Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΛΥΣΙΑΣ
115. – Ὑπὲρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογία §§ 6-27
Ο λόγος αυτός, που είναι το αριστούργημα του Λυσία, κατά την κρίση φιλολόγων της ολκής του Dobree (nilin hoc generemelius) και του Wilamowitz(ο «ωραιότερος λόγος» του Λυσία) αποτελεί βασικό κείμενο στις επίκαιρες συζητήσεις για τη θέση της γυναίκας στην Αθήνα της κλασικής εποχής.
Ο λόγος είναι η απολογία του Ευφίλητου, ενός άγνωστου κατά τα άλλα Αθηναίου γεωργού, για τον φόνο του νεαρού Ερατοσθένη, που τον συνέλαβε, όπως ισχυρίζεται, να διαπράττει μοιχεία με τη γυναίκα του μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Ο νόμος δεν επέβαλλε, επέτρεπε όμως στον θιγόμενο να σκοτώσει ατιμωρητί τον μοιχό που συλλαμβανόταν επ᾽ αυτοφώρω. Ο Ευφίλητος παραδέχεται τον φόνο, υποστηρίζει όμως ότι έχει διαπράξει σύννομο φόνο (φόνον δίκαιον). Την εκδοχή του την αμφισβήτησαν οι κατήγοροι (οι συγγενείς του νεκρού), που φαίνεται ότι απέδιδαν τον φόνο σε άλλα κίνητρα και ισχυρίζονταν ότι ο Ερατοσθένης παγιδεύτηκε, οδηγήθηκε διά της βίας μέσα στο σπίτι του Ευφίλητου και σκοτώθηκε, ενώ είχε καταφύγει στην εστία, που παρείχε άσυλο σε όλους. (Στην περίπτωση της μοιχείας φαίνεται ότι επιτρεπόταν το νηποινεὶ κτείνειν, το να σκοτώνει δηλ. κάποιος χωρίς να τιμωρείται, υπό τον όρο ότι ο δράστης δεν είχε παγιδεύσει το θύμα).
Η υπόθεση πιθανότατα εκδικάστηκε στο Δελφίνιο, το δικαστήριο που ήταν αρμόδιο για εκδίκαση υποθέσεων σύννομου φόνου και συνεδρίαζε στο ιερό του Δελφινίου Απόλλωνος. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η έκβαση ούτε πότε εκφωνήθηκε ο λόγος.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι η ασυνήθιστα μακρά διήγηση του λόγου (το 40% του συνόλου), η οποία συνιστά αφηγηματικό επίτευγμα. Η διήγηση εν προκειμένω δεν αποτελεί μόνο τη βάση για την απόδειξη, λειτουργεί η ίδια με τρόπο έμμεσο -και γι᾽ αυτό ίσως δραστικότερο- ως απόδειξη, αφού συμβάλλει αποφασιστικά στο να διαγραφεί πειστικά ο χαρακτήρας του Ευφίλητου ως ενός ανθρώπου -συχνά "ανθρωπάκου"- που δεν θα ήταν σε θέση να σχεδιάσει και να εκτελέσει το στυγερό έγκλημα που του αποδίδουν οι κατήγοροι.
