Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀμφιέπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀμφι-έπω, ποιητ. επίσης ἀμφ-έπω· ποιητ. παρατ. του αορ. βʹ ἀμφίεπον και ἄμφεπον· I. περιβάλλω, περικλείω, περικυκλώνω, σε Όμηρ. II. 1. όπως το διέπω, είμαι απασχολημένος, φροντίζω, στον ίδ.· τιμώ, αποδίδω τιμή ή σεβασμό, σε Πίνδ. 2. περιποιούμαι, στον ίδ.· προσέχω, προστατεύω, προφυλάσσω, σε Σοφ., Ευρ. 3. ἀμφ. κῆδος, Λατ. ambire, στον ίδ. 4. απόλ. σε μτχ., με προσοχή, επιφυλακτικά, σε Όμηρ. III. στη Μέσ., ακολουθούμαι και συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.