Μαύρη νυχτιά. Αντιλαλούν οι λαγκαδιές, τα βράχια,
ένα τραγούδι θλιβερό απλώνεται ώς πέρα
και τρομαγμένα γέρνουνε τα κίτρινα τα στάχυα.
Θρηνεί του τσοπανόπουλου η γέρικη φλογέρα.
5 Το κάθε τι βουβάθηκε. Και των δενδρών τα φύλλα,
που τα χαϊδεύει απαλά κάθε πνοή τ’ αγέρα,
αργοκινούνται —τα ’πιασε, θαρρείς, ανατριχίλα.
Θρηνεί του τσοπανόπουλου η γέρικη φλογέρα.
Μα ξάφνου εσκορπίστηκε χαρούμενο τραγούδι.
10 Το φεγγαράκι έλαμψε —θαρρείς πως είναι μέρα—
κι έχυσ’ αιθέρια ευωδιά το κάθε ’να λουλούδι.
Με χαρωπό παίζει σκοπό η άστατη φλογέρα.
Ω, τί τραγούδι θεϊκό, ολόγεμο ελπίδες!
Ολόφωτη, ολόλαμπρη προβάλλει, χρυσοφτέρα,
15 καταστόλιστη η χαρά με γελαστές αχτίδες.
Με χαρωπό παίζει σκοπό η άστατη φλογέρα.
Για μια στιγμή ακούστηκε, της δυστυχιάς σημάδι,
του γκιόνη η πένθιμη λαλιά, άγρια σαν φοβέρα,
και η χαρά εχάθηκε στης νύχτας το σκοτάδι.
20 Από το φόβο σώπασε η δόλια η φλογέρα.
|