[6] Εγώ, που λέτε, Αθηναίοι, αφού πήρα την απόφαση να παντρευτώ και τελικά παντρεύτηκα, τον πρώτο καιρό τηρούσα τέτοια στάση απέναντι στη γυναίκα μου, ώστε μήτε να την δυσαρεστώ μήτε όμως και να παραείναι ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει· την παρακολουθούσα, όσο ήταν δυνατό, και επαγρυπνούσα, όπως ήταν φυσικό. Από τότε όμως που γεννήθηκε το παιδί, της είχα πλέον εμπιστοσύνη και της παρέδωσα ό,τι είχα και δεν είχα, επειδή πίστευα ότι το παιδί αποτελεί τον πιο ισχυρό δεσμό. [7] Τον πρώτο καιρό λοιπόν, Αθηναίοι, ήταν όντως η καλύτερη απ᾽ όλες· νοικοκυρά φοβερή και μετρημένη στα έξοδα, διαχειριζόταν τα πάντα με μέτρο. Όταν όμως είχα την ατυχία να χάσω τη μητέρα μου -ο θάνατός της στάθηκε η αιτία για όλα τα δεινά που με βρήκαν.1 Συγκεκριμένα στην κηδεία της συνόδεψε και η γυναίκα μου την νεκρή· [8] εκεί την είδε ο άνθρωπος αυτός και με τον καιρό την παρέσυρε.2 Παρακολουθούσε δηλ. έκτοτε την υπηρέτρια που πηγαίνει στην αγορά, έκανε μέσω αυτής προτάσεις στη γυναίκα μου και τελικά την κατέστρεψε.3 [9] Κατ᾽ αρχήν, συμπολίτες, -είμαι, βλέπετε, υποχρεωμένος να σας διηγηθώ και αυτά- έχω ένα σπιτάκι δίπατο, πάνω και κάτω όμοιο ως προς τον γυναικωνίτη4 και τον ανδρωνίτη. Όταν αποχτήσαμε το παιδί, η μητέρα του το θήλαζε· για να μην κινδυνεύει λοιπόν κατεβαίνοντας τη σκάλα, όποτε χρειαζόταν να το πλύνει, έμενα εγώ πάνω και οι γυναίκες5 κάτω. [10] Και είχαμε ήδη συνηθίσει τόσο, ώστε πολλές φορές η γυναίκα μου έφευγε και πήγαινε να κοιμηθεί κάτω με το παιδί, για να του δίνει το στήθος και να μην κλαίει. Αυτά γίνονταν όπως σας τα λέω πολύν καιρό· και εγώ ποτέ δεν έβαλα κακό με τον νου μου, αλλά με έδερνε τέτοια αφέλεια, ώστε νόμιζα πως η γυναίκα μου ήταν υπόδειγμα ηθικής στην πόλη. [11] Ο καιρός περνούσε, συμπολίτες, ώσπου κάποτε γύρισα από τα χτήματα χωρίς να με περιμένουν. Μετά το δείπνο το παιδί έκλαιγε και είχε γκρίνια -το ενοχλούσε επίτηδες η υπηρέτρια, για να αντιδρά όπως αντιδρούσε· ο λόγος ήταν ότι βρισκόταν μέσα το συγκεκριμένο πρόσωπο· αργότερα έμαθα τα πάντα. [12] Εγώ τότε έλεγα στη γυναίκα μου να κατεβεί κάτω και να δώσει το στήθος στο παιδί, για να σταματήσει να κλαίει. Εκείνη στην αρχή δεν ήθελε -περιχαρής, υποτίθεται, που μ᾽ έβλεπε στο σπίτι έπειτα από τόσον καιρό. Όταν όμως εγώ άρχισα να εκνευρίζομαι και επέμενα να πάει, «για να ερωτοτροπείς», είπε, «του λόγου σου εδώ με τη μικρή·6 και την άλλη φορά, όταν είχες μεθύσει, της επιτέθηκες». [13] Εγώ τότε γελούσα· εκείνη σηκώνεται, κλείνει βγαίνοντας την πόρτα -αστειευόμενη δήθεν- και κατεβάζει τον μοχλό.7 Εγώ, χωρίς να με προβληματίσει κάτι απ᾽ αυτά και χωρίς να βάλω κακό