Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Γιώργος Σεφέρης

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

© Άννα Λόντου
Εκδ. Ίκαρος

  • Φοιτητής στο Παρίσι το 1920 [πηγή:Wikimedia Commons]

  • Ο Σεφέρης στο Παρίσι το 1922, σε έναν εξώστη της Notre-Dame [πηγή: περιοδ. Η Λέξη 53, 3-4/1986]

  • Ο Γ. Σεφέρης με τον Γ. Θεοτοκά, Ιανουάριος 1941. Αναμνηστική φωτογραφία που τραβήχτηκε από πλανόδιο φωτογράφο μπροστά στην Εθνική Βιβλιοθήκη (βλ. Γ. Θεοτοκάς, «Ο Γιώργος Σεφέρης όπως τον γνώρισα«, Εποχές 10 (1964): 14. Από την αλληλογραφία Σεφέρης - Θεοτοκάς, 1930-1966, επιμέλεια Γιώργος Σαββίδης, εκδ. Ερμής.

  • Η Μαρώ Σεφέρη, ο Σεφέρης (με φωτογραφική μηχανή στα χέρια) και ο Κατσίμπαλης στην Κω το 1955 [πηγή: Φωτογραφικό αρχείο Σεφέρη, ΜΙΕΤ, αναδημοσίευση από την εφημ, Το Bήμα 15.03.2009]

  • Πρέσβης στο Λονδίνο (1961) με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Κ. Καραμανλή και της Αγγλίας H. Macmillan. [πηγή: περιοδ. Η Λέξη 53, 3-4/1986]

  • Στον ραδιοφωνικό σταθμό του BBC στο Λονδίνο, όπου παρουσίαζε σειρά εκπομπών, όταν υπηρετούσε την Πρεσβεία της Ελλάδος στο Λονδίνο. [πηγή: ΠΟΘΕΓ]

  • 1963, Στοκχόλμη, Απονομή Νόμπελ [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου]

  • Ο φωτογράφος Σεφέρης. Κύπρος. Μνήμη και αγάπη. Με το φακό του Γιώργου Σεφέρη, πρόλογος - σχεδιασμός - επιμέλεια Ε. Χ. Κάσδαγλης. Λευκωσία 1990.

  • Ο Σεφέρης με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τη Νόρα Αναγνωστάκη και την Ντόρα Τσάτσου στην Αίθουσα «Τέχνης» της Θεσσαλονίκης (1964) [πηγή: Νόρα Αναγνωστάκη, «Ο ποιητής μου φορούσε κίτρινα πάνινα παπούτσια…», Το Βήμα, 27.2.2000]

  • Γιώργος και Μαρώ Σεφέρη.

  • Ο Γ. Σεφέρης με την ματιά του Γιάννη Ψυχοπαίδη [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου]

  • Ο Σεφέρης στο γραφείο του σπιτιού του [πηγή: αρχείο ΕΛΙΑ, αναδημοσίευση στο ΕΚΕΒΙ]

  • Από την κηδεία του Γ. Σεφέρη (22 Σεπτ.), που πήρε χαρακτήρα αντιδικτατορικής εκδήλωσης.

  • Το εξώφυλλο της στερεότυπης έκδοσης των σεφερικών ποιημάτων (εκδ. Ίκαρος).

«Χαμογελά η γοργόνα». Οι πρώτες συλλογές

Τρία δελφίνια μαυρολογούν γυαλίζοντας, χαμογελά η γοργόνα κι ένας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στη γάμπια καβάλα. Γ. Σεφέρης, «Το ύφος μιας μέρας», Στροφή.

Στο τεύχος της 15ης Σεπτεμβρίου 1931 του περιοδικού Νέα Εστία δημοσιεύεται μια επιστολή του Κωστή Παλαμά που ξεκινά με την προσφώνηση «Φίλε κύριε Σεφεριάδη» και κλείνει ως εξής: «Σε χαιρετώ με την αγάπη και τη σκέψη μου. Και να συγχωρείς τη γεροντική μου αρτηριοσκλήρωση». Αφορμή η έκδοση μιας ποιητικής συλλογής με τον τίτλο Στροφή, για την οποία ο Παλαμάς, αφού παρατηρήσει ότι ο αμφίσημος τίτλος (στροφή= παραδοσιακό μετρικό σχήμα & αλλαγή κατεύθυνσης) κρύβει ένα βαθύτερο νόημα ―μια νέα στροφή στον χώρο και στον ρυθμικό χορό της ποίησης― σχολιάζει στο γράμμα του:

Τα ποιήματα της Στροφής είναι κρυπτογραφικά. Χρειάζονται και κάποιο κλειδί. Δεν το βλέπω. Ανήκω σε εκείνους που το κλειδί τούς χρειάζεται.

Νωρίτερα, την άνοιξη του ίδιου χρόνου, ο Γ. Σεφεριάδης,[1] 31 ετών υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών, είχε τυπώσει σε 200 αντίτυπα την πρώτη του ποιητική συλλογή,[2] με το ψευδώνυμο Γιώργος Σεφέρης και με έμβλημα-βινιέτα τη δίκλωνη γοργόνα σε δικό του σχέδιο (αντίγραφο εικόνας από το βιβλίο του Ν. Γ. Πολίτη, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού: Παραδόσεις). Είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του δημοσιεύοντας ποιήματα σε φοιτητικά περιοδικά αλλά και τη μετάφραση του «Μια βραδιά με τον κ. Τεστ» του Βαλερί (Paul Valery) το 1928 στη Νέα Εστία. Η σύνδεσή του με τη γαλλική σχολή της καθαρής ποίησης θα αποβεί κρίσιμη για την υποδοχή της πρωτότυπης παραγωγής του.

