Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐκ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐκ, πριν από ένα φωνήεν ἐξ, και ἐγ πριν από τα β, γ, δ, λ, μ· Πρόθ. που συντάσσεται με γεν. μόνο, Λατ. e, ex· Ριζική σημασία, με προέλευση από κάτι, έξω από, αντίθ. προς το εἰς· I. λέγεται για τόπο, 1. λέγεται για κίνηση, έξω από, μπροστά από, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐκ θυμοῦ φίλεον, την αγαπούσα από την καρδιά μου, με όλη μου την ψυχή, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για να δηλωθεί η μετάβαση, η αλλαγή από μία θέση ή κατάσταση σε μία άλλη, κακὸν ἐκ κακοῦ, ένα κακό προκύπτει από (ή μετά από) ένα άλλο, στο ίδ.· λόγον ἐκ λόγου λέγειν, σε Δημ. 3. χρησιμοποιείται για να δηλωθεί διάκριση, διαφορά από ένα αριθμό ή ποσό, ἐκ πόλεων πίσυρες, τέσσερις από πολλούς, σε Ομήρ. Ιλ. 4. χρησιμοποιείται για θέση, όπως το ἔξω, έξω από, πέρα από, ἐκ βελέων, έξω από το πεδίο βολής, στο ίδ.· ἐκ καπνοῦ, έξω από τον καπνό, σε Ομήρ. Οδ. 5. με ρήμ. στάσης, ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο, έπλενε το σώμα του με νερό από το ποτάμι, στο ίδ.· με ρήματα που σημαίνουν κρεμώ ή δένω, ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα, κρέμασε τη λύρα από (δηλ. πάνω) από τον πάσσαλο, στο ίδ.· ἐκ τοῦ βραχίονος ἐπέλκουσα, οδηγώντας το (από το χαλινάρι) πάνω από το χέρι της, σε Ηρόδ.· επίσης, κάθομαι ή στέκομαι, στᾶσ' ἐξ Οὐλύμποιο, από τον Όλυμπο εκεί όπου αυτή στεκόταν, σε Ομήρ. Ιλ.· καθῆσθαι ἐκ πάγων, κάθομαι πάνω στους λόφους και παρατηρώ από αυτούς, σε Σοφ. II. λέγεται για χρόνο, 1. ἐξ οὗ ή ἐξ οὗτε (χρόνου), Λατ. ex quo, έκτοτε, από τότε, σε Όμηρ., Αττ.· ἐκ τοῦ ή ἐκ τοῖο, από εκείνο το χρονικό διάστημα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκπολλοῦ (ενν. χρόνου), για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, σε Θουκ. 2. λέγεται για ιδιαίτερα χρονικά σημεία, ἐκ νέου ή ἐκ παιδός, από την παιδική ηλικία· ἐξ ἀρχῆς κ.λπ.· ομοίως και, ἐκ θυσίας γενέσθαι, να έχει μόλις τελειώσει, ολοκληρώσει μια θυσία, σε Ηρόδ.· ἐκ τοῦ ἀρίστου, μετά το πρωϊνό, πρόγευμα, σε Ξεν. 3. όταν λέμε εν καιρώ ή με τον καιρό, ἐκ νυκτῶν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐκ νυκτός, σε Ξεν. κ.λπ. III. λέγεται για προέλευση, 1. ύλης, από την οποία κατασκευάστηκαν αντικείμενα, ποιεῖσθαι ἐκ ξύλων τὰ πλοῖα, σε Ηρόδ. 2. δημιουργού, ἔκ τινος εἶναι, γενέσθαι φῦναι κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν, σε Πλάτ. 3. αιτίας, αφορμής, γέννησης κάποιου πράγματος, ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν, σε Ομήρ. Ιλ.· θάνατος ἐκ μνηστήρων, θάνατος από το χέρι των μνηστήρων, σε Ομήρ. Οδ.· τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα, τείχη οικοδομημένα από αυτούς, σε Ηρόδ. 4. με ποιητικό αίτιο που ακολουθεί μετά από Παθ. ρήμ., εκεί που το ὑπόείναι πιο συνηθισμένο, ἐφίληθεν ἐκΔιός, ήταν αγαπημένοι του (δηλ. αγαπήθηκαν από αυτόν), σε Ομήρ. Ιλ. 5. λέγεται για αιτία, όργανο ή μέσα εξαιτίας των οποίων γίνεται κάτι, ἐκ πατέρων φιλότητας, συνεπεία, εξαιτίας της φιλίας των πατέρων μας, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ἔκ τίνος; ἐκ τοῦ; γιατί; σε Ευρ.· ποιεῖτε ὑμῖν φίλους ἐκ τοῦ Μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, κάνετε φίλους από (δηλ. μέσω), σε Κ.Δ. 6. από, δηλ. σύμφωνα με, ἐκ τῶν λογίων, σύμφωνα με τους χρησμούς, σε Ηρόδ.· ἐκ νόμων, σε Αισχύλ. 7. περιφρ. αντί επιρρ. (όπως στη Λατ. ex consulto, ex composito), ἐκ βίας, με τη βία, βιαίως, σε Σοφ.· ἐκ τοῦ φανεροῦ = φανερῶς, σε Θουκ. κ.λπ. 8. με αριθμητικά, ἐκ τρίτου, τρίτο στη σειρά, σε Ευρ.