσουν τους Έλληνες και είχαν βαριές απώλειες. Τα πράγματα άλλαξαν το βράδυ της δεύτερης ημέρας, όταν εμφανίστηκε στο περσικό στρατόπεδο ο Εφιάλτης και αποκάλυψε στους Πέρσες ότι υπήρχε μονοπάτι στο βουνό, το οποίο οδηγούσε στα νώτα των Ελλήνων. Από αυτό το μονοπάτι το σώμα των "Αθανάτων" με ολονύχτια πορεία έφτασε την τρίτη ημέρα πίσω από τους Έλληνες, που έτσι βρέθηκαν κυκλωμένοι.

Στα αποσπάσματα που ανθολογούνται ο Ηρόδοτος αναφέρεται στις αντιδράσεις των Ελλήνων, όταν γνώριζαν πια ότι είχαν περικυκλωθεί, στην «έξοδοθανάτου» αυτών που έμειναν, στον ηρωικό αγώνα τους και στον εξίσου ηρωικό θάνατό τους. Η εξιστόρησή του περιέχει ήδη τα στοιχεία που εξύψωσαν τη θυσία εκείνων που έπεσαν στις Θερμοπύλες σε πανελλήνιο σύμβολο.

[7.219.1] τοῖσι δὲ ἐν Θερμοπύλῃσι ἐοῦσι Ἑλλήνων πρῶτον μὲν ὁ μάντις Μεγιστίης ἐσιδὼν ἐς τὰ ἱρὰ ἔφρασε τὸν μέλλοντα ἔσεσθαι ἅμα ἠοῖ σφι θάνατον, ἐπὶ δὲ καὶ αὐτόμολοι ἦσαν οἱ ἐξαγγείλαντες τῶν Περσέων τὴν περίοδον. οὗτοι μὲν ἔτι νυκτὸς ἐσήμηναν, τρίτοι δὲ οἱ ἡμεροσκόποι καταδραμόντες ἀπὸ τῶν ἄκρων ἤδη διαφαινούσης ἡμέρης. [7.219.2] ἐνθαῦτα ἐβουλεύοντο οἱ Ἕλληνες, καί σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι· οἱ μὲν γὰρ οὐκ ἔων τὴν τάξιν ἐκλιπεῖν, οἱ δὲ ἀντέτεινον. μετὰ δὲ τοῦτο διακριθέντες οἱ μὲν ἀπαλλάσσοντο καὶ διασκεδασθέντες κατὰ πόλις ἕκαστοι ἐτράποντο, οἱ δὲ αὐτῶν ἅμα Λεωνίδῃ μένειν αὐτοῦ παρεσκευάδατο. [7.220.1] λέγεται δὲ ‹καὶ› ὡς αὐτός σφεας ἀπέπεμψε Λεωνίδης, μὴ ἀπόλωνται κηδόμενος· αὐτῷ δὲ καὶ Σπαρτιητέων τοῖσι παρεοῦσι οὐκ ἔχειν εὐπρεπέως ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν ἐς τὴν ἦλθον φυλάξοντες ἀρχήν. [7.220.2] ταύτῃ καὶ μᾶλλον τὴν γνώμην πλεῖστός εἰμι, Λεωνίδην, ἐπείτε ᾔσθετο τοὺς συμμάχους ἐόντας ἀπροθύμους καὶ οὐκ ἐθέλοντας συνδιακινδυνεύειν, κελεῦσαί σφεας ἀπαλλάσσεσθαι, αὐτῷ δὲ ἀπιέναι οὐ καλῶς ἔχειν· μένοντι δὲ αὐτοῦ κλέος μέγα ἐλείπετο, καὶ ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο. ἐκέχρητο γὰρ ὑπὸ τῆς Πυθίης τοῖσι Σπαρτιήτῃσι χρεωμένοισι περὶ τοῦ πολέμου τούτου αὐτίκα κατ᾽ ἀρχὰς ἐγειρομένου, ἢ Λακεδαίμονα ἀνάστατον γενέσθαι ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἢ τὸν βασιλέα σφέων ἀπολέσθαι.