με τον νου μου, κοιμήθηκα με ευχαρίστηση -είχα έρθει, είπα, από τα χτήματα. [14] Την ώρα που έπαιρνε να ξημερώσει, ήρθε εκείνη και άνοιξε την πόρτα. Όταν τη ρώτησα γιατί χτυπούσαν νυχτιάτικα οι πόρτες,8 έλεγε ότι έσβησε το λυχνάρι του παιδιού και έπειτα έστειλε και πήρε φωτιά από τους γείτονες. Εγώ δεν μίλησα και πίστευα ότι έτσι είχαν τα πράγματα. Μου φάνηκε όμως, συμπολίτες, ότι είχε βάλει ψιμύθιο9 στο πρόσωπο της, ενώ ο αδελφός της δεν είχε καλά καλά τριάντα10 ημέρες πεθαμένος. Ωστόσο, ακόμα και τότε, χωρίς να πω τίποτα για το θέμα, βγήκα έξω και έφυγα αμίλητος. [15] Πέρασε από τότε καιρός, συμπολίτες, και εγώ είχα βαθιά μεσάνυχτα για το κακό που με είχε βρει, ώσπου έρχεται και με συναντάει μια γριά υπηρέτρια·11 όπως έμαθα εκ των υστέρων, την είχε στείλει κρυφά κάποια παντρεμένη με την οποία εκείνος διατηρούσε σχέσεις· η γυναίκα αυτή πίστευε ότι την παραμελούσε, επειδή δεν πήγαινε πλέον μαζί της όπως πρώτα, και έπνεε μένεα εναντίον του· έτσι, τον παρακολούθησε, έως ότου ανακάλυψε ποιος ήταν ο λόγος. [16] Αφού ήρθε λοιπόν και με συνάντησε η γερόντισσα, που παραφύλαγε κοντά στο σπίτι μου, «Ευφίλητε», είπε, «μη φανταστείς πως ήρθα να σε συναντήσω, επειδή μου αρέσει να αναμειγνύομαι στις υποθέσεις άλλων· ήρθα γιατί ο άντρας που ατιμάζει τη γυναίκα σου και εσένα συμβαίνει να είναι εχθρός μας. Εάν λοιπόν πιάσεις την υπηρέτρια που πάει στην αγορά και σας υπηρετεί και την ανακρίνεις υποβάλλοντάς την σε βασανιστήρια, θα μάθεις τα πάντα. Ο δράστης», είπε, «είναι ο Ερατοσθένης12από τον δήμο της Όης·13 και δεν έχει παρασύρει μόνο τη δική σου γυναίκα, παρέσυρε και άλλες πολλές· το έχει βλέπεις επάγγελμα». [17] Αφού είπε αυτά, συμπολίτες, εκείνη απομακρύνθηκε, ενώ εγώ αμέσως συγκλονίστηκα. Ένα ένα περνούσαν τα πάντα από τη σκέψη μου και ήμουν εξαιρετικά καχύποπτος· από τη μια συνδύαζα το γεγονός ότι με κλείδωσε στον κοιτώνα, από την άλλη θυμόμουν ότι εκείνη τη νύχτα χτυπούσε η πόρτα του σπιτιού και της αυλής, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει, και ότι μου φάνηκε πως η γυναίκα μου είχε βάλει ψιμύθιο. Όλα αυτά περνούσαν ένα ένα από τη σκέψη μου και ήμουν εξαιρετικά καχύποπτος. [18] Πήγα έπειτα στο σπίτι μου και ζήτησα από την υπηρέτρια να με ακολουθήσει στην αγορά· αντ᾽ αυτού την οδήγησα στο σπίτι κάποιου γνωστού μου και άρχισα να της λέω ότι εγώ τα είχα μάθει όλα όσα συνέβαιναν στο σπίτι μου· «εσύ λοιπόν», είπα, «έχεις να διαλέξεις ένα από τα δύο: ή να σε μαστιγώσω και έπειτα να σε κατεβάσω στον μύλο14 και να μην έχει τελειωμό το μαρτύριό σου αυτό, ή να πεις όλη την αλήθεια και όχι μόνο να μην πάθεις τίποτα απολύτως, αλλάκαι να