Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀδύσσομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀδύσσομαι, Επικ. ρήμα, μόνο σε βʹ και γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ ὠδύσαο, -ατο, γʹ πληθ. ὀδύσαντο, μτχ. ὀδυσσάμενος·, είμαι εξοργισμένος εναντίον κάποιου, θυμώνω, μισώ κάποιον, με δοτ., σε Όμηρ., Ησίοδ. (πιθ. από √ΔΥΣ, με το πρόθημα · το Ὀδυσσεύς παράγεται απ' αυτήν, βλ. Ομήρ. Οδ. 19. 407 κ.ε.).