…………………………………………………………

[7.223.1] Ξέρξης δὲ ἐπεὶ ἡλίου ἀνατείλαντος σπονδὰς ἐποιήσατο, ἐπισχὼν χρόνον ἐς ἀγορῆς κου μάλιστα πληθώρην πρόσοδον ἐποιέετο· καὶ γὰρ ἐπέσταλτο ἐξ Ἐπιάλτεω οὕτω· ἀπὸ γὰρ τοῦ ὄρεος ἡ κατάβασις συντομωτέρη τέ ἐστι καὶ βραχύτερος χῶρος πολλὸν ἤ περ ἡ περίοδός τε καὶ ἀνάβασις. [7.223.2] οἵ τε δὴ βάρβαροι οἱ ἀμφὶ Ξέρξην προσήισαν καὶ οἱ ἀμφὶ Λεωνίδην Ἕλληνες, ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεύμενοι, ἤδη πολλῷ μᾶλλον ἢ κατ᾽ ἀρχὰς ἐπεξήισαν ἐς τὸ εὐρύτερον τοῦ αὐχένος. τὸ μὲν γὰρ ἔρυμα τοῦ τείχεος ἐφυλάσσετο, οἱ δὲ ἀνὰ τὰς προτέρας ἡμέρας ὑπεξιόντες ἐς τὰ στεινόπορα ἐμάχοντο. [7.223.3] τότε δὲ συμμίσγοντες ἔξω τῶν στεινῶν ἔπιπτον πλήθεϊ πολλοὶ τῶν βαρβάρων· ὄπισθε γὰρ οἱ ἡγεμόνες τῶν τελέων ἔχοντες μάστιγας ἐρράπιζον πάντα ἄνδρα, αἰεὶ ἐς τὸ πρόσω ἐποτρύνοντες. πολλοὶ μὲν δὴ ἐσέπιπτον αὐτῶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ διεφθείροντο, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλεῦνες κατεπατέοντο ζωοὶ ὑπ᾽ ἀλλήλων· [7.223.4] ἦν δὲ λόγος οὐδεὶς τοῦ ἀπολλυμένου. ἅτε γὰρ ἐπιστάμενοι τὸν μέλλοντα σφίσι ἔσεσθαι θάνατον ἐκ τῶν περιιόντων τὸ ὄρος, ἀπεδείκνυντο ῥώμης ὅσον εἶχον μέγιστον ἐς τοὺς βαρβάρους, παραχρεώμενοί τε καὶ ἀτέοντες. [7.224.1] δόρατα μέν νυν τοῖσι πλέοσι αὐτῶν τηνικαῦτα ἤδη ἐτύγχανε κατεηγότα, οἱ δὲ τοῖσι ξίφεσι διεργάζοντο τοὺς Πέρσας. καὶ Λεωνίδης τε ἐν τούτῳ τῷ πόνῳ πίπτει ἀνὴρ γενόμενος ἄριστος, καὶ ἕτεροι μετ᾽ αὐτοῦ ὀνομαστοὶ Σπαρτιητέων, τῶν ἐγὼ ὡς ἀνδρῶν ἀξίων γενομένων ἐπυθόμην τὰ οὐνόματα, ἐπυθόμην δὲ καὶ ἁπάντων τῶν τριηκοσίων. [7.224.2] καὶ δὴ Περσέων πίπτουσι ἐνθαῦτα ἄλλοι τε πολλοὶ καὶ ὀνομαστοί, ἐν δὲ δὴ καὶ Δαρείου δύο παῖδες, Ἀβροκόμης τε καὶ Ὑπεράνθης, ἐκ τῆς Ἀρτάνεω θυγατρὸς Φραταγούνης γεγονότες Δαρείῳ.