σε συγχωρήσω από πάνω για ό,τι έχεις κάνει ως τώρα. Μην πεις ψέματα, λέγε όλη την αλήθεια». [19] Εκείνη στην αρχή αρνιόταν· ας της έκανα, λέει, ό,τι ήθελα -δεν είχε, υποτίθεται, ιδέα. Όταν όμως εγώ της ανέφερα το όνομα Ερατοσθένης και είπα ότι αυτός επισκεπτόταν τη γυναίκα μου, τα έχασε, επειδή νόμισε ότι εγώ γνώριζα λεπτομερώς τα πάντα. Τότε πλέον, αφού έπεσε στα γόνατά μου και έλαβε από εμένα τη διαβεβαίωση ότι δεν πρόκειται να πάθει απολύτως τίποτα, ομολόγησε αρχικά πώς την πλησίασε μετά την κηδεία, [20] έπειτα πώς η ίδια με τα πολλά μετέφερε το μήνυμα και πώς η γυναίκα μου με τον καιρό ενέδωσε και με ποιους και ποιους τρόπους δεχόταν τις επισκέψεις και ότι στη γιορτή των Θεσμοφορίων,15 ενώ εγώ απουσίαζα στα χτήματα, η γυναίκα μου σηκώθηκε και πήγε στο ιερό με την μητέρα εκείνου. Τελικά διηγήθηκε λεπτομερώς και ό,τι άλλο είχε συμβεί. [21] Αφού εκείνη είχε ομολογήσει τα πάντα, της λέω εγώ: «πρόσεξε τώρα να μην τα μάθει άνθρωπος· ειδάλλως, δεν ισχύει καμία από τις διαβεβαιώσεις μου. Απαιτώ μάλιστα να μου τα παρουσιάσεις επ᾽ αυτοφώρω· γιατί εμένα ποσώς με ενδιαφέρουν τα λόγια· θέλω γεγονότα αποδεδειγμένα, αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα». Με διαβεβαίωσε ότι θα κάνει ό,τι της ζήτησα. [22] Πέρασαν από τότε τέσσερις ή πέντε ημέρες,16 ¬¬¬ όπως θα σας αποδείξω εγώ με στοιχεία αδιάσειστα. Προηγουμένως όμως θέλω να σας διηγηθώ τι έγινε την τελευταία ημέρα. Υπάρχει κάποιος Σώστρατος17 που είναι επιστήθιος φίλος μου· τον συνάντησα την ώρα που γύριζε από τα χτήματα, όταν ο ήλιος είχε ήδη δύσει. Επειδή γνώριζα εγώ ότι τόσο αργά18 που είχε έρθει δεν θα έβρισκε τίποτα για φαγητό στο σπίτι του, του πρότεινα να δειπνήσουμε μαζί. Πήγαμε λοιπόν στο σπίτι μου, ανεβήκαμε πάνω και καθίσαμε και τρώγαμε. [23] Αφού έφαγε με την ευχαρίστησή του, εκείνος σηκώθηκε κι έφυγε, και εγώ έπεσα και κοιμήθηκα. Κάποια στιγμή, συμπολίτες, έρχεται ο Ερατοσθένης και μπαίνει μέσα· με ξυπνάει γρήγορα γρήγορα η υπηρέτρια και με ειδοποιεί ότι βρίσκεται μέσα. Της είπα να αναλάβει την πόρτα, κατεβαίνω αθόρυβα, βγαίνω έξω και πάω στους τάδε και τους τάδε· κάποιους δεν τους βρήκα στο σπίτι τους, και κάποιους άλλους ούτε καν στην πόλη· [24] υπό τις περιστάσεις αυτές πήρα μαζί μου όσο πιο πολλούς μπορούσα και προχώρησα. Και αφού προμηθευτήκαμε δαδιά από το πλησιέστερο καπηλείο,19 μπαίνουμε μέσα -την πόρτα την είχε ανοίξει η υπηρέτρια που ήταν δασκαλεμένη. Σπρώξαμε την πόρτα του κοιτώνα και εμείς που μπήκαμε πρώτοι τον είδαμε ακόμη ξαπλωμένο με τη γυναίκα, ενώ εκείνοι που ακολούθησαν τον είδαν όρθιο επάνω στο κρεβάτι, γυμνό.20 [25] Εγώ τότε, συμπολίτες, τον