Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προτίθημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-τίθημι, γʹ πληθ. προθέουσι· μέλ. -θήσω, αόρ. αʹ προὔθηκαΜέσ., αόρ. αʹ προεθηκάμηνΠαθ., αόρ. αʹ προὐτέθην· Παθ. ενεστ. και παρατ. από το πρόκειμαι· I. 1. θέτω ή τοποθετώ εμπρός, παραθέτω, ιδίως λέγεται για γεύματα, τραπέζας πρότιθεν (Επικ. αντί προὐτίθεσαν), σε Ομήρ. Οδ.· δαῖτά τινι προθεῖναι, σε Ηρόδ. κ.λπ.Μέσ., βάζω εμπρός μου, δαῖτα, στον ίδ. 2. όπως το Λατ. pro­jicere, πρ. τινα θηρσὶν ἁρπαγήν, σε Ευρ. 3. γενικά, θέτω μπροστά σε κάποιον, παρουσιάζω, δίνω σε, τί τινι, σε Σοφ. 4. εκθέτω νήπιο, βρέφος, σε Ηρόδ. κ.λπ. 5. α) ορίζω ως σημείο ή βραβείο, προτείνω, ἀέθλους, στον ίδ.· ἅμιλλαν, σε Ευρ.Παθ., προὐτέθην ἆθλον δορός, στον ίδ. β) ορίζω ως ποινή, θάνατον πρ. ζημίαν, σε Θουκ. κ.λπ. 6. ορίζω, θέτω, ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης πρ., σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., οὖρον πρ. ἐνιαυτόν, στον ίδ. 7. προβάλλω, προτείνω ως έργο, τί τινι, σε Σοφ.Μέσ., προτείνω στον εαυτό μου ως έργο ή σκοπό, σε Πλάτ. 8. Μέσ. επίσης, προβάλλω εκ μέρους μου, επιδεικνύω, δείχνω, εὐλάβειαν, σε Σοφ. 9. προτίθεσθαί τινα ἐν οἴκτῳ, οικτίρω, ελεώ, ευσπλαχνίζομαι, σε Αισχύλ. II. 1. προτίθημι νεκρόν, εκθέτω νεκρό σώμα, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ευρ. κ.λπ. 2. εκθέτω εμπόρευμα προς επίδειξη ή πώληση, σε Λουκ. 3. προτείνω, παρουσιάζω κάτι για συζήτηση, Λατ. in medium afferre, προθεῖναι πρῆγμα, λόγον, σε Ηρόδ.· γνώμας, σε Θουκ.· με απαρ., προθεῖναι λέγειν, προτείνω μια συζήτηση, στον ίδ.Μέσ., πένθος προεθήκαντο, εξέθεσαν τον εαυτό τους σε μεγάλο θρήνο, θρήνησαν, σε Ηρόδ.Παθ., ψῆφος περὶ ἡμῶν προτεθεῖσα, σε Δημ. 4. ορίζω συνέλευση, συνεδριάζω, σε Λουκ.Μέσ., προὔθετο λέσχην, όρισε συμβούλιο, σύσκεψη γερόντων, σε Σοφ. 5. Παθ., οὐ προὐτέθη σφίσι λόγος, δεν επετράπη σε αυτούς να μιλήσουν, σε Ξεν. III. 1. τοποθετώ, βάζω το ένα πόδι πάνω στο άλλο, σε Ευρ. 2. προβάλλω ως πρόφαση, σε Σοφ. IV. 1. θέτω πρώτο, προτάσσω, τι, σε Πλάτ.Μέσ., τοποθετώ στην πρώτη γραμμή, τοὺςγροσφομάχους, σε Πολύβ. 2. θέτω εμπρός ή έμπροσθεν, πέπλον ὀμμάτων, σε Ευρ.· ἡδονὴν ἀντὶ τοῦ καλοῦ, σε Ευρ.Μέσ., πάρος τοὐμοῦ πόθου προὔθεντο τὴν τυραννίδα, σε Σοφ.