…………………………………………………………………………

[7.225.1] Ξέρξεώ τε δὴ δύο ἀδελφεοὶ ἐνθαῦτα πίπτουσι μαχόμενοι ‹καὶ› ὑπὲρ τοῦ νεκροῦ τοῦ Λεωνίδεω Περσέων τε καὶ Λακεδαιμονίων ὠθισμὸς ἐγίνετο πολλός, ἐς ὃ τοῦτόν τε ἀρετῇ οἱ Ἕλληνες ὑπεξείρυσαν καὶ ἐτρέψαντο τοὺς ἐναντίους τετράκις. τοῦτο δὲ συνεστήκεε μέχρι οὗ οἱ σὺν Ἐπιάλτῃ παρεγένοντο. [7.225.2] ὡς δὲ τούτους ἥκειν ἐπύθοντο οἱ Ἕλληνες, ἐνθεῦτεν ἤδη ἑτεροιοῦτο τὸ νεῖκος· ἔς τε γὰρ τὸ στεινὸν τῆς ὁδοῦ ἀνεχώρεον ὀπίσω καὶ παραμειψάμενοι τὸ τεῖχος ἐλθόντες ἵζοντο ἐπὶ τὸν κολωνὸν πάντες ἁλέες οἱ ἄλλοι πλὴν Θηβαίων. ὁ δὲ κολωνός ἐστι ἐν τῇ ἐσόδῳ, ὅκου νῦν ὁ λίθινος λέων ἕστηκε ἐπὶ Λεωνίδῃ. [7.225.3] ἐν τούτῳ σφέας τῷ χώρῳ ἀλεξομένους μαχαίρῃσι, τοῖσι αὐτῶν ἐτύγχανον ἔτι περιεοῦσαι, καὶ χερσὶ καὶ στόμασι κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες, οἱ μὲν ἐξ ἐναντίης ἐπισπόμενοι καὶ τὸ ἔρυμα τοῦ τείχεος συγχώσαντες, οἱ δὲ περιελθόντες πάντοθεν περισταδόν.

[219] Στους Έλληνες που ήταν στις Θερμοπύλες ο μάντης Μεγιστίας,1 εξετάζοντας τα εντόσθια ενός ζώου, είπε ότι μαζί με την αυγή θα ερχόταν ο θάνατός τους. Ύστερα μερικοί αυτόμολοι τους είπαν πως οι Πέρσες τους περικύκλωναν. Τους το είπαν όταν ήταν ακόμη νύχτα και τρίτοι ήρθαν να τους το πουν στρατιώτες, που ήσαν σκοποί στα υψώματα την ώρα που χάραζε η μέρα. [2] Τότε οι Έλληνες έκαναν σύσκεψη και οι γνώμες διχάστηκαν. Άλλοι δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τη θέση τους και άλλοι είχαν την αντίθετη γνώμη. Μετά την σύσκεψη χωρίστηκαν. Άλλοι έφυγαν και πήγαν ο καθένας στην πολιτεία του και άλλοι με τον Λεωνίδα ετοιμάστηκαν να μείνουν.

[220] Λένε ότι ο ίδιος ο Λεωνίδας τους έδιωξε για να μη σκοτωθούν, αλλά γι᾽ αυτόν και τους άλλους Σπαρτιάτες που ήσαν εκεί θα ήταν ατιμωτικό να εγκαταλείψουν τη θέση, που είχαν έρθει να φρουρήσουν. [2] Η γνώμη την οποία εγώ ασπάζομαι είναι η ακόλουθη: ο Λεωνίδας, όταν είδε πόσο απρόθυμοι ήσαν οι σύμμαχοι και πόσο δεν ήθελαν να ριψοκινδυνέψουν μαζί του, έδωσε διαταγή να φύγουν, έκρινε όμως πως θα ήταν ατιμωτικό να φύγει ο ίδιος. Μένοντας εξασφάλιζε μεγάλη δόξα για τον εαυτό του και δεν προκαλούσε καμιά βλάβη στην τύχη της Σπάρτης. [3] Και πράγματι, όταν οι Σπαρτιάτες είχαν ζητήσει χρησμό για τον πόλεμο αυτόν που μόλις είχε αρχίσει, η Πυθία τους είχε πει ότι ή η πολιτεία τους θα κυριευόταν από τους βαρβάρους ή θα σκοτωνόταν ο βασιλιάς τους.

..............................................................................