χτύπησα, τον ρίχνω κάτω και, αφού του γύρισα τα χέρια και του τα έδεσα πισθάγκωνα, τον ρωτούσα γιατί μπαίνει μέσα στο σπίτι μου και το ατιμάζει. Εκείνος παραδέχθηκε φυσικά την ενοχή του, και απλώς με εκλιπαρούσε και με ικέτευε να δεχθώ χρήματα και να μην τον σκοτώσω. [26] Εγώ τότε του είπα: «δεν θα σε σκοτώσω εγώ, θα σε σκοτώσει ο νόμος της πόλης, που εσύ τον αγνόησες και τον έθεσες σε κατώτερη μοίρα από την ικανοποίηση των ορέξεών σου, αφού προτίμησες, αντί να είσαι νομοταγής και φιλήσυχος, να διαπράξεις ένα τέτοιο έγκλημα εις βάρος της γυναίκας μου και των παιδιών μου». [27] Έτσι, συμπολίτες, εκείνος είχε την αντιμετώπιση που επιφυλάσσουν οι νόμοι σ᾽ αυτούς που κάνουν τέτοιες πράξεις· ούτε τον έσυρε κανείς διά της βίας από τον δρόμο μέσα στο σπίτι, ούτε κατέφυγε στην εστία, όπως ισχυρίζονται οι αντίδικοι. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, τη στιγμή που αυτός, μόλις χτυπήθηκε στον κοιτώνα, σωριάστηκε επί τόπου, του γύρισα τα χέρια και τον έδεσα πισθάγκωνα και μέσα υπήρχαν τόσοι άνθρωποι, από τους οποίους δεν θα μπορούσε να ξεφύγει, καθώς μάλιστα δεν είχε ούτε σίδερο ούτε ξύλο ούτε οτιδήποτε άλλο για να τους αντιμετωπίσει;
(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)
|
1 Η περίοδος (στο πρωτότυπο) δεν ολοκληρώνεται με κύρια πρόταση, πιθανώς όμως δεν υπάρχει χάσμα, όπως δέχονται αρκετοί εκδότες, αλλά ανακόλουθο: ο απολογούμενος, όταν αναφέρεται στο ξεκίνημα της περιπέτειάς του, ξεσπάει και αφήνει μετέωρη τη φράση.
2 Οι γυναίκες στην κλασική Αθήνα, ιδιαίτερα εκείνες που δεν ήσαν αναγκασμένες να εργάζονται έξω από το σπίτι, έβγαιναν κυρίως για να συμμετάσχουν σε λατρευτικές εκδηλώσεις ή να παρακολουθήσουν την κηδεία κάποιου στενού συγγενή.
3 Λόγω του περιορισμού των γυναικών, ήταν αποφασιστικός ο ρόλος του μεσολαβητή, για να μπορέσει κάποιος να πλησιάσει μια γυναίκα.
4 Στα διώροφα σπίτια φαίνεται ότι ο χώρος των γυναικών (γυναικωνῖτις) βρισκόταν επάνω -και για λόγους καλύτερης επιτήρησης. Η κατοχή ενός τέτοιου σπιτιού, το οποίο ο κατηγορούμενος έχει κάθε λόγο να το χαρακτηρίζει οἰκίδιον, υποδηλώνει ίσως ότι ο Ευφίλητος, χωρίς να είναι πλούσιος (το παιδί, επί παραδείγματι, το θηλάζει η ίδια η γυναίκα του και δεν προσλαμβάνουν τροφό, όπως συνήθιζαν οι ευπορότεροι), δεν ήταν υπερβολικά φτωχός. Οι ανασκαφές στην Όλυνθο έδειξαν ότι τον 4ο αιώνα μόνο το 1/4 των σπιτιών της πόλης ήταν διώροφα. Για την κλασική Αθήνα δεν υπάρχουν στοιχεία.
5 Η γυναίκα του, η μητέρα του και η δούλη (ή οι δούλες).
6 Η μικρή (στο πρωτότυπο παιδίσκη = νεαρή δούλη) πιθανώς δεν ταυτίζεται με τη δούλη που προσέγγισε ο Ερατοσθένης (θεράπαινα, § 8).
