LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀσάομαι"
- ἀσάομαι, Παθ. προστ. ἀσῶ, μτχ. ἀσώμενος, αόρ. αʹ ἠσήθην (ἄση)· αισθάνομαι αηδία ή ναυτία, είμαι αηδιασμένος ή προσβεβλημένος από κάτι, με δοτ., σε Θέογν.· τὴν ψυχὴν ἀσηθῆναι, σε Ηρόδ.· ἀσώμενος ἐν φρεσί, σε Θεόκρ.