Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μεθέπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μεθ-έπω, παρατ. μεθεῖπον, Επικ. -επον, μέλ. -έψω, αόρ. βʹ μετ-έσπον, απαρ. μετασπεῖν, μτχ. -σπών, Μέσ. -σπόμενος· I. 1. ακολουθώ, παρακολουθώ, ακολουθώ από κοντά, σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., μετασπόμενος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., μεθέψομαί σοι, σε Σοφ. 2. με αιτ., παρακολουθώ με τα μάτια, αναζητώ, σε Ομήρ. Ιλ. 3. επισκέπτομαι, νέον μεθέπεις; τώρα ήλθες να μας επισκεφθείς; σε Ομήρ. Οδ. 4. μεταφ., καταδιώκω, έχω στραμμένη την προσοχή μου, σε Πίνδ.· ἄχθος μεθέπων, κουβαλώ ένα δυσβάστακτο βάρος, στον ίδ.· ΙI. μτβ. με διπλή αιτ., Τυδεΐδην μέθεπε ἵππους, έστρεψε τα άλογα στην καταδίωξη του Τυδεΐδη, σε Ομήρ. Ιλ.