LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀκάτιον"
- ἀκάτιον[ᾰκᾰ], τό, υποκορ. του ἄκατος, I. μικρό, ελαφρό πλοιάριο, που χρησιμοποιούσαν οι πειρατές, σε Θουκ. κ.λπ. II. μικρό ιστίο, πανί, πιθ. το ιστίο που τοποθετούσαν στην κορυφή του μεγάλου καταρτιού, σε Ξεν., Λουκ.