[223] Ο Ξέρξης, αφού έκανε σπονδές όταν ανέτειλε ο ήλιος, περίμενε να γεμίσει η αγορά2 και τότε να εξαπολύσει την επίθεσή του. Αυτό τον είχε συμβουλέψει ο Εφιάλτης, γιατί η κάθοδος από το βουνό είναι συντομότερη και πολύ λιγότερος ο δρόμος παρά αν ανέβει κανείς κάνοντας γύρο. [2] Οι βάρβαροι που ήταν με τον Ξέρξη, έκαναν επίθεση και οι Έλληνες με τον Λεωνίδα έκαναν έξοδο θανάτου και προχώρησαν πολύ πιο έξω από την στενωπό, προς το φαρδύτερο μέρος του αυχένα. [3] Τις προηγούμενες μέρες φύλαγαν το τείχος και πολεμούσαν μέσα στα στενά, αλλά τώρα πολεμούσαν έξω από τα στενά και έπεφτε αμέτρητο πλήθος βαρβάρων, γιατί πίσω τους οι αρχηγοί των μονάδων τούς ανάγκαζαν με μαστίγια να προχωρούν όλο και πιο μπροστά. Πολλοί απ᾽ αυτούς έπεφταν στη θάλασσα και πνίγονταν και πολλοί περισσότεροι καταπατιόνταν ζωντανοί από τους άλλους. [4] Κανείς δεν νοιαζόταν για όποιον σκοτωνόταν. Ξέροντας πως τους περιμένει ο θάνατος από εκείνους που τους είχαν κυκλώσει από το βουνό, οι Έλληνες πολεμούσαν με τη μεγαλύτερη παλικαριά εναντίον των βαρβάρων, μη λογαριάζοντας τον κίνδυνο.

[224] Των περισσοτέρων γρήγορα έσπασαν τα δόρατά τους, αλλά πολεμούσαν τους Πέρσες με τα σπαθιά. Στην μάχη απάνω έπεσε ο Λεωνίδας που πολέμησε πάρα πολύ γενναία και μαζί του πολλοί ονομαστοί Σπαρτιάτες που τα ονόματά τους, επειδή φάνηκαν άξιοι, τα έμαθα, καθώς και τα ονόματα των τριακοσίων. [2] Και από τους Πέρσες έπεσαν πολλοί και ονομαστοί. Ανάμεσά τους δύο γυιοι του Δαρείου, ο Αβροκόμης και ο Υπεράνθης που τους είχε γεννήσει η Φραταγούνη, κόρη του Αρτάνη.

..............................................................................

[225] Δύο αδελφοί του Ξέρξη σκοτώθηκαν πολεμώντας γύρω από τον νεκρό του Λεωνίδα. Γινόταν πεισματική μάχη ανάμεσα σε Πέρσες και Έλληνες που μπόρεσαν, αφού απώθησαν τέσσερις φορές τους βαρβάρους, να πάρουν το νεκρό του Λεωνίδα. Η μάχη εξακολούθησε έως ότου έφτασαν οι Πέρσες που ήσαν με τον Εφιάλτη. [2] Όταν το ένιωσαν οι Έλληνες, άλλαξε η όψη της μάχης. Υποχώρησαν στο πιο στενό μέρος, πέρασαν μέσα στο τείχος και πήγαν και πήραν θέση όλοι εκτός από τους Θηβαίους, στον μικρό λόφο που βρίσκεται στην είσοδο, όπου σήμερα είναι το πέτρινο λιοντάρι, μνημείο του Λεωνίδα. [3] Σ᾽ εκείνο το μέρος πολεμώντας με τα μαχαίρια τους, που τους είχαν μείνει, και με τα χέρια και με τα δόντια, τους σκότωσαν οι βάρβαροι ρίχνοντας βέλη,3 άλλοι καθώς έρχονταν από το τείχος που γκρέμισαν και άλλοι καθώς τους είχαν κυκλώσει από παντού.

 

(μετάφραση Άγγελος Βλάχος)

 

1 Βλ. Κείμενο 52.

2 Εννοείται το διάστημα από τις 10 έως τις 12 το πρωί περίπου.

3 Στην περιοχή βρέθηκαν πολλές αιχμές βελών.