Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄνω"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἄνω [ᾱ γενικά], απαρ. ἄνειν, μτχ. ἄνων, παρατ. ἦνον· ριζικός τύπος του ἀνύω, I. επιτυγχάνω, κατορθώνω, αποπερατώνω, ὁδόν, σε Ομήρ. Οδ.· οὐδὲν ἦνον, σε Ευρ. II. Παθ., λέγεται για τη συντέλεση μιας χρονικής περιόδου, νὺξ ἄνεται, η νύχτα πλησιάζει στο τέρμα της, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔτος ἀνάμενον, που απολείπεται, σε Ηρόδ.· γενικά, ολοκληρώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἤνετο τὸ ἔργον, σε Ηρόδ.
ἄνω, επίρρ. (ἀνά
Α. I.
δηλώνοντας κίνηση, πάνω, προς τα πάνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἄνω ἰόντι, ανεβαίνοντας προς την ενδοχώρα (δηλ. στο εσωτερικό), σε Ηρόδ. II. δηλώνοντας ανάπαυλα, στάση, 1. πάνω, εφ' υψηλού, ψηλά, στα ύψη, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ. 2. πάνω τη γη, αντίθ. του Κάτω Κόσμου, σε Σοφ.· οἱ ἄνω, οι ζωντανοί, αντίθ. προς το οἱ κάτω, οι νεκροί, στον ίδ. 3. στο ουρανό, αντίθ. προς τη γη, οἱ ἄνω θεοί, οι θεοί που μένουν στον ουρανό, Λατ. superi, στον ίδ. 4. γενικά λέγεται για θέση, ἄνω καθῆσθαι, κάθομαι στο πάνω μέρος της πόλης, δηλ. στην Πνύκα, σε Δημ.· ἡ ἄνω βουλή, δηλ. ο Άρειος Πάγος, σε Πλούτ. 5. γεωγραφικά, στον βορρά, προς τον βορρά, σε Ηρόδ. 6. προς τα μεσόγαια από την παραλία, στον ίδ., Ξεν.· ὁ ἄνω βασιλεύς, ο βασιλιάς της Περσίας, σε Ηρόδ. 7. λέγεται για χρόνο, προηγούμενα, παλιότερα, σε Πλάτ. κ.λπ. 8. πάνω, Λατ. supra, σχετικά με πέρασμα, στον ίδ. 9. λέγεται για τόνους της φωνής, σε Πλούτ. III. 1. ἄνω καὶ κάτω, πάνω-κάτω, εδώ και κει, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. άνω-κάτω, ακατάστατα, Λατ. susque deque, τὰ μὲν ἄνω κάτω θήσω, τὰ δὲ κάτω ἄνω, σε Ηρόδ.· ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων, σε Αισχύλ. κ.λπ. Β. Ως πρόθ. με γεν., πάνω, σε Ηρόδ. Γ. Συγκρ., ἀνωτέρω, απόλ., ψηλότερα, σε Αισχύλ.· παραπέρα, σε Ηρόδ. 2. με γεν., προς τα πάνω, πιο πέρα, στον ίδ. II. υπερθ. ἀνωτάτω, ύψιστα, στον ίδ. κ.λπ.
ἀ-νῶ[ᾰ], υποτ. αορ. βʹ του ἀνίημι.