7 Το κείμενο μπορεί να σημαίνει ή ότι γύρισε το (αρχαίο) κλειδί ή ότι τοποθέτησε τον μοχλό (αμπάρα). Το ουσιώδες είναι ότι ο Ευφίλητος δεν είχε δυνατότητα να ανοίξει την πόρτα από μέσα.
8 Η πόρτα του σπιτιού και της αυλής (§ 17).
9 Ίσως το γνωστότερο γυναικείο καλλυντικό (με βασικό συστατικό τον ανθρακικό μόλυβδο), με τη βοήθεια του οποίου οι γυναίκες εξασφάλιζαν την επιθυμητή λευκότητα του προσώπου -το χιόνι και το ψιμύθιο είναι το λευκόν κατ᾽ εξοχήν.
10 Τόσο διαρκούσε κατ᾽ αρχήν το πένθος για τον θάνατο κάποιου.
11 Κανένα από τα γυναικεία πρόσωπα -ούτε η γυναίκα του Ευφίλητου- δεν αναφέρεται με το όνομα του. Μόνο ειδικές κατηγορίες γυναικών αναφέρονται ονομαστικά στα αθηναϊκά δικαστήρια: κατά κανόνα είναι νεκρές, πόρνες ή ανήκουν στο στρατόπεδο του αντιδίκου.
12 Παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις, ο δολοφονημένος Ερατοσθένης, τον οποίο ο Ευφίλητος -οπωσδήποτε σε μια εποχή μετά το 403 π.Χ., αφού η λογογραφική δραστηριότητα του Λυσία αρχίζει μετά το έτος εκείνο- χαρακτηρίζει νεανίσκον (§ 37), δεν μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο με τον γνωστό Ερατοσθένη των Τριάκοντα, τον οποίο κατηγορεί ο Λυσίας, στο λόγο του Κατά Ἐρατοσθένους, για τον θάνατο του αδελφού του. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι ο νεκρός ανήκε, όπως έχει υποστηριχθεί, στην ίδια οικογένεια και ήταν μια γενιά νεότερος.
13 Αττικός δήμος που υπαγόταν στην Οινηίδα φυλή. Δεν γνωρίζουμε σε ποια περιοχή βρισκόταν.
14 Σκληρότατη εργασία -και τιμωρία- για δούλους και δούλες.
15 Η πιο διαδεδομένη ελληνική γιορτή προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης (Περσεφόνης), στην οποία συμμετείχαν αποκλειστικά (παντρεμένες) γυναίκες. Στην Αθήνα διαρκούσε τρεις ημέρες, από τις 11 έως τις 13 του μηνός Πυανεψιώνος (περ. 15 Οκτ.-15 Νοεμ.). Στη διάρκεια της γιορτής οι γυναίκες κατασκήνωναν στο χώρο του ιερού, του Θεσμοφορίου, που βρισκόταν κοντά στην Πνύκα.
16 Στο κείμενο υπάρχει χάσμα, αφού το απλό γεγονός ότι πέρασαν τέσσερις ή πέντε ημέρες δεν χρειάζεται να αποδειχθεί -και δεν αποδεικνύεται- «με στοιχεία αδιάσειστα».
17 Τα μόνα που ξέρουμε για τον Σώστρατο είναι αυτά που αναφέρει ο Ευφίλητος.
18 Οι αρχαίοι κανονικά δειπνούσαν πριν από τη δύση του ήλιου, όπως προκύπτει και από τον τρόπο με τον οποίο προσδιοριζόταν ο χρόνος του δείπνου («... όταν η σκιά θα έχει τόσο μήκος»).
19 Τα καπηλεία δεν πουλούσαν μόνο κρασί. Κάπηλοι είναι αυτοί που έχουν στα χέρια τους το λιανεμπόριο.
20 Το αρχαίο ελληνικό γυμνός μπορεί να σημαίνει "ολόγυμνος" ή απλώς "χωρίς το ιμάτιο". Ο Ευφίλητος επιμένει σε λεπτομέρειες που στοιχειοθετούν την επ᾽ αυτοφώρω σύλληψη και κατ᾽ επέκταση νομιμοποιούν τον φόνο.