Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄγη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἄγη, Δωρ. ἄγᾱ[ᾰγ], , (ἄγαμαι), I. έκπληξη, θαυμασμός, σε Όμηρ. II. ζήλια, φθόνος, κακία, σε Ηρόδ.· λέγεται και σχετικά με τους θεούς, ζηλοτυπία, σε Αισχύλ.
ἀγή, Δωρ. ἀγὰ[ᾱγ], (ἄγνυμι), θραύσμα, συντρίμμι, κομμάτι, σκλήθρα, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἄγη, Επικ. αντί ἐάγη, γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του ἄγνυμι.