LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑπόζωμα"
- ὑπόζωμα, -ατος, τό, I. διάφραγμα, στομάχι, σε Αριστ. II. σε πληθ., ορθοστάτες, υποστηρίγματα περασμένα ή πλατειές ζώνες κάτω από κύτος σκάφους, έτσι ώστε να υποστυλωθούν τα μέρη του (πρβλ. ὑποζώννυμι II), σε Πλάτ.