Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μίγνυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μίγνυμι, προστ. μίγνυ, παρατ. ἐμίγνυν, ποιητ. μίγνυον, μέλ. μίξω, αόρ. αʹ ἔμιξα, απαρ. μῖξαιΠαθ., γʹ πληθ. παρατ. ἐμίγνυντο, μέλ. μεμίξομαι και μιγήσομαι, επίσης, Μέσ. μέλ. μίξομαι, αόρ. αʹ ἐμίχθην, αόρ. βʹ ἐμίγην [ῐ], Επικ. μίγην· Επικ. γʹ ενικ. Παθ. αόρ. βʹ μίκτο ή μῖκτο, παρακ. μέμιγμαι, Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. μέμικτο, υπάρχει επίσης ένας ενεστ. μίσγω, Παθ. μίσγομαι.
Α.
όπως το Λατ. misceo, I. ανακατεύω, αναμειγνύω, κυρίως λέγεται για υγρά, οἶνον καὶ ὕδωρ, σε Όμηρ.· μίγνυμί τί τινι, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο, στον ίδ. κ.λπ. II. γενικά, ενώνω, συνάπτω. 1. με εχθρική σημασία, μεῖξαι χεῖράς τε μένος τε, συμμετέχω σε μάχη, έρχομαι στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἄρη μίξουσιν, σε Σοφ. 2. φέρνω σε επαφή με, καθιστώ γνώριμο με, ἄνδρας μισγέμεναι κακότητι, οδηγώ τους άνδρες στη δυστυχία, σε Ομήρ., Οδ.· αντιστρόφως, πότμον μῖξαί τινι, επιφέρω σ' αυτόν τον θάνατο, σε Πίνδ. Β. 1. Παθ., είμαι ανακατεμένος με, αναμεμειγμένος σε, προμάχοισιν ἐμίχθη, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐώλπει μίξεσθαι ξενίῃ, έλπιζε να συνδεθεί με δεσμούς φιλοξενίας, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, αναμειγνύομαι με, συναναστρέφομαι με, συμβιώνω με, στο ίδ., σε Αισχύλ.· απόλ. στον πληθ., λέγεται για ποικίλα πρόσωπα, συναναστρέφομαι, σε Ομήρ. Οδ. 2. έρχομαι σε επαφή με, κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη, το κεφάλι του κυλίστηκε στη σκόνη, σε Όμηρ.· ἐν κονίῃσι μιγῆναι, σε Ομήρ. Ιλ.· κλισίῃσι μιγῆναι, φθάνω, τους πλησιάζω, στο ίδ.· μίσγεσθαι ἐς Ἀχαιούς, πηγαίνω να ενωθώ μ' αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· μίσγεσθαι ὑπὲρποταμοῖο, διασχίζω το ποτάμι, στο ίδ.· μίσγεσθαι φύλλοις, στεφάνοις, φτάνω στο σημείο, δηλ. κερδίζω το στέμμα της νίκης, σε Πίνδ. 3. με εχθρική σημασία, συμπλέκομαι σε μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. 4. έχω σεξουαλική επαφή, συνουσιάζομαι, λέγεται για άνδρες και γυναίκες, σε Όμηρ.· φιλότητι και ἐν φιλότητι μιγῆναι, στον ίδ.· εὐνῇ ἔμικτο, σε Ομήρ. Οδ.