LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἠέριος"
- ἠέριος, -α, -ον (ἀήρ), I. πρωινός, αυτός που εμφανίζεται με την πρωινή αυγή, σε Ομήρ. Ιλ. II. ο εκτεθειμένος στον αέρα· ανεμιαίος, αόρατος, σε Ανθ.