Η γοργόνα ως διακοσμητικό έμβλημα της πρώτης ποιητικής συλλογής του Σεφέρη [πηγή: Αρχείο Γιώργου Σεφέρη]

Η συλλογή περιλαμβάνει παραδοσιακά ποιήματα αλλά και πειραματισμούς με ρυθμούς και μετρικά σχήματα. Το πιο γνωστό ίσως ποίημα, χάρη στη μελοποίηση του Θεοδωράκη, είναι η «Άρνηση». Το εκτενέστερο είναι ο «Ερωτικός Λόγος», με θέμα το τέλος μιας ερωτικής σχέσης, γραμμένο στον 15σύλλαβο της δημοτικής παράδοσης αλλά και της έντεχνης ποίησης του Παλαμά και του Σικελιανού, με τολμηρούς ωστόσο παρατονισμούς και εικονοποιία (Γαραντούδης, Καγιαλής 2008: 28-31). Στην ίδια συλλογή συναντάμε και ποίημα γραμμένο στη μορφή του verset, σε χαμηλό και κουβεντιαστό τόνο: «Το ύφος μιας μέρας». Η κριτική διχάστηκε και η έκδοση προκάλεσε την κυκλοφορία (με έξοδα του φίλου του Σεφέρη, Γ. Κατσίμπαλη) μιας αυτοτελούς μελέτης, του νεαρού κριτικού Ανδρέα Καραντώνη.

Όταν δημοσιεύεται η επιστολή Παλαμά, ο Σεφέρης βρίσκεται ήδη στο Λονδίνο, όπου θα παραμείνει υπηρετώντας στο προξενείο ώς το 1934. Αμέσως μετά την έκδοση της Στροφής, συνεχίζει να δουλεύει την επόμενη μεγάλη ποιητική του σύνθεση, που θα εκδοθεί το 1932 με τον τίτλο Η Στέρνα· τα 50 μόλις αριθμημένα αντίτυπα της πρώτης έκδοσης δεν φέρουν όνομα συγγραφέα, παρά μόνο το έμβλημα της γοργόνας. Πεντάστιχες στροφές σε ελεύθερα τονισμένο 11σύλλαβο, το μέτρο της ιταλικής στιχουργίας· ένα μουσικά υποβλητικό και συνάμα σκοτεινό ποίημα. Ο ίδιος ο Σεφέρης δίνει την εξήγηση στον Ανδρέα Καραντώνη ότι «η στέρνα είναι εδώ το αρχιτεκτονικό σύμβολο του θανάτου» [Beaton 2003, 179].

Σχέδιο του Σεφέρη για τη «Στέρνα» [πηγή: περιοδ. Η Λέξη 53, 3-4/1986]

«Περάσαμε κάβους πολλούς». Μύθος και ιστορία

Η εμπειρία του Σεφέρη από την κριτική υποδοχή των πρώτων του συλλογών και η επαφή με την ελιοτική ποίηση (και ποιητική, στην εκδοχή του αγγλοαμερικάνικου μοντερνισμού), που θα γνωρίσει στο Λονδίνο, αποτελούν τη συνθήκη γραφής του επόμενου συνθετικού ποιήματος, που θα εκδοθεί το 1935, χρονιά σημαδιακή για τη νεοτερική ποίηση στην Ελλάδα και τη συγκρότηση της λεγόμενης 'γενιάς του 30'. Πρόκειται για το Μυθιστόρημα, ένα ποίημα, σε ελεύθερο στίχο, σε 24 μέρη, αριθμημένα από το Α΄ ως το ΚΔ΄, όσα και οι ραψωδίες των ομηρικών επών.

Ο Οδυσσέας δεν είναι νέο πρόσωπο-σύμβολο στην ποίηση του Σεφέρη· κάνει την εμφάνισή του στο «Πάνω σε έναν ξένο στίχο», ποίημα γραμμένο το 1931. «Ομηρικοί» στίχοι υπήρχαν και στη Στροφή, στο «Οι σύντροφοι στον Άδη» (1928), ποίημα χαρακτηριστικό της πρώτης σεφερικής συλλογής ως προς τον τόνο (σατιρικός εδώ) και τη μετρική φόρμα. Στο Μυθιστόρημα η χρήση του μύθου παίρνει άλλες διαστάσεις· η εκφραστική απλότητα, το χαμηλόφωνο ύφος αλλά κυρίως η μετατόπιση από το υποκειμενικό βίωμα στη συλλογική ιστορία, είναι τώρα τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της σεφερικής ποίησης, διδάγματα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Ό,τι ο ποιητής συλλαμβάνει ή προτείνει ως διαχρονική περιπέτεια του ελληνισμού, αποτυπώνεται ποιητικά με όρους όχι της ιστορίας αλλά του μύθου, και μάλιστα του μύθου όπως μας τον έχει διαμεσολαβήσει η αρχαία ελληνική γραμματεία· «οι πολλές αναφορές στο ταξίδι, ειδικά στη θάλασσα, ενισχύουν την εντύπωση του αναγνώστη ότι αυτό που διαβάζει είναι η "οδύσσεια" της σύγχρονης Ελλάδας» [Beaton 1996, 211].

Στο τέλος του 1935 γράφει και τα δύο ποιήματα με τοπωνυμικούς τίτλους («Α. Σαντορίνη», «Β. Μυκήνες») που συνθέτουν τη Γυμνοπαιδία, ενώ στις αρχές του έτους έχει ξεκινήσει την έκδοσή του το περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, με διευθυντή τον Ανδρέα Καραντώνη και με την υποστήριξη του Γ. Κατσίμπαλη. Εκεί θα δημοσιεύσει ο Ελύτης τα πρώτα του ποιήματα την ίδια χρονιά που κυκλοφορεί η Υψικάμινος του Ανδρέα Εμπειρίκου, εκεί ο Σεφέρης θα στείλει τη μετάφραση της Έρημης Χώρας του Έλιοτ το επόμενο έτος. Το 1936 γράφει και την παρωδία εις εαυτόν «Με τον τρόπο του Γ.Σ.», όπου η σχέση αντιστοιχίας παρελθόντος-παρόντος που κυριαρχούσε στο Μυθιστόρημα και στη Γυμνοπαιδία αντιστρέφεται με ειρωνικό τρόπο, καθώς το σύγχρονο παρόν αποτελεί μάλλον διάψευση του αρχαίου ελληνικού μύθου.

