Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παράλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πάρ-ᾰλος, -ον (ἅλς), I. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά ή δίπλα στη θάλασσα, σε Σοφ., Ευρ.· που βρίσκεται κοντά στο αλάτι (με λογοπαίγνιο της λέξης ἡ Πάραλος), σε Αριστοφ. 2. γενικά, αυτός που σχετίζεται με τη θάλασσα, ο ναυτικός, σε Ηρόδ. II. ἡ πάραλος γῆ, τα παράλια της Αττικής (πρβλ. παράλιος II), σε Θουκ.· απ' όπου, οἱ Πάραλοι, οι άνθρωποι που βρίσκονται ή διαμένουν κοντά στην ακτογραμμή, σε Ηρόδ., Ευρ. III. 1. ἡ Πάραλος ναῦς ή ἡ Πάραλος μόνο, η Πάραλος, ένα από τα ιερά Αθηναϊκά πλοία που βρίσκονται στην υπηρεσία της πόλης, σε Θουκ., Δημ.· επίσης Πάραλος (χωρίς άρθρο), σε Αριστοφ. 2. οἱ Πάραλοι, το πλήρωμα της Παράλου, στον ίδ., Θουκ.