Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔριον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔριον, τό, Ιων. εἴριον (ἔρος, εἶρος), μαλλί, στον ενικ. και πληθ., σε Όμηρ., Αττ.· εἴριαἀπὸ ξύλου, βαμβάκι (γερμ. Baum-wolle), σε Ηρόδ.