Κυριακή, 26 Οκτώβρη 1941

[…]

Γύριζε [ο Νίκος Γκάτσος], το χειμώνα του '36, σπίτι του από μια ταβέρνα. Ήμουνα στην Κορυτσά και είχα στείλει στην Αθήνα, σε χειρόγραφο, το «Με τον τρόπο του Γ.Σ.». Κατά κακή του τύχη ―μολονότι πολύ αθώος, είχε κάποτε ύφος φοβερά βλοσυρό― τον έπιασαν και τον πήγαν στο τμήμα. Τον έψαξαν. Στην τσέπη του το χειρόγραφο:

―Ρε, τι σου 'κανε η Ελλάδα και σε πληγώνει; Κομμουνιστής, ε;

―Μα, κύριε αστυνόμε, δεν το 'γραψα εγώ αυτό, το 'γραψε ο κ. Σ. που είναι πρόξενος.

―Πρόξενος, ε; Τέτοιους προξένους έχουμε· γι' αυτό πάμε κατά διαβόλου.

Ευτυχώς βρέθηκαν στις τσέπες του και κάτι άλλα της ίδιας τεχνοτροπίας που αφόπλισαν τους φρουρούς της ησυχίας μας:

―Σ' αφήνουμε, μωρέ, γιατί είσαι βλάκας, του είπαν όταν τα διάβασαν.

[Μέρες Δ΄. 1 Γενάρη 1941 - 31 Δεκέμβρη 1944, Ίκαρος, Αθήνα 1993, σ. 146]

Η ερωτική του περιπέτεια με τη Μαρίκα (Μαρώ), σύζυγο Λόντου, την ίδια χρονιά, θα τον οδηγήσει σε μια δυσμενή μετάθεση στην Κορυτσά. Εκεί γράφει ποιήματα που θα συμπεριλάβει αργότερα στο Τετράδιο Γυμνασμάτων (1940), μια συλλογή με 36 ποιήματα της δεκαετίας 1928-1937, σε τρεις ενότητες: «Δοσμένα», «Ο κ. Στράτης Θαλασσινός» και «Σχέδια για ένα καλοκαίρι». Ο Σεφέρης στην πρώτη έκδοση προσθέτει την εξής σημείωση:

Το βιβλίο τούτο είναι φτιαγμένο είτε από διάφορα ποιήματα που δεν έχουνε θέση σε καμιά από τις συλλογές που δημοσίεψα ή που θα μπορούσα αργότερα να δημοσιέψω είτε από κομμάτια της περίστασης δοσμένα σε φίλους είτε από ασκήσεις λίγο ή πολύ προχωρημένες, εννοώ σαν εργασία. Έτσι όπως έγινε δεν έχει, φαντάζομαι, άλλον ειρμό παρά τη συνέχεια μιας προσπάθειας δέκα χρόνων για την ποιητική έκφραση και ίσως να μην είναι τίποτε άλλο παρά μια συνεισφορά στην κριτική.

Παράλληλα με αυτήν την πρώτη του ποιητική παραγωγή ο Σεφέρης είχε ξεκινήσει (1926 περίπου) την πρώτη γραφή του μυθιστορήματος Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, με ήρωα τον Στράτη. Το προσωπείο αυτό θα εμφανιστεί στη δεύτερη ενότητα της συλλογής Τετράδιο Γυμνασμάτων. Εκτός από τον Στράτη Θαλασσινό, στην ίδια συλλογή κάνει την εμφάνισή του και ο Μαθιός Πασκάλης (προσωπείο αντλημένο από τον ομώνυμο Mattia Pascal του Λουίτζι Πιραντέλλο)· το «Γράμμα στον Μαθιό Πασκάλη» είναι ποίημα παράλληλο του «Ύφους μιας μέρας» (Στροφή) και της ίδιας εποχής. Πέρα από τη χρήση των αφηγηματικών προσωπείων, αυτό που χαρακτηρίζει τη συλλογή Τετράδιο Γυμνασμάτων είναι η μεγάλη μορφική και μετρική ποικιλία, ενδεικτική των πειραματισμών του Σεφέρη· οι αρχαιόμυθες αναφορές κάνουν και πάλι την εμφάνισή τους (ήδη αναφέρθηκε η εμφάνιση του Οδυσσέα στο «Πάνω σε έναν ξένο στίχο», ποίημα της εποχής της Στροφής), ωστόσο δίπλα τους προστίθεται ο σατιρικός τόνος το «Με τον τρόπο του Γ.Σ.», ενός ποιήματος που ο Σεφέρης χαρακτήριζε «παρωδία εις εαυτόν». Η επιστροφή του από την Κορυτσά στην Αθήνα θα συνοδευτεί από την παράξενη αίσθηση, μαζί ίσως με το προαίσθημα ενός επερχόμενου πολέμου, που αποτυπώνεται στο ποίημα «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου» 1938), ποίημα που θα συμπεριλάβει στην επόμενη συλλογή του.

Αναγνώσεις σεφερικών ποιημάτων [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού].

«Φτάξαμε τέλος στα χρόνια που εφευρέθηκε η κατάργηση της τυπογραφίας»

(Γ. Σ., Τράνσβααλ 1941)

Ο Σεφέρης τους πρώτους μήνες του 1940 βιάζεται να τυπώσει, φοβούμενος τον ερχομό του πολέμου, μαζί με τα πάρεργα του Τετραδίου Γυμνασμάτων, τη νέα του συλλογή με τον τίτλο Ημερολόγιο Καταστρώματος [αργότερα αριθμήθηκε με το στοιχείο Α']. Τα ταξίδι που ξεκίνησε με το Μυθιστόρημα φαίνεται να συνεχίζεται, όπως υποδηλώνει ο τίτλος της συλλογής, η οποία αποτελείται από 17 ποιήματα που γράφτηκαν στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας (ειδικότερα από το 1937 έως το 1940). Το μόνο ποίημα γραμμένο το 1940 είναι το τελευταίο της συλλογής, «Ο Βασιλιάς της Ασίνης», που αποδείχθηκε ένα από τα δημοφιλέστερα. Σε αυτήν την πρώτη έκδοση του 1940 δεν συμπεριλήφθηκε «Η Τελευταία Μέρα» ―που πιθανώς να χρονολογείται Φεβρουάριο όχι του 1939 αλλά του 1938 (Κοκόλης 1982, 40-41· Καγιαλής 2007)―, καθώς ο Σεφέρης επέλεξε να αυτολογοκριθεί (κυκλοφόρησε μόνο ως χειρόγραφο ένθετο σε 7 εκτός εμπορίου αντίτυπα). Το κλίμα ωστόσο του επερχόμενου πολέμου αναδύεται από τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής (Γαραντούδης, Καγιαλής 2008: 155-160).

