LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄγη"
- ἄγη, Δωρ. ἄγᾱ[ᾰγ], ἡ, (ἄγαμαι), I. έκπληξη, θαυμασμός, σε Όμηρ. II. ζήλια, φθόνος, κακία, σε Ηρόδ.· λέγεται και σχετικά με τους θεούς, ζηλοτυπία, σε Αισχύλ.
- ἀγή, Δωρ. ἀγὰ[ᾱγ], ἡ (ἄγνυμι), θραύσμα, συντρίμμι, κομμάτι, σκλήθρα, σε Αισχύλ., Ευρ.
- ἄγη, Επικ. αντί ἐάγη, γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του ἄγνυμι.