Η 1η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Σεφέρη, επίσης το 1940.

Ο τίτλος της επόμενης συλλογής, Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄ καθορίζεται αναπόφευκτα από τις περιστάσεις του βίου: το συμβολικό θαλάσσιο ταξίδι έχει τώρα γίνει κυριολεκτικά εξορία. Στις 6 Απριλίου σημειώνεται η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα και λίγες μέρες αργότερα ο Σεφέρης παντρεύεται τη Μαρώ και φεύγουν μαζί ακολουθώντας την πορεία της εξόριστης κυβέρνησης από την Κρήτη στην Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, ώς τη Νότια Αφρική και την Ιερουσαλήμ, για να καταλήξουν, μετά από 4 χρόνια, στον τελευταίο σταθμό πριν την επιστροφή στην Ελλάδα, στο ιταλικό χωριό Cava dei Tirenni.

Τα 13 ποιήματα της συλλογής είναι όλα γραμμένα στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Στην Αλεξάνδρεια ο Σεφέρης γράφει το πρώτο του ποίημα αυτής της περιόδου, το «Μέρες του Ιουνίου ΄41», το οποίο ολοκληρώνει στην Πρετόρια· ο τίτλος είναι ενδεικτικός της ενασχόλησης του Σεφέρη με τον Καβάφη σε όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην Αφρική. Αντικρίζοντας την Αίγυπτο από το πλοίο καθώς πλησίαζε από την Κρήτη στο λιμάνι του Πορτ-Σάιδ, σημειώνει:

16 Μαΐου 1941

Κίτρινη θάλασσα· η θάλασσα του Πρωτέα […]. Συλλογίζομαι τον Καβάφη, καθώς προσέχω τη χαμηλή τούτη χώρα. Τέτοια είναι η ποίησή του· πεζή σαν τον κάμπο μπροστά μας· δεν ανεβοκατεβαίνει· περπατά· τον καταλαβαίνω καλύτερα τώρα και τον εκτιμώ γι' αυτό που έκανε. (Μέρες Δ,σ. 87)

Στην Αλεξάνδρεια, τον πρώτο του σταθμό στην εξορία, θα γράψει και το «Υστερόγραφο», το δεύτερο ποίημα της συλλογής, μια καρικατούρα του Τσουδερού και των μελών της εξόριστης κυβέρνησης, όπως και το «Kerk str.oost, Pretoria, Transvaal». Στη συνέχεια ο Στράτης Θαλασσινός θα κάνει για άλλη μια φορά την εμφάνισή του, αυτή τη φορά ανάμεσα στα μαβιά λουλούδια της Νότιας Αφρικής («Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους) ―καθώς ο Σεφέρης και η Μαρώ έχουν μεταφερθεί εκεί― ενώ θα είναι και ο πλασματικός συγγραφέας του ποιήματος που γράφει στην Ιερουσαλήμ ο Σεφέρης, όπου είχαν καταφύγει πολλοί κατά το καλοκαίρι του 1942 που ο Ρόμελ απειλούσε το Κάιρο («Ο Στράτης Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα»).

Στην Πρετόρια, εκτός από ποιήματα, γράφει και το «Χειρόγραφο Σεπτ.'41», αυτοβιογραφικό κείμενο-μαρτυρία της ελληνικής πολιτικής ζωής από το 1914 μέχρι το 1941. Τα επόμενα χρόνια της εξορίας θα δώσει σημαντικές διαλέξεις και θα συμβάλει στην έκδοση έργων του Σικελιανού και του Κάλβου στην Αίγυπτο. Όταν φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο για την πρώτη ιδιωτική έκδοση του Ημερολογίου Καταστρώματος, Β΄ το 1944 στην Αλεξάνδρεια, η γοργόνα του εξωφύλλου θα εμφανιστεί αυτή τη φορά με κομμένα τα χέρια.

Εξώφυλλο από την αυτόγραφη (αναπαραγωγή χειρογράφων), ιδιωτική έκδοση, Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄, Αλεξάνδρεια 1944, η οποία επανεκδόθηκε μεταθανάτια, τον Αύγουστο του 1973. Δίπλα, ποίημα-καλλιγράφημα από την ίδια έκδοση.

Το τελευταίο ποίημα της συλλογής («Τελευταίος σταθμός») σηματοδοτεί με τον τίτλο του και την προσμονή για το τέλος του ταξιδιού και της περιπέτειας· η ιταλική πόλη Cava dei Tirreni, όπου γράφεται, αποτελεί τον τελευταίο τόπο διαμονής της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης πριν την επιστροφή στην Ελλάδα. Με διαφορά δύο ημερών στον ίδιο τόπο γράφει και το σατιρικό «Απομεσήμερο ενός Φαύλου»· όλα τα σατιρικά ποιήματα αυτής της περιόδου θα εκδοθούν μόνο μετά τον θάνατό του, ενταγμένα στην ενότητα «Περιστατικά» του Τετραδίου Γυμνασμάτων, Β΄.

Αγγελικό και μαύρο, φως

Το τέλος του 1944 θα σημάνει την επιστροφή του Σεφέρη στην Αθήνα, όχι όμως και το τέλος της φρίκης του πολέμου, αφού τα επεισόδια των Δεκεμβριανών προαναγγέλλουν τον εμφύλιο πόλεμο· ο Σεφέρης υπηρετεί στο γραφείο του Αντιβασιλέα. Τον Οκτώβριο του 1946 ωστόσο βρίσκεται στον Πόρο με δίμηνη άδεια, προϊόν της οποίας θα είναι η «Κίχλη» (όνομα ενός βυθισμένου από τους Ναζί πλοίου στο λιμάνι του Πόρου) ένα τριμερές, ερμητικό ποίημα.

Παρασκευή, 16 Αυγούστου 1946

Το πρωί πήραμε τη βάρκα και πήγαμε γύρω στο Δασκαλειό για μπάνιο. Ανάμεσα στο νησάκι και στην ακτή βουλιαγμένη η Κίχλη. Μόνο η καμινάδα ξεπερνά λίγα δάχτυλα την επιφάνεια. «Τη βούλιαξαν για να μην την πάρουν οι Γερμανοί» μου λένε. Κοιτάξαμε από πάνω. Το νερό αλαφριά ζαρωμένο και το παιχνίδισμα του ήλιου, έκαναν το καταποντισμένο καραβάκι - φαινότανε αρκετά καθαρά - με τα τσακισμένα του κατάρτια, να κυματίζει σα σημαία, ή μια θαμπή εικόνα μέσα στο μυαλό. Ο βαρκάρης έλεγε: «Αφού βούλιαξε το ρήμαξαν οι μαυραγορίτες». (Μέρες Ε΄, σ. 51).

Το πρώτο μέρος της «Κίχλης» έχει υπότιτλο: «το σπίτι κοντά στη θάλασσα»:

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε

να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα ― πόλεμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί.

Στο κείμενό του «Μία σκηνοθεσία για την Κίχλη» ο ποιητής, μετά από χρόνια περιπλάνησης, ταυτίζεται με τον Οδυσσέα: «το σπίτι της Κίρκης είναι το πρώτο σπίτι που βλέπει ο Οδυσσέας ύστερα από πολλά βάσανα, φονικά και ανοησίες…» (Δοκιμές ΙΙ, σ. 30-56). Στο κείμενο αυτό ο Σεφέρης προσφέρει ορισμένα κλειδιά για την προσέγγιση του ποιήματος: η περιπλάνηση μετά την περιπέτεια του πολέμου, η ηδονική γυναίκα-Κίρκη, η αναγκαία συνομιλία με τους νεκρούς, η λύτρωση και η στιγμή της αποκάλυψης, η διαλεκτική αγγελικού και μαύρου φωτός. Την ίδια χρονιά με την έκδοση της «Κίχλης» (1947) έρχεται η πρώτη επίσημη αναγνώριση με το έπαθλο Παλαμά. Το έπαθλο τού απονέμεται εξ ημισείας με τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, ο οποίος θα υποκινήσει μια ευρύτερη αντίδραση, δημοσιεύοντας άρθρα του για τις «κλίκες» στο χώρο της διανόησης, στα οποία ο Σεφέρης απαντά από τις σελίδες της Νέας Εστίας.

Τετάρτη, 26 Φεβρουαρίου 1947

Μου έδωσαν το Έπαθλο Παλαμά, το μερίδιο της ποίησης. Συζητούσαν μέρες για το τρομερό πολιτικό σκάνδαλο που θα γίνουνταν αν το έπαιρνα. Κακομοίρηδες, αυτοτιτλοφορούμενοι δημοσιογράφοι, που προσπαθούν με λάσπη και χολή να εξαγοράσουν την ελεεινότητά τους στον καιρό των Γερμανών, και φουσκώνουν τα μυαλά διαφόρων ανόητων ή μασκαράδων. Το Αίμα και η Εστία βγήκαν τώρα να πουν πως είναι γερμανικό το Έπαθλο ― ποιος το λέει αυτό; ο άνθρωπος της Ενεργητικής. Η αηδία που με γέμισε όλη αυτή η υπόθεση όπου παρασύρθηκα από τις ενέργειες φίλων, είναι κάτι υπέρογκο. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις σήμερα στην Ελλάδα, θα βρεις τη σιχαμάρα· πάλι καλά όταν δεν είναι η φρίκη. Κόπος για να κρατήσω την ισορροπία μου. (Μέρες Ε', σ. 93-94).

«Η γενιά του 30 μετά 33 έτη. 9 Μαρτίου 1963, στο σπίτι του Γιώργου Θεοτοκά». Έτσι υπέγραψαν σε ξεχωριστό φύλλο οι εικονιζόμενοι το εγχείρημα της φωτογράφησής τους, στο σπίτι του Θεοτοκά το 1963. Όρθιοι: Θανάσης Πετσάλης, Hλίας Bενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Αντρέας Kαραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας και Γιώργος Θεοτοκάς. Kαθισμένοι: Άγγελος Tερζάκης, K.Θ. Δημαράς, Γιώργος Kατσίμπαλης, Kοσμάς Πολίτης και Ανδρέας Eμπειρίκος.

Στην Κύπρο, όπου μ' έταξε

Όντας διπλωματικός υπάλληλος, ο Σεφέρης δεν θα μείνει για πολύ στην Αθήνα. Έπειτα από μια σύντομη παραμονή στο Λονδίνο θα βρεθεί στην πρεσβεία της Άγκυρας, και απ' εκεί στη Βηρυτό, απ' όπου θα ταξιδέψει τρεις φορές (τα καλοκαίρια των ετών 1953-55) στην Κύπρο, όπου θα ανακαλύψει έναν τόπο «όπου λειτουργεί ακόμη το θαύμα»· η φράση αυτή περιλαμβάνεται σε σημείωση του Σεφέρη στη συλλογή Κύπρον, οὗ μ' ἐθέσπισεν…, η οποία θα κυκλοφορήσει το 1955 και περιλαμβάνει ποιήματα αντλημένα από την κυπριακή εμπειρία, αφιερωμένα «Στον Κόσμο της Κύπρου» με «Μνήμη και Αγάπη».

Τα ποιήματα της συλλογής αυτής, εκτός από δύο («Μνήμη», α΄ και β΄) μου δόθηκαν το φθινόπωρο του '53 όταν ταξίδεψα πρώτη φορά στην Κύπρο. Ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου και ήταν ακόμη η εμπειρία ενός δράματος που, όποιες και να 'ναι οι σκοπιμότητες της καθημερινής συναλλαγής, μετρά και κρίνει την ανθωπιά μας. […] Και συλλογίζομαι πως αν έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, είναι ίσως γιατί το νησί αυτό μού έδωσε ό,τι είχε να μου δώσει σ' ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση, και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα. Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα· η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη. (Σημείωση του ποιητή στην 1η έκδοση [1955] της συλλογής Κύπρον, οὗ μ' ἐθέσπισεν… [=Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄]).

Πολλά από τα ποιήματα συνομιλούν με κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αλλά και Κυπρίων μεσαιωνικών χειρογράφων, ενώ για πρώτη αφορά ακούγονται καθαρά καβαφικοί απόηχοι στη σεφερική ποίηση. Έχει προηγηθεί η αντιγραφή των καβαφικών ποιημάτων κατά τη διάρκεια της παραμονής στην Αφρική, αλλά και η διάλεξη «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ παράλληλοι» (βλ. την ενότητα του Χρονολογίου εδώ). Όταν η συλλογή ενταχθεί στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιημάτων του 1962 ο τίτλος θα αλλάξει σε Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, σημάδι ίσως ότι η περιπλάνηση συνεχίζεται για τον Σεφέρη και ο νόστος παραμένει ανεκπλήρωτος (Παπάζογλου 2002). Τα 17 αρχικά ποιήματα στην τελική συγκεντρωτική έκδοση του 1972 γίνονται 18, καθώς προστίθεται το κυπριακής έμπνευσης «Οι γάτες του Αϊ-Νικόλα», με ημερομηνία γραφής το 1969. Η Κύπρος θα συνεχίσει να τον απασχολεί εντατικά, όχι μόνο ως λογοτέχνη· διορίζεται πρεσβευτής στο Λονδίνο (1957-1962), το τελευταίο πόστο στο εξωτερικό και θα εμπλακεί στις κρίσιμες διεργασίες για το κυπριακό ζήτημα, που θα οδηγήσουν στην Ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία. Άλλωστε στα τρία ταξίδια του στο νησί αφιερώνει πολλές σελίδες από τα ημερολόγια που συνεχίζει να κρατά, προσωπικά και πολιτικά, αλλά και σημαντικό μέρος της αλληλογραφίας του, ενώ την κυπριακή εμπειρία θα αποτυπώσει και σε μια πλούσια σειρά φωτογραφιών.

Αν και η συλλογή του 1955 δεν βρήκε αρχικά μεγάλη απήχηση, το ενδιαφέρον της κριτικής συνολικά για τη σεφερική ποίηση αυξάνεται, με αποκορύφωμα την έκδοση του τόμου Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, το 1962. Παράλληλα, μετά από τις μεταφράσεις σεφερικών ποιημάτων αλλά και τη συγκυρία του διορισμού του στην Πρεσβεία του Λονδίνου, αυξάνεται και το διεθνές ενδιαφέρον και ακολουθούν τιμητικές διακρίσεις, με κορυφαία στιγμή την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963. Η ομιλία κατά την απονομή συμπυκνώνει και τη στάση του ποιητή απέναντι στη γλώσσα:

Ανήκω σε μια χώρα μικρή. […] Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μάς παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. (Δοκιμές Β΄, σ. 159. Ολόκληρη η ομιλία εδώ)

 

1963, Στοκχόλμη, Απονομή Νόμπελ. Η είδηση για την απονομή του βραβείου Νόμπελ [από τα επίκαιρα γεγονότα της δεκαετίας 1960, Ψηφιακό Αρχείο ΕΡΤ].

Αξίζει εδώ να θυμηθούμε την πάλη του Σεφέρη με τη γλώσσα και από τη μεταφραστική σκοπιά, καθώς δεν παύει να ασχολείται με τη μετάφραση, διαγλωσσική και ενδογλωσσική. Στις μεταφράσεις του συμπεριλαμβάνονται έργα όπως Έρημη Χώρα (1936) και Φονικό στην Εκκλησιά (1963) του Τ.Σ. Έλιοτ, καθώς και άλλων συγχρόνων του ποιητών όπως των W.B.Yeats, Ezra Pound, André Gide, Éluard, Jouve (τα οποία συγκεντρώνει κάτω από τον τίτλο «Αντιγραφές»), αλλά και ενδογλωσσικές μεταφραστικές απόπειρες («μεταγραφές» σύμφωνα με τον σεφερικό όρο) έργων της αρχαίας και της εκκλησιαστικής γραμματείας, όπως το Άσμα Ασμάτων (1965) και η Αποκάλυψη του Ιωάννη (1966).

… προσπάθησα να μεταφράσω ελληνικά την Έρημη Χώρα και μερικά άλλα ποιήματα του Έλιοτ. Το έκανα νομίζω για δυο λόγους. Πρώτα, γιατί δεν είχα άλλον τρόπο να εκφράσω τη συγκίνηση που μου έδωσαν· κι έπειτα για να δοκιμάσω την αντοχή της γλώσσας μου» (Δοκιμές Β΄, σ. 19).

Τελευταία συλλογή και ποιήματα

Η πρώτη μετανομπελική ποιητική συλλογή του Σεφέρη κυκλοφορεί το 1966, με τον τίτλο Τρία κρυφά ποιήματα. Στα ποιήματα αυτά ο διάλογος με την ιστορία, την παράδοση και τον αρχαίο μύθο σύμφωνα με τα διδάγματα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, υποχωρεί και δίνει τη θέση του σε μια μεταφυσική υπαρξιακή αγωνία, ενώ η απλότητα της έκφρασης αντικαθίσταται από την κρυπτικότητα που σηματοδοτείται ήδη στον τίτλο.

Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
το άσπρο χαρτί.

Θερινό ηλιοστάσι Η'

Αφετηρία των ποιημάτων στάθηκε ένα ταξίδι στο νησί της Αποκάλυψης, στην Πάτμο, ενώ στο εσωτερικό τους χωνεύονται ποικίλες αναφορές από τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου μέχρι τα λαϊκά έθιμα. Είναι κατά την ίδια περίοδο που ασκείται στη μεταγραφή της Αποκάλυψης του Ιωάννη και του Άσματος Ασμάτων.

Αφού ο ποιητής αφομοιώσει τα πράγματα που έχει μαζέψει η ιδιοσυγκρασία του από το γύρω κόσμο, φτάνει στη στιγμή που θα νιώσει το κενό μέσα του, που θα νιώσει ότι βρίσκεται στο σκοτεινό δάσος, όπως έλεγα κάποτε, στη "selva oscura", μόνος και αβοήθητος- ότι πρέπει να εμπιστευτεί αυτό το κενό, επί ποινή θανάτου Είναι η πιο δύσκολη στιγμή του, αυτός ο αγώνας για να βρει εκείνη τη φωνή που ταυτίζεται και σοφιλιάζεται με τα πράγματα που θέλει να δημιουργήσει, ή, αν θέλουμε, που δημιουργεί τα πράγματα ονομάζοντάς τα. Το ακραίο όριο όπου τείνει ο ποιητής, είναι να μπορέσει να πει "γεννηθήτω φως" και να γίνει φως. («Η Γλώσσα στην ποίησή μας», Δοκιμές Β΄, σ. 164).

Μεταξύ των κειμένων που έγραψε τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του περιλαμβάνονται τα ποιήματα «Οι γάτες τ' αϊ-Νικόλα» και «Επί Ασπαλάθων…», οι δοκιμές «Γλώσσες στον Αρτεμίδωρο τον Δαλδιανό», «Μόργκαν Φόρστερ: Ματιά από τον Λοξό Πύργο» και «Πάντα πλήρη θεών», τα σημειώματα στον τόμο Σήμα με κείμενα του αδελφού του, Άγγελου Σεφεριάδη (1967), το ψευδώνυμο (=Ιγνάτης Τρελός) δοκίμιό του «Οι ώρες της κυρίας Έρσης» για το μυθιστόρημα του Ν. Γ. Πεντζίκη, και το άρθρο «Η κιβωτός του Νώε» (στα γαλλικά). Ωστόσο τα Τρία Κρυφά Ποιήματα θα είναι η τελευταία ποιητική συλλογή που θα εκδώσει ο Σεφέρης. Στις 21 Απριλίου του 1967 εγκαθίσταται δικτατορία στην Ελλάδα και επιβάλλεται καθεστώς προληπτικής λογοκρισίας. Οι διανοούμενοι αρνούνται να υποβάλουν τα έργα τους στους λογοκριτές και προτιμούν τη σιωπή (τουλάχιστον εντός Ελλάδας), μαζί τους και ο Σεφέρης, που γράφει αλλά δεν δημοσιεύει.

ΑΠΟ ΒΛΑΚΕΙΑ

Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πυρ!

Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;

 

Αθήνα Καλοκαίρι- Princeton N. J.

Χριστούγεννα 1968

Μετά από ένα ταξίδι στις ΗΠΑ, ωστόσο,[3] θα γυρίσει αποφασισμένος να πάρει μια πιο ανοιχτή στάση απέναντι στη χούντα· συντάσσει τη «Δήλωση» του 1969, την οποία ηχογραφεί για το BBC και στέλνει για δημοσίευση στο εξωτερικό.

Η δήλωση, 28 Μαρτίου 1969 (ηχητικό ντοκουμέντο: η δήλωση στο BBC).

Η κίνησή του θα προκαλέσει ενόχληση στο καθεστώς και θα συμβάλει στην άρση της προληπτικής λογοκρισίας το φθινόπωρο του 1969. Ο δρόμος είναι πια ανοιχτός για την έκδοση των Δεκαοχτώ Κειμένων, ενός συλλογικού αντιστασιακού τόμου, όπου θα δημοσιευτεί σε τιμητική θέση το ποίημα του Σεφέρη «Οι γάτες τ' αϊ-Νικόλα». Το ποίημα κυκλοφορεί και σε ανάτυπο, στο εξώφυλλο του οποίου κάνει και πάλι την εμφάνισή της η ακρωτηριασμένη γοργόνα.

Στην αντιστασιακή έκδοση Δεκαοχτώ κείμενα συμμετείχαν με έργα τους οι Γιώργος Σεφέρης, Μανόλης Αναγνωστάκης, Νόρα Αναγνωστάκη, Αλέξανδρος Αργυρίου, Θανάσης Βαλτινός, Λίνα Κάσδαγλη, Νίκος Κάσδαγλης, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Τάκης Κουφόπουλος, Μένης Κουμανταρέας, Δημήτρης Μαρωνίτης, Σπύρος Πλασκοβίτης, Ρόδης Ρούφος, Τάκης Σινόπουλος, Καίη Τσιτσέλη, Στρατής Τσίρκας, Θεόφιλος Φραγκόπουλος, Γιώργος Χειμωνάς.

Το τελευταίο του ποίημα «Επί ασπαλάθων», γραμμένο στις 31 Μαρτίου 1971, θα δημοσιευτεί μετά το θάνατό του (20 Σεπτ.). Η κηδεία (22 Σεπτ.) πήρε χαρακτήρα αντιδικτατορικής εκδήλωσης με πλήθος κόσμου να τραγουδά την «Άρνηση» στη μελοποίηση του Μ. Θεοδωράκη,[4] το ριζίτικο «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και τον Εθνικό Ύμνο.

Πρωτοσέλιδο εφημ. Μακεδονίας την επόμενη μέρα της κηδείας [πηγή: Ψηφιακές Συλλογές Εθνικής βιβλιοθήκης]

Η απήχηση του ποιητικού έργου

Μετά τον θάνατο του Σεφέρη εκδόθηκε το Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄ (1976), με επιμέλεια του Γ.Π. Σαββίδη, ο οποίος έχει επιμεληθεί και τις περισσότερες εκδόσεις έργων του ποιητή. Ο Σεφέρης σχεδίαζε την έκδοση της συγκεκριμένης συλλογής αλλά δεν πρόλαβε να την πραγματοποιήσει. Κυριαρχεί ο σατιρικός και παρωδικός τόνος και ο έμμετρος στίχος με ειρωνική σκόπευση και παιγνιώδη διάθεση. Πρόκειται για 75 ποιήματα, 71 πρωτότυπα και 4 μεταφράσεις, χωρισμένα σε πέντε ενότητες: «Από τις Μέρες 1945-1951», «Τελευταία ποιήματα 1968-1971», «Περιστατικά 1931-1971;» (με ποιήματα όπως το «Αντάρτες» που συστοιχεί με τα δημοσιευμένα στο Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β΄), «Καλλιγραφήματα (1941-1942)» και «Μεταφράσεις 1968-1970».

Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν εκδόσεις από το αρχείο του ποιητή (Ημερολόγια, Αλληλογραφία), νέες συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων, των μεταφράσεων και των δοκιμών του, καθώς και η έκδοση του ολοκληρωμένου μυθιστορήματος Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, αλλά και του ανολοκλήρωτου σχεδιάσματος Βαρνάβας Καλοστέφανος. Τα Εντεψίζικα (=άσεμνα, τουρκιστί edebsiz: αδιάντροπος, αναίσχυντος) συμπληρώνουν, με τον αισθησιασμό και την αθυροστομία τους, την εικόνα του Τετραδίου Γυμνασμάτων Β΄ (στην ενότητα «Περιστατικά» του οποίου ανήκουν και τυπικά). Παράλληλα ανακαλύπτεται και ο φωτογράφος Σεφέρης.

Το ποιητικό έργο του Σεφέρη συνεχίζει να απασχολεί την κριτική αλλά και να βρίσκει απήχηση σε κοινό και ομοτέχνους, ενώ το 2000 εορτάστηκαν τα 100χρονα από τη γέννηση του ποιητή. Ίσως όμως το πιο συγκινητικό αφιέρωμα είναι αυτό που πραγματοποιήθηκε έναν μόλις χρόνο μετά τον θάνατό του, σε χειρόγραφο περιοδικό, από μια ομάδα πολιτικών κρατουμένων.

Απαντήσεις των κρατουμένων στο ερώτημα του περιοδικού Τετράδια «Τι είναι για σένα ο Σεφέρης σαν ποιητής και σαν άνθρωπος» [Ν. Γιανναδάκης, «Τετράδια '72. Μια μαρτυρία», Η Λέξη 53, 3-4/1986. Βλ. και το αφιερωματικό τεύχος Αντί 64 (5/2/1977).]

Η 1η έκδοση (Cambridge, 1983) της ποιητικής συλλογής του Richard Burns με 13 ποιήματα στη μνήμη του Γιώργου Σεφέρη (ελλ. μτφρ.: Μαύρο φως, μετάφραση Νάσος Βαγενάς, Ηλίας Λάγιος, Αθήνα: Τυπωθήτω) [πηγή: Επίσημος δικτυακός τόπος του ποιητή]

Μαρία Ακριτίδου

© 2013 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



[1] Πηγές για την κατάρτιση του χρονολογίου και του βιογραφικού: Μ. Στασινοπούλου, Χρονολόγιο-Εργογραφία Γιώργου Σεφέρη [1900-1971], εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2000, Ρ. Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον άγγελο, μτφρ. Μ. Προβατά, Ωκεανίδα, Αθήνα 2003, Ε. Γαραντούδης, & Τ. Καγιαλής, Ο Σεφέρης για νέους αναγνώστες, Αθήνα, Ίκαρος, 2008, καθώς και επιμέρους μελέτες που σημειώνονται εδώ στην ενότητα της Βιβλιογραφίας.

[2] Για τον τίτλο της συλλογής ο Σεφέρης θα σχολιάσει σε επιστολή του στον Γ. Κατσίμπαλη «[…] Είναι μια προσπάθεια και μια συλλογή ποιημάτων κι αν την ονόμασα Στροφή ήταν για να δηλώσω τη δική μου στροφή προς τον κόσμο […]» (επιστολή της 12.11.1931, την οποία ο Σεφέρης παιγνιωδώς ονομάζει «ποιητική αυτοβιογραφία»), «Από την ανέκδοτη αλληλογραφία Γ. Κ. Κατσίμπαλη - Γιώργου Σεφέρη», Νέα Εστία 1278 (1980) [τώρα και στο «Αγαπητέ μου Γιώργο», αλληλογραφία (1924-1970). Γ. Κ. Κατσίμπαλης, Γιώργος Σεφέρης, επιμέλεια: Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Αθήνα: Ίκαρος 2009]. Ένας από τους αποδέκτες αντιτύπων υπήρξε και ο Κ. Π. Καβάφης, με την αφιέρωση «Στον Κύριο Κ. Καβάφη, τον Ποιητή, μ' εξαιρετική τιμή, Γιώργος Σεφέρης» ― δεν συγκαταλέγεται όμως και στους αναγνώστες της συλλογής, καθώς το αντίτυπο σώθηκε σχεδόν άκοπο.

[3] Το 1968 για διαλέξεις στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον, ύστερα από πρόσκληση του μεταφραστή του Emdund Keely. Σε προηγούμενη πρόσκληση του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ μετά την επιβολή της δικτατορίας είχε απαντήσει αρνητικά: «Το φημισμένο Πανεπιστήμιό σας, που τη ζωή του με καλείτε να μοιραστώ για ένα χρόνο, απολαμβάνει βέβαια με θαυμάσιο τρόπο τα πλεονεκτήματα της ελευθερίας του λόγου. Όμως, αλίμονο, πιστεύω πως αν δεν υπάρχει ελευθερία της έκφρασης στον ίδιο σου τον τόπο, δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Η κατάσταση του αυτοεξόριστου δε με ελκύει∙ θέλω να μείνω με το λαό μου και να μοιραστώ τα γυρίσματα της τύχης του» (Χειρόγραφο Οκτ. '68).

[4] Για τη διαφορά της έντυπης από την μελοποιημένη εκδοχή του 1961, όπου χάνεται η άνω τελεία, και για τη μεταποίηση του σεφερικού ποιήματος ως μέρος μιας ευρύτερης πολιτισμικής διεργασίας βλ. Δ. Παπανικολάου (2012), «Όταν χάθηκε η άνω τελεία: η μελοποιημένη ποίηση στη δεκαετία του '60», στο Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα, Α. Καστρινάκη - Α. Πολίτης - Δ. Τζιόβας (επιμ.), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης - Μουσειο